Γράφει ο Αθανάασιος Γραμμένος
Follow @athagram
Στον Αλέξη Τσίπρα μπορεί κάποιος να καταλογίσει πολλά. Μεγάλωσε με όλα τα νεο-πασοκικά ψευδο-αστικά χαρακτηριστικά, σε ένα περιβάλλον που του εξασφάλισε τα πάντα χωρίς ο ίδιος να έρθει σε επαφή με το σκληρό πρόσωπο της βιοπάλης. Στα μαθητικά του χρόνια εφήρμοσε ανεμπόδιστα τη λούμπεν αντίληψη του «όλα επιτρέπονται» μέσω των καταλήψεων και υιοθέτησε τη νοοτροπία του κακώς εννοούμενου συνδικαλισμού, την οποία πήρε ως προίκα και στην πολιτική του διαδρομή. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να του καταλογίσει ότι είναι διεφθαρμένος. Μπορούν να λεχθούν πολλά για την υπό-κουλτούρα της αριστερίστικης ουτοπίας, των άδειων υποσχέσεων και του άκοπου βίου αλλά παραμένει –μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου- ένας πολιτικός με λευκό «ποινικό» μητρώο, μακριά από κάθε είδους σκάνδαλα.
Η πολιτική του «άνδρωση» δεν λήφθηκε στις τόσες παλαβές συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ ή στην ΚΝΕ (από την οποία ξεκίνησε), αλλά στον φιλοευρωπαϊκό ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ, ο οποίος ανέδειξε πολλές αξιόλογες προσωπικότητες ώσπου κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη του δικομματισμού συνομολόγησε μια ευρύτερη ακρο-αριστερή συμμαχία για να αποφύγει την νομοτελειακή εξαφάνιση, δηλαδή τη μεταγενέστερη πορεία της αποσχίσασας ΔΗΜΑΡ (αν και ουδεμία σύγκριση θα μπορούσε να γίνει ως προς το περιεχόμενο του τότε ΣΥΝ σε σχέση με την ιδεολογική αντι-ύλη της θνησιγενούς κουβελειάδος).
Ως αρχηγός κόμματος, ο Τσίπρας έχει κάνει πολλά λάθη. Τα σημαντικότερα έγιναν προεκλογικά όταν υποσχέθηκε παροχές που είτε αφήνουν ανέπαφο τον κορμό του πελατειακού κράτους, άρα την αιτία του προβλήματος, είτε μέτρα που δεν αντέχει η οικονομία, γεμίζοντας έτσι τα μυαλά των υπερφίαλων κηφήνων στον πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ και τους απογοητευμένους πολίτες από την προηγούμενη κυβέρνηση. Επέτρεψε, παράλληλα, σε δημαγωγούς κι εμπόρους ιδεολογιών να καπηλευτούν την ιστορική πορεία αντίστασης του Έθνους προσομοιάζοντας την με την άρνηση εκπλήρωσης των κρατικών οικονομικών υποχρεώσεων. Ονομάτισαν έτσι, με την ανοχή του Τσίπρα, ως εθνικό αυτοσκοπό την υπεράσπιση μικροπολιτικών συντεχνιακών συμφερόντων σε βάρος του κοινού συνόλου και της ασθμαίνουσας οικονομίας. Με απλά λόγια, εν γνώσει του ο Αλέξης Τσίπρας επέτρεψε να καλλιεργηθεί η προσδοκία μίας νέας αρπαχτικής οικονομία με τον ίδιο αδιάκριτο τρόπο που το έπραξε πριν από αυτόν το δίδυμο Σαμαρά-Βενιζέλου και όλοι οι προκάτοχοί τους.
Ως πρωθυπουργός, έκανε εμφανή την απειρία του και την αδυναμία του να συμβιβάσει τις υποσχέσεις με τις ανάγκες. Άργησε πολύ να καταλάβει ποιοί είναι οι πραγματικοί συσχετισμοί δυνάμεων στην Ευρώπη και κυρίως διέπραξε το ολίσθημα να παρασυρθεί από τον καθηγητή Ιωάννη Βαρουφάκη, να του αναθέσει το σημαντικότερο υπουργείο της κυβέρνησης και να του εκφράσει απεριόριστη εμπιστοσύνη, χωρίς να αντιληφθεί εγκαίρως τις ψυχοπαθολογικές διαστάσεις της προσωπικότητας του.
Εν τούτοις, έστω και αργά, ο Τσίπρας δείχνει κάποια σημάδια αφύπνισης. Σε αντίθεση με το αυτιστικό δίδυμο της προηγούμενης συγκυβέρνησης, εκείνος δείχνει να συνέρχεται σταδιακά από τον λήθαργο της σοσιαλιστικής έπαρσης κάνοντας μια μεγάλη στροφή προς τη λογική, τόσο με την αποδοχή των υποχρεώσεων της χώρας όσο και με την αναγνώριση της οδού των μεταρρυθμίσεων, παρά την συχνά αντιφατική ρητορική για εσωκομματική κατανάλωση. Εξάλλου έχει πολύ μεγάλη αξία ότι το πολιτικό φορτίο που αναγκάζεται να σηκώσει είναι πολύ βαρύτερο από αυτό της ψήφισης των προηγούμενων μνημονίων ακριβώς λόγω των προγραμματικών δεσμεύσεων που ρητά ακυρώνει.
Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ο Τσίπρας παραμένει λαοφιλής έχοντας νικήσει κατά κράτος έως τώρα όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους. Μπορεί να διατηρεί την ψυχραιμία του στις κρίσιμες στιγμές, δεν φοβάται να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις είτε στο εξωτερικό είτε στο εσωτερικό του κόμματος του και δείχνει μια σπάνια ικανότητα να επιβιώνει ανιχνεύοντας την εσωτερική δυναμική της κατάστασης, παρότι αφήνει την εντύπωση ότι αυτό συμβαίνει αβίαστα, χωρίς τη δική του συμμετοχή. Ο Αλέξης Τσίπρας έχει μεγάλη αποδοχή στην κοινωνία και ξεχωρίζει ανάμεσα στο συνοθύλευμα των σπιθαμιαίων στελεχών του κόμματος του, ίσως γιατί είναι ο μόνος «επαγγελματίας» ανάμεσα σε δεκάδες «ερασιτέχνες».
Όλα αυτά όμως δεν έχουν καμία αξία για τη χώρα. Ο Τσίπρας μπορεί να έχει πολλά χαρακτηριστικά αλλά δεν θα ενδιέφεραν κανέναν αν δεν ήταν Πρωθυπουργός μιας χώρας που έχει ήδη εισέλθει στην επικίνδυνη ζώνη της χρεοκοπίας και της κατάρρευσης. Επομένως, το ζητούμενο είναι τι μπορεί να κάνει από εδώ και πέρα ως Πρωθυπουργός για να οδηγήσει την Ελλάδα σε μια καλύτερη ατραπό.
Με δεδομένη τη σύγκρουση με την μετακομμουνιστική πτέρυγα, μπορεί αδέσμευτος πια να εξαγγείλει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που ανατρέπει όλες τις πελατειακές σχέσεις, να προχωρήσει σε ένα ελληνικό New Deal και να προτείνει ευρύτερες ενωτικές συνεργασίες στους πολιτικούς του αντιπάλους, τέτοιες που να μην μπορούν να αρνηθούν. Μπορεί να φέρει όλο τον λαό προ των ευθυνών του και να ζητήσει από τον τελευταίο Έλληνα να αναλάβει το κόστος που του αναλογεί. Και κυρίως, να μην επιτρέψει να τον «αγιοποιήσουν», να μην γίνει ένας Ρομπέν των Δασών που παλεύει για τα «δίκαια» (sic) των αδυνάτων, την ώρα που εκείνοι παραδίνονται στην απραξία. Αυτός ο αγώνας δεν έχει από μηχανής θεούς και πρέπει να συνεισφέρουν όλοι αναλογικά.
Ο Τσίπρας έχει μόνο ένα δρόμο: να τα βάλει με το σύστημα και μπορεί να το κάνει γιατί είναι ο μόνος που έχει τις φυσικές δυνάμεις και τις επικοινωνιακές ικανότητες. Είναι ένας από τους λίγους μη φαύλους σε ένα σύστημα που αυτοεξυπηρετείται και αδιαφορεί για τον περίγυρο. Η πορεία των τελευταίων εβδομάδων αφήνει μια ελπίδα να διαφανεί στον ορίζοντα. Πρέπει τώρα ο Αλέξης να κάνει την ελπίδα προοπτική.
Τέλος, είναι ο μόνος πολιτικός στην Ελλάδα σήμερα που μπορεί –όσο παραμένει «άφθαρτος»- να εφαρμόσει ρηξικέλευθες και ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις επειδή ως αριστερός, με ό,τι καταλαβαίνει καθένας απ’ αυτό, νομιμοποιείται από τη συνείδηση της κοινής γνώμης να το κάνει. Ο Τσίπρας, μπορεί να αλλάξει τον ρου της νεότερης ελληνικής ιστορίας, να εξελιχθεί στον πρώτο φιλελεύθερο ηγέτη της χώρας και το πλήθος παρ’ όλ’ αυτά το πλήθος να τον επεφημεί. Αν όχι αυτός, κανείς. Αν όχι τώρα, ποτέ.
Και είναι ευθύνη όλόκληρης της αντιπολίτευσης να σταματήσει τα μικροπολιτικά παιχνίδια και τις φραστικές αντιπαραθέσεις που βαθαίνουν το εμφυλιακό ρήγμα και να του επιτρέψει να κάνει όσα πρέπει να γίνουν αλλά δεν τολμούν οι ίδιοι να κάνουν. Σε τελική ανάλυση, η Μεταπολίτευση ήταν η δεύτερη φάση του εμφυλίου, μόνο που αυτή τη φορά η ευχέρεια των μέσων του πολέμου βρέθηκε στα χέρια της αριστεράς. Της κάθε αριστεράς, από το 1981 κι ένθεν.