Γράφει ο Ceteris Paribus
Κάθε συμφωνία με τους δανειστές δεν δέχεται μόνο μια γκάμα κριτικών, αλλά συνοδεύεται και από κυβερνητικές εξαγγελίες. Στην προκείμενη περίπτωση, ωστόσο, δεν περιλαμβάνεται στις εξαγγελίες αλλά ούτε στις κριτικές κάτι σημαντικό: η άρση των capital controls!
Πώς εξηγείται αυτή η παράλειψη;
Όπως όλοι θυμούνται, τα capital controls ήταν προϊόν της πρώτης διαπραγμάτευσης ΣΥΡΙΖΑ, η οποία -εκτός από τα capital controls- κατέληξε στην υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Άμα τη υπογραφή του, μία από τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης ήταν τότε ότι τα capital controls θα αρθούν σε λίγους μήνες. Αντί γι’ αυτό ωστόσο, προέκυψαν νέοι κίνδυνοι αστάθειας και αδιεξόδου, στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου μνημονιακού προγράμματος. Όταν έληξε ο νέος «συναγερμός» με το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης, η κυβερνητική υπόσχεση επανήλθε. Για να αποσυρθεί ξανά όταν άνοιξε το κεφάλαιο της νέας, δεύτερης αξιολόγησης, η οποία «σύρθηκε» επί μήνες σε κλίμα αδιεξόδου με έντονες «οσμές» αστάθειας.
Ωστόσο, αν το μόνο πρόβλημα για την παράταση ισχύος των capital controls ήταν μέχρι σήμερα ο κίνδυνος αστάθειας εξαιτίας πιθανού αδιεξόδου στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, τώρα που η διαπραγμάτευση καταλήγει σε συμφωνία, η οποία μάλιστα θα εκτείνεται τουλάχιστον μέχρι και το 2021, γιατί κανείς δεν μιλάει για την άρση των capital controls;
Τι… κοστίζει μια ακόμη κυβερνητική υπόσχεση ότι ένα από τα δώρα που φέρνει η συμφωνία είναι η άρση των capital controls σε σύντομο χρόνο; Και τι… κοστίζει μια κριτική εκ μέρους της αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση ότι δεν κατάφερε με τη συμφωνία ούτε την άρση των capital controls να επιτύχει;..
Είναι προφανές ότι υπάρχουν σοβαροί -και… ευαίσθητοι- λόγοι γι’ αυτή τη σιωπή γύρω από τη μη άρση των capital controls. Και οι λόγοι αυτοί είναι βασικά δύο: οι τράπεζες και το χρέος.
Η «ψευδολύση» για το χρέος
Για το χρέος το πρόβλημα είναι ότι η συμφωνία θα είναι «ημιτελής». Η σχετική φόρμουλα έχει ήδη διαρρεύσει: θα περιγραφούν αναλυτικά τα μέτρα που θα ληφθούν ύστερα από το τέλος του παρόντος προγράμματος στα μέσα του 2018, αλλά χωρίς ποσοτικοποίηση. Για παράδειγμα θα γίνεται λόγος για μείωση επιτοκίου αλλά δεν λέγεται πόση μείωση και για ποιο μέρος του χρέους ή θα γίνεται λόγος για επιμήκυνση αλλά δεν θα λέγεται για πόση διάρκεια και για ποιο τμήμα του χρέους κ.λπ.
Έτσι, η μεν γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Κριστίν Λαγκάρντ θα έχει στα χέρια της το «τεκμήριο» μιας «αναλυτικής» συμφωνίας για την ελάφρυνση του χρέους ώστε να πείσει το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου να συμμετάσχει στο πρόγραμμα, οι δε κ.κ. Μέρκελ και Σόιμπλε θα μπορούν να ισχυριστούν στον κρίσιμο προεκλογικό χρόνο που διανύουν ότι ουσιαστικά μετέθεσαν τη λύση για το ελληνικό χρέος για μετά το 2018…
Ύστερα απ’ αυτό, διατηρώ ισχυρές επιφυλάξεις αν ο κ. Ντράγκι θα στέρξει να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Για να μη μιλήσουμε για το σοβαρό ενδεχόμενο αυτό το πρόγραμμα να λήξει σύντομα – ήδη προς αυτή την κατεύθυνση πιέζει ασφυκτικά ο κ. Σόιμπλε, αλλά κυρίως το γεγονός ότι επίκεινται μέσα στο 2017 δύο ακόμη αυξήσεις των επιτοκίων του δολαρίου, που θα κάνουν την επιτοκιακή πίεση πάνω στην ΕΚΤ ασφυκτική.
Η κυβέρνηση βεβαίως έχει κάθε λόγο να υπόσχεται ότι θα κερδίσει τη μάχη του QE, αλλά καθόλου δεν πρέπει να αποκλείεται ότι όλο αυτό δεν είναι παρά μια επικοινωνιακή προσποίηση για να κερδηθεί μια άλλη μάχη, άμεσης προτεραιότητας: να αναταχθεί το ηθικό των κυβερνητικών βουλευτών ενόψει της ψήφισης των μέτρων στη Βουλή, η οποία θα γίνει πριν επισημοποιηθεί η συμφωνία…
Το καταλυτικό ερώτημα εδώ είναι το εξής: είναι νοητό να ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα στο QE ενώ παραμένουν τα capital controls; Τίποτε δεν το απαγορεύει, εκτός από τη… λογική.
