Γράφει ο Ζαχαρίας Λουδάρος
Follow @LOUDPLUS
Τελικά, αποφάσισα να γράψω αν και παίζανε όλο αυτό διάστημα και «δεύτερες σκέψεις» περί αποχής. Είναι ο λόγος για τον οποίο κάτι αναρχοχριστιανοί φίλοι μου, με «ψήνανε» για εκδρομή στον Αγ. Ευστάθιο στο Καπανδρίτι, μέρα που θα’ ναι. Ας βάλει και ο άγιος το χέρι του… όμως στο βαθμό που θέλουμε να δείχνουμε μια λογική χώρα που δεν θα την έχουνε πάντα «κλωτσοσκούφι» θα πρέπει να βάλουμε και μεις ως πολίτες το χέρι μας. Και να το βάλουμε σωστά. Με λογισμό και μ’ όνειρο που θα’ λεγε και ο «μεγάλος μας».
Αν η Ελλάδα κατάφερε και είναι ακόμη κανονική χώρα, οφείλεται εν πολλοίς στη διακυβέρνηση Ομπάμα και στους Ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι στις κρίσιμες στιγμές του καλοκαιριού στήριξαν την Ελλάδα έναντι του σχεδίου Σόιμπλε για αποπομπή όχι απλά από την ευρωζώνη αλλά από την Ε.Ε. Υπό το φως των εξελίξεων της μεταναστευτικής/προσφυγικής κρίσης, όλοι κατανοούμε σε ποια τραγική θέση θα βρισκόταν σήμερα η χώρα, αν ο Τσίπρας είχε σηκωθεί και φύγει από το «δωμάτιο». Και ήταν τυχερός καθώς είχε τον Μπίλ Κλίντον στο τηλέφωνο να του δίνει τη συμβουλή του 1.000.000 δολαρίων. «Μη βγεις από το δωμάτιο αν δεν πάρεις συμφωνία». Δεν είναι και λίγο να σε «κοουτσάρει» ένας αμερικανός πρόεδρος, ε;
Ευτυχής όποιος γνωρίζει τις αιτίες των πραγμάτων, σύμφωνα με τον Βιργίλιο. Επ’ αυτού, ωστόσο, ο Καρλ Μαρξ είχε διαφορετική άποψη. Σύμφωνα με την 11η θέση για τον Φόιερμπαχ: «Οι φιλόσοφοι το μόνο που κάνανε ήταν να ερμηνεύσουν τον κόσμο κατά διάφορους τρόπους. Αυτό που μετράει είναι να τον αλλάξουμε».
Η θέση αυτή άφησε ένα μόνιμο «κουσούρι» στην παγκόσμια Αριστερά. Διαχρονικά, υποτίμησε την αξία της ερμηνείας και υπερτίμησε τη δράση για αλλαγή. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Ιστορικά αποδείχθηκε πως δεν μπορείς να αλλάξεις και πολλά πράγματα, αν προηγουμένως δεν τα έχεις ερμηνεύσει σωστά. Επιπλέον κάθε απόπειρα αλλαγής μιας κατάστασης πραγμάτων που δεν έχει ερμηνευτεί σωστά, επιφέρει, σχεδόν πάντα, αποτελέσματα αντίθετα των επιδιωκόμενων.
Το «έλα μωρέ και τι έγινε…» εκτός από συνθήκη της νεοελληνικής καθημερινότητας, έχει χρησιμοποιηθεί και ως στρατηγική κατάληψης της εξουσίας. Όχι μόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δυστυχώς και από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος βρέθηκε να περπατά ξυπόλητος πάνω στα σπασμένα γυαλιά του Σόιμπλε. Θεωρητικά, ιδεολογικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και ψυχολογικά απροετοίμαστος να διαχειριστεί με στοιχειώδη επάρκεια μια αξιοπρεπή διακυβέρνηση σε συνθήκες κρίσης. Κι αυτό αφορά οριζόντια όλες τις δημόσιες πολιτικές. Από τη διαπραγμάτευση μέχρι τα κενά στα σχολεία.
