Γράφει ο Νίκος Νικολόπουλος*
Το μέγα κέρδος για τον ελληνικό λαό από την σύσταση και τη λειτουργία της Εξεταστικής Επιτροπής που ερεύνησε τον παράνομο δανεισμό των δυο Κομμάτων που άσκησαν εξουσία επί 40 χρόνια είναι ότι πράγματι αναδείχθηκε η λεηλασία άνω του ενός δις ευρώ από τα κρατικά ταμεία απευθείας ή από τα τραπεζικά ταμεία, δηλαδή και πάλι από τα κρατικά εν τέλει ταμεία.
Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, η λεηλασία αυτή αναδείχθηκε πριν από την Επιτροπή αυτή από τρία πορίσματα. Το ένα ήταν του ηρωικού Εισαγγελέα Καλούδη, το άλλο του επίσης ηρωικού εισαγγελέα Γαληνού Μπρή, και το τρίτο της Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά.
Κι όμως, η επιτροπή και ιδιαίτερα πολλοί βουλευτές, μπορώ να πω από όλα τα Κόμματα προσπάθησαν, άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο να μην προσβάλουν την λειτουργία του Κοινοβουλίου και ερεύνησαν τα σκάνδαλα με τρόπο που -έστω πλειοψηφικά- αναδείχθηκε η παρανομία και η λεηλασία του δημοσίου χρήματος, το οποίο κατέληξε σε μέγα μέρος του σε ιδιωτικές τσέπες και όχι στους σκοπούς λειτουργίας των Κομμάτων και των ΜΜΕ.
Σήμερα κάποιοι πολιτικοί και ιδιοκτήτες ΜΜΕ, οι οποίοι ήταν οι άμεσα εμπλεκόμενοι στην παροχή και υποδοχή του χρήματος αυτού πλούτισαν τόσο ,ώστε και τα τρισέγγονά τους να απολαμβάνουν δημόσιο χρήμα ,το οποίο κατά τα άλλα θα υπηρετούσε τη δημοκρατία ,μέσω της απρόσκοπτης λειτουργίας των Κομμάτων και την ενημέρωση, μέσω της ενίσχυσης της λειτουργίας των ΜΜΕ.
Οι δυο εισαγγελείς άντεξαν τις φοβερές πιέσεις και συνέταξαν πορίσματα ,τα οποία ανέδειξαν την διάπραξη παρανομιών από τα Κόμματα και τα ΜΜΕ και μάλιστα από τα κορυφαία, δηλαδή ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ. και ο ΔΟΛ.
Το γεγονός ότι με επιστράτευση νεαρών, ελεγχόμενων από την εξουσία υπαλλήλων και καταθέσεις επιπέδου Μπανανίας, το πόρισμα Καλούδη ενταφιάστηκε, μέχρι να το αναδείξει εκ νέου η επιτροπή, δεν αίρει στο ελάχιστο την παρανομία.
Ωστόσο, με θλίψη διαπίστωσα ότι το πόρισμα της πλειοψηφίας της Επιτροπής για τον δανεισμό κομμάτων και μέσων ενημέρωσης, ενώ επαναβεβαιώνει την ύπαρξη ενός τριγώνου διαπλοκής μεταξύ πολιτικής, μέσων ενημέρωσης και τραπεζών, εντούτοις δεν «τραβάει την κουρτίνα» και αρνείται να αποκαλύψει συγκεκριμένες ποινικές ευθύνες για πολιτικά πρόσωπα!
Συνεπώς, το αποτέλεσμα, όχι μόνο αδικεί το έργο της Επιτροπής και τα όσα, πολύ – πολύ σημαντικά ειπώθηκαν και αποκαλύφθηκαν κατά τις εργασίες της (οι Έλληνες πολίτες άρχισαν ήδη να μιλάνε για «μία από τα ίδια» και για «επιχείρηση συγκάλυψης των πολιτικών ευθυνών»), αλλά τελικά, πλήττει καίρια την εικόνα της κυβέρνησης και των κομμάτων της κυβερνητικής πλειοψηφίας, ακυρώνοντας σε μεγάλο βαθμό όλες τις προηγούμενες και ρητές διαβεβαιώσεις του Πρωθυπουργού και πρωτοκλασάτων Υπουργών περί πλήρους κάθαρσης και διαφάνειας και περί «σπασίματος» του προαναφερθέντος «τριγώνου της αμαρτίας».
