«Υπήρχαν μέτρα που δεν ελήφθησαν. Θα μπορούσε μέσα σε 3 χρόνια που υποφέρουμε από τον κορονοϊό να είχαν αραιώσει τα τμήματα, να είχαν δημιουργηθεί αίθουσες με μεγαλύτερα παράθυρα. Επίσης δεν έγινε πολύ ισχυρή καμπάνια για να εμβολιαστούν τα παιδιά», τόνισε η καθηγήτρια Επιδημιολογίας, Αθηνά Λινού, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Ναι μεν, αλλά», με την Ευαγγελία Μπαλτατζή, για τη συνεδρίαση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, όπου θα καθοριστούν οι υγειονομικοί κανόνες ενόψει της έναρξης της νέας σχολικής χρονιάς.
Αναφορικά με τις πληροφορίες που θέλουν την επιστροφή των μαθητών στα θρανία χωρίς να είναι υποχρεωτικές οι μάσκες και τα τεστ, η κυρία Λινού κάλεσε τους ειδικούς να προσέξουν πολύ και «να δουν στις χώρες που έχουν ληφθεί τα μέτρα της ελευθερίας, ποιες είναι οι συνθήκες που αφορούν τα παιδιά και τους εκπαιδευτικούς». «Και στην Αμερική υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι είναι αυξάνεται ο κίνδυνος αν δεν χρησιμοποιείται μάσκα, αλλά μπορεί να παραμένει χαμηλός γιατί δεν είναι μεγάλος ο κίνδυνος στην κοινότητα», επισήμανε.
«Τα παιδιά συνεχίζουν να νοσούν και αυτό που πρέπει να έχουμε υπόψιν μας είναι ότι ειδικά στην Ελλάδα, το ποσοστό των παιδιών άνω των 5 που έχουν εμβολιαστεί, είναι πολύ μικρότερο σε σχέση με άλλες χώρες. Και αυτό δημιουργεί επιπλέον κίνδυνο. Δεν έχουμε τη μαθητική ομάδα από 5 έως 17 ετών που να είναι εμβολιασμένη στο 70%-80% που είναι σε άλλες χώρες. Έχουμε πολύ μικρότερο ποσοστό εμβολιασμού», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με την Καθηγήτρια, «αυτό που μας ανησυχεί επιπλέον, είναι οι συνθήκες των ελληνικών σχολείων, που δεν είναι και οι πιο ιδανικές. Πολλά παιδιά μέσα στις τάξεις, μικρές σχετικά αίθουσες και τάξεις με μικρή δυνατότητα αερισμού. Οπότε όλα αυτά αυξάνουν την πιθανότητα νόσησης», ανέφερε.
Η ίδια επικαλέστηκε διεθνείς μελέτες, σύμφωνα με τις οποίες αν έχουμε λιγότερα από 10 καινούργια σοβαρά κρούσματα ανά 100.000 στην κοινότητα, τότε είναι μέτριος ο κίνδυνος. Αν είναι παραπάνω, είναι υψηλός ο κίνδυνος. «Εμείς δυστυχώς είμαστε στον υψηλό κίνδυνο, αλλά αυτός είναι διαφορετικός σε μια μικρή περιοχή και διαφορετικός σε μια περιοχή όπου συστεγάζονται πολλά παιδιά. Και πολλά παιδιά μπορεί να χρησιμοποιούν τα Μέσα Μεταφοράς ή να είναι ένα σχολείο με 1.000 παιδιά. Και πολλοί εκπαιδευτικοί που εναλλάσσονται από τμήμα σε τμήμα. Μπορεί ένας εκπαιδευτικός να συναντηθεί σε μια μέρα με 100 παιδιά, γιατί έχει ωράριο σε 4 τμήματα», διευκρίνισε.
«Επομένως εκεί ο κίνδυνος είναι αυξημένος, αν και στην κοινότητα είναι αυξημένος ο κίνδυνος. Δηλαδή αν είναι μια περιοχή που δεν έχει πολλά κρούσματα, τότε παίρνεις άλλου είδους μέτρα. Αν έχεις μια περιοχή με πολλά κρούσματα, πολλά παιδιά ανεμβολίαστα, μικρές αίθουσες και μεγάλα σχολεία, εκεί αλλάζει το πράγμα», εξήγησε.
Για το λόγο αυτό, η κυρία Λινού ξεκαθάρισε ότι οι οδηγίες των ειδικών για το άνοιγμα των σχολείων, αν δεν μπορούν να είναι γενικές, θα πρέπει να είναι εξειδικευμένες για να καλύψουν τις ομάδες που είναι σε υψηλό κίνδυνο, δηλαδή τις υποομάδες των παιδιών σε σχολεία με πάρα πολύ κόσμο, με πολλούς εκπαιδευτικούς και με μικρές αίθουσες.