Τούτων δοθέντων, το πείραμα του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε και η Αριστερά, για άλλη μια φορά, ηττήθηκε ιστορικά στην Ελλάδα. Δεν θα επέτρεπαν στον Τσίπρα οι αντίπαλοί του, εκτός και εντός συνόρων, να γίνει «Τσάβες». Παρομοίως, δεν του επέτρεψαν οι «σύντροφοί» του, να γίνει «Ρέντσι». Ο τρίτος δρόμος δεν βρέθηκε ποτέ. Διότι την είχαν όλοι εξ αρχής «στημένη» στον Τσίπρα. Του άνοιξαν διάπλατα έναν εύκολο δρόμο προς την εξουσία και έσπευσε να αρπάξει λαίμαργα το «τυράκι», χωρίς να δει τη «φάκα». Ή εν πάση περιπτώσει κι αν την είχε δει, υπερτίμησε την ικανότητά του να αποφύγει το θανάσιμο «καπάκωμα».
Στη χώρα της διεκπεραίωσης, ό,τι δεν είναι στο γόνατο αξίζει επαίνου, ακόμα (ή ιδίως) και τα αυτονόητα. Δυστυχώς για την «Πρώτη Φορά Αριστερά», δεν τον κέρδισε αυτόν τον έπαινο. Από την αρχή μέχρι το τέλος, όλα «στο γόνατο». Με το «βλέποντας και κάνοντας» ο Τσίπρας επί έξι μήνες, αν και είχε την πλήρη ηγεμονία στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, απλά έφερνε βόλτες γύρω από τον εαυτό του, ώσπου σε κατάσταση ιλίγγου και μετά τον 17ωρο εγκλεισμό του στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών κατέληξε σε μια συμφωνία, αποφεύγοντας τα χειρότερα.
Ωστόσο, το ερώτημα τώρα είναι: Και τι κάνουμε στις 20 Σεπτεμβρίου; Το παίζουμε «λεβεντομαλάκες» ρίχνοντας δαγκωτό Λεβέντη; Ανοίγουμε το καπάκι της τρέλας να βγούν τα «Ορκ» της Χρυσής Αυγής; Γουστάρουμε να κάνουμε καμιά χοντρή πλάκα στον Κουτσούμπα για να κάνει … κωλοτούμπα; Ή μήπως ψηφίζουμε μαζικά ΝΔ για να’ χει η «δημοκρατία του χαβαλέ» τον πρωθυπουργό που της αξίζει;
Η Αριστερά όπως εκφράστηκε από τον ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ, με τις αντιφάσεις της και τις αμφιταλαντεύσεις της, με τους τακτικισμούς και τις διασπάσεις της, είναι η Αριστερά με την οποία μπαίνουμε ακόμη πιο βαθιά στα αδιέξοδα.
Ζητούμενη λοιπόν είναι μια «άλλη» Αριστερά, με πολιτική πρόταση εξόδου. Προσγειωμένη, με ρεαλιστική στρατηγική και ορθολογική αξιοποίηση των όποιων περιθωρίων αφήνει η διεθνής επιτήρηση της χώρας. Μια Κεντροαριστερά, δηλαδή. Η οποία αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει στην ιδανική μορφή της. Μοιραία θα πρέπει να ανασυρθεί και να ανασυντεθεί μέσα από τον «κάδο ανακύκλωσης» των υφιστάμενων πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες μπορούν να ορίσουν τον συγκεκριμένο χώρο και αναφέρομαι πρωτίστως στον εναπομείναντα ΣΥΡΙΖΑ και στο σημερινό ΠΑΣΟΚ που προσπαθεί να υπερβεί τον πρόσφατο εαυτό του. Δευτερευόντως δε – αν και καταχρηστικά παρ’ όλα αυτά αναγκαία εάν προκύψει από την κοινοβουλευτική αριθμητική της κάλπης, και το Ποτάμι. Μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία δηλαδή που θα μπορεί να αθροίζει ως και πάνω 165 βουλευτές προκειμένου να καταστεί πολιτικό στοίχημα το εάν μπορεί τελικά να υπάρξει μια νέα σοσιαλιστική (κοινωνικά) και φιλελεύθερη (πολιτικά και οικονομικά) αριστερά ως αξιόπιστη πρόταση εξουσίας με ορίζοντα ακόμη και ως το 2020. Το «νέο» που ευαγγελίζεται ο Τσίπρας δεν μπορεί να είναι προεκλογική ρητορική. Στο βαθμό που το εννοεί είναι υποχρεωμένης για λόγους αξιοπιστίας πλέον να το αναδείξει και να το επιβεβαιώσει μέσα στο καμίνι της διακυβέρνησης, με όρους εξόδου από την κρίση και όχι από την Ευρώπη.
Δύο πολιτικά γεγονότα συνεισφέρουν θετικά προς την ευόδωση αυτού του πολιτικού στοιχήματος, τυχόν επιτυχία του οποίου, θα σηματοδοτούσε πράγματι τομή και θα εγκαινίαζε μια νέα μεταπολίτευση.