Είναι πιθανότατο δε, ότι κατόπιν του συγκεκριμένου πορίσματος οδεύουν οριστικά προς τις καλένδες σημαντικά στοιχεία, όπως το πόρισμα Καλούδη (που θυμίζω πως πρότεινε την κακουργηματική δίωξη 50 προσώπων από τον τραπεζικό και πολιτικό χώρο), ενώ κλείνει και ο δρόμος προς την περαιτέρω διερεύνηση πολλών υποθέσεων που απασχόλησαν την Επιτροπή και κατά τη γνώμη μου διαθέτουν πολλά «γκρίζα σημεία», που θα έπρεπε να διερευνηθούν εξονυχιστικά.
Με βάση τα παραπάνω η τελευταία συνεδρίαση της Επιτροπής, είχε δυστυχώς, τα χαρακτηριστικά φιλολογικού μνημοσύνου – κάτι, που όχι μόνο είναι σπάνιο για τα κοινοβουλευτικά δεδομένα αλλά και σχεδόν απίστευτο με βάση τα όσα διημείφθησαν κατά τις εργασίες της Επιτροπής και τις μεγάλες «αποστάσεις» μεταξύ των κομμάτων της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης, μεταξύ εκείνων που πάσχισαν να αποκαλυφθούν οι δρόμοι των παράνομων χρηματοδοτήσεων και οι υπεύθυνοί τους και εκείνων που προσπαθούσαν διαρκώς να συσκοτίσουν αυτούς τους δρόμους.
Το μόνο για το οποίο αισθάνομαι δικαιωμένος, είναι για το γεγονός ότι με βάση τις αποκαλύψεις εντός της Επιτροπής και τα όσα αποτυπώθηκαν στα πρακτικά των συνεδριάσεων, έχω ήδη απευθυνθεί στη Δικαιοσύνη, που αποτελεί το τελευταίο και πιο σημαντικό καταφύγιο της αλήθειας και της δημοκρατίας. Και στη Δικαιοσύνη προσβλέπω – έχοντας μάλιστα ήδη κληθεί να καταθέσω για κάποιες περιπτώσεις – ώστε να υπάρξει κάποτε η πολυπόθητη Νέμεσις για όσους από τον πολιτικό, τραπεζικό και μηντιακοεπιχειρηματικό χώρο, καταστρατήγησαν τους όρους και τους νόμους περί χρηστής διαχείρισης του δημοσίου χρήματος και ζημίωσαν την πατρίδα και το ελληνικό δημόσιο.
Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και εγώ ατομικά πιστεύουμε στη δημοκρατία και τα θεσμικά της όργανα και είναι αυτονόητο ότι αυτοί οι θεσμοί πρέπει να στηρίζονται, για να έχει γερά “πόδια” και η δημοκρατία μας.
Με δεδομένο λοιπόν ότι ο θεσμός της Δικαιοσύνης με τους θαρραλέους αυτούς εισαγγελείς που προανέφερα, αλλά και με άλλους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι ήδη παραπέμπουν ,για παράνομες δανειοδοτήσεις πολίτες, συνέταξε παραπεμπτικά πορίσματα για τα δάνεια των Κομμάτων και των ΜΜΕ, θεωρώ ότι αποτελεί όχι απλά ύβρη στους θεσμούς, αλλά παράβαση του καθήκοντός μας, εάν… αθωώσουμε εμείς εκείνους ,τους οποίους η Δικαιοσύνη παραπέμπει στο εδώλιο.
Τόσο εγώ προσωπικά, όσο και το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, δεν θα υποστείλουμε ποτέ τη σημαία της πραγματικής κάθαρσης και δεν θα σταματήσουμε τον αγώνα για να αποκαλυφθούν οι ένοχοι του «τριγώνου της διαπλοκής», να ικανοποιηθεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα αλλά και να διασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για ουσιαστική «υγεία», στην πολιτική, στην επιχειρηματικότητα και το τραπεζικό σύστημα, αλλά και στον χώρο των Μέσων Ενημέρωσης.
Συνεπώς, η μόνη αναγκαία και ασυμβίβαστη λύση είναι η σύσταση της προανακριτικής επιτροπής της Βουλής, όπως υποδεικνύει η Δικαιοσύνη.
Όλα τ’ άλλα διευκολύνουν αφάνταστα το κουκούλωμα και προσβάλουν τα δικαιώματα και τις προσωπικότητες εκατομμυρίων Ελλήνων.
*Ο Νίκος Νικολόπουλος είναι ανεξάρτητος Βουλευτής, μέλος της εξεταστικής επιτροπής για τα δάνεια κομμάτων και Πρόεδρος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Ελλάδος.