Οι τράπεζες
Πέρα όμως από το χρέος, ο βασικός αναστολέας για τη μη άρση των capital controls είναι τα προβλήματα των τραπεζών. Όπου το πρόβλημα λέγεται «κόκκινα» δάνεια. Η ΕΚΤ και ο SSM διενεργούν ήδη νέο έλεγχο για την πορεία των «κόκκινων» δανείων και συνολικά για τις χορηγήσεις και την ποιότητα του χαρτοφυλακίου των 4 ελληνικών συστημικών τραπεζών, με ορίζοντα ολοκλήρωσης το φθινόπωρο – ένα εσπευσμένο προστάδιο των ευρωπαϊκών stress tests που θα διεξαχθούν το 2018.
Η ανησυχία των ευρωπαϊκών αρχών, αλλά και των διοικήσεων των τραπεζών για την πορεία των «κόκκινων» δανείων είναι διάχυτη, για δύο βασικούς λόγους:
Πρώτο, διότι η υπερφορολόγηση όχι μόνο μειώνει τα εισοδήματα και επομένως τη δυνατότητα των δανειοληπτών να εξυπηρετούν τα δάνειά τους, αλλά και «ροκανίζει» τις καταθέσεις, αφού το υπόλοιπο εκατοντάδων χιλιάδων καταθετικών λογαριασμών μειώνεται για να πληρώνονται οι φόροι.
Δεύτερο, διότι οι τράπεζες έχουν πλέον σοβαρό ανταγωνιστή το Δημόσιο όσον αφορά την πληρωμή υποχρεώσεων. Ενώ η προστασία δανειοληπτών από κατασχέσεις και πλειστηριασμούς στην περίπτωση των τραπεζών ισχύει μέχρι ενός σημείου και υπό όρους, στην περίπτωση του Δημοσίου κάθε προστασία έχει πλέον αρθεί. Η «φάμπρικα» των μέτρων καταναγκαστικής είσπραξης εκ μέρους του Δημοσίου δουλεύει… υπερωρίες, αναγκάζοντας πολλούς δανειολήπτες τραπεζών να μεταθέτουν την πληρωμή των δόσεων των δανείων τους προκειμένου να πληρώσουν την εφορία, η οποία παρουσιάζεται πιο… απειλητική.
Καθώς η υπερφορολόγηση θα ενταθεί με τη νέα συμφωνία και η συντριπτική πλειονότητα των τραπεζικών λογαριασμών (πάνω από 80%!) έχει υπόλοιπο κάτω από 2.000 ευρώ (!), οι ευρωπαϊκές αρχές και οι τραπεζίτες φοβούνται τον καταστροφικό συνδυασμό αύξησης των «κόκκινων» δανείων και μείωσης των καταθέσεων.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες βέβαια δεν μπορεί καν να γίνει λόγος για άρση των capital controls…
Ένα νόμισμα… παράλληλο του εαυτού του;
Τα δύο μεγάλα ζητήματα που μένουν εκκρεμή με αυτή τη συμφωνία, δηλαδή μια «οριστική», ίσον αξιόπιστη, λύση για το χρέος και η έξοδος των τραπεζών από το φαύλο κύκλο υπερφορολόγησης-μείωσης εισοδημάτων-υψηλού ποσοστού «κόκκινων» δανείων, δικαιολογούν τον όρο «ημιτελής» συμφωνία και δίνουν το μέτρο των σημαντικών εκκρεμοτήτων που παραμένουν στο δρόμο για την έξοδο από τον κύκλο της κρίσης.
Με δεδομένες αυτές τις εκκρεμότητες, η Ελλάδα έχει μεν νόμισμα το ευρώ, αλλά το «ελληνικό» ευρώ μοιάζει εν μέρει με… παράλληλο νόμισμα – νόμισμα παράλληλο του… εαυτού του. Ποια είναι η κεντρική ιδέα του «παράλληλου νομίσματος»; Ότι δεν παίρνεις στα χέρια σου ένα νόμισμα σε φυσική μορφή που είναι γενικό ισοδύναμο των αξιών, αλλά μια «υποσχετική» του Δημοσίου. Στην περίπτωση των capital controls παίρνεις στα χέρια σου ένα μέρος του χρήματος που «δικαιούσαι». Όταν δεν είναι πλήρως διαθέσιμο το σύνολο των χρημάτων σου, είναι σαν να στερείσαι ένα μέρος τους σε κάποια αόρατη… μαύρη αγορά σκληρού νομίσματος…
Το πρόβλημα επιδεινώνει η χρήση πιστωτικών καρτών. Όχι μόνο γιατί το πιστωτικό χρήμα έχει επίσης ομοιότητες με το «παράλληλο νόμισμα» (δεν παίρνεις στα χέρια σου χρήμα καθεαυτό αλλά μια υποσχετική), αλλά και γιατί το κυβερνητικό μέτρο για έκπτωση φόρου με πιστοποίηση δαπανών μέσω των πιστωτικών καρτών μειώνει ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο «ρευστό» – είναι σαν να επιδεινώνονται τα capital controls, αντί να αίρονται!
Όποιος ψάχνει το σημείο πραγματικής εξόδου από τον κύκλο της κρίσης, έχει ένα σταθερό και εξαιρετικά αξιόπιστο σημείο προσανατολισμού: την άρση των capital controls! Για όσο διάστημα δεν αίρονται, έχουμε ένα νόμισμα… παράλληλο του εαυτού του, που ισοδυναμεί με απόδειξη ότι παραμένουν μεγάλες «εκκρεμότητες». Και όσο παραμένουν οι μεγάλες εκκρεμότητες, δεν θα παραμένουν μόνο τα capital controls αλλά και οι κίνδυνοι για οδυνηρές διευθετήσεις κάθε είδους σε κάποια στροφή της συγκυρίας…