Το πρώτο είναι πως ο Τσίπρας απεγκλωβίζεται πλέον από το στρατηγικό αδιέξοδο του «δεν συνεργάζομαι με κανέναν πλην ΑΝΕΛ», δείχνοντας να αποενοχοποιείται πλέον έναντι ενός αριστερισμού που βρίσκεται σε «διαρκή παραλήρημα μεγαλείου», σύμφωνα με ψυχαναλυτικούς όρους. Όμως αυτός ο αριστερισμός αντί να αντιμετωπιστεί από τον Τσίπρα ως «παιδική ασθένεια», με λενιστικούς όρους, κόντεψε να καταστήσει τον ίδιο θύμα «παιδικής καθήλωσης», επιτρέποντας στην Λαγκάρντ να αναζητεί να μιλήσει με ενηλίκους εκπροσώπους της Αθήνας. Φαίνεται πως ο Τσίπρας, ενηλικιώθηκε. Βίαια μεν, αλλά πάντως ενηλικιώθηκε. Δεν είναι ο μικρός Αλέξης για να χρειάζεται τον Καμμένο πλέον.
Το δεύτερον θετικός γεγονός είναι δημοκρατική συμπαράταξη ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ. Μπορεί σε επίπεδο εκλογικής αριθμητικής να μη μεταφράζεται σε τίποτα σπουδαίο, σηματοδοτεί όμως μια σαφή «αριστερή στροφή» του ΠΑΣΟΚ και μάλιστα προς ένα τμήμα της ανανεωτικής αριστεράς το οποίο είχε το θάρρος να μη μείνει πάνω στο τραίνο της εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ που ερχόταν ολοταχώς, αλλά να υπερασπιστεί ένα πλαίσιο αξιών που εδώ και δεκαετίες επιχειρεί να συναρθρώσει το πρόταγμα μιας φιλελεύθερης αριστεράς, όπως την επιβάλλει η σημερινή ιστορική συγκυρία.
Μια τέτοια κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα στήριζε μια αμιγώς φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση, η οποία και θα συντασσόταν ανοιχτά και καθαρά με τους αποδεδειγμένα συμμάχους μας όπως περιγράφηκαν στην αρχή του άρθρου.
Τη στιγμή αυτή, με όρους ιστορικής αναγκαιότητας και όχι πολιτικής προτίμησης με βάση το συναίσθημα, μπορεί να είναι η μόνη λογική και βιώσιμη εκδοχή διακυβέρνησης για τη χώρα μας. Όλα τα λοιπά σενάρια περί «μεγάλου συνασπισμού» ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ, οικουμενικής ή κυβέρνησης με κορμό τη ΝΔ, αν επαληθεύονταν στην πράξη, το μόνο αποτέλεσμα που θα είχαν είναι να συζητάμε σε έξι μήνες τις επόμενες εκλογές, με τη χώρα να «σέρνεται», να παραλύει και να διαλύεται.
Το καλοκαίρι αυτό μας έχει κάνει όλους σοφότερους. Σε όλο το πολιτικό φάσμα. Η μεγάλη θυσία της Νέας Δημοκρατίας, η μεγάλη επιλογή όπως αυτές για τις οποίες περηφανεύεται, είναι να κάνει πίσω. Να μείνει στα έδρανα μιας υπεύθυνης αξιωματικής αντιπολίτευσης και να εκλέξει νηφάλια το νέο αρχηγό της, ο οποίος και θα πρέπει να έχει την αποδεδειγμένη πολιτική ικανότητα να βάζει στη σωστή πορεία το καράβι κάθε φορά που πάει να μπατάρει σε… φαντασιώσεις.
Μένει αυτή η σοφία να εκφραστεί και στην κάλπη, με επιλογές που θα λαμβάνουν υπόψη τους παγκόσμιους συσχετισμούς δύναμης, τις πραγματικές συμμαχίες της χώρας και την ανάγκη για μια λογική, σταθερή και βιώσιμη διακυβέρνηση τουλάχιστον τριών χρόνων, ικανής να διασφαλίσει πως η χώρα το 2021 θα γιορτάσει τα 200 χρόνια της παλιγγενεσίας, όρθια και περήφανη γιατί θα τα έχει καταφέρει σε βάρος όλων των προγνωστικών της παγκόσμιας ελίτ.
Αυτά… Καλό βόλι, σύντροφοι και πατριώτες.