Κεφαλαιακές ανάγκες 14,4 δισ. στο δυσμενές σενάριο και 4,391 στο βασικό έδειξε το stress test της ΕΚΤ.
Αναλυτικά:
- Alpha Bank: 263 εκατ στο βασικό και 2,743 δισ. στο δυσμενές.
- Eurobank: 339 εκατ. στο βασικό και 2,122 δισ. στο δυσμενές
- Εθνική: 1,576 δισ. στο βασικό 4,6 δισ. στο δυσμενές
- Πειραιώς 2,213 δισ. στο βασικό και 4,933 δισ. στο δυσμενές
Η ανακοίνωση της ΕΚΤ
* Από τη συνολική αξιολόγηση των τεσσάρων σημαντικών ελληνικών τραπεζών προκύπτει συνολική υστέρηση κεφαλαίων ύψους 4,4 δισεκ. ευρώ στο πλαίσιο του βασικού σεναρίου και 14,4 δισεκ. ευρώ στο πλαίσιο του σεναρίου δυσμενών εξελίξεων.
* Η υστέρηση κεφαλαίων περιλαμβάνει προσαρμογές που προέκυψαν από τον έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού ύψους 9,2 δισεκ. ευρώ.
* Οι τράπεζες έχουν διορία έως τις 6 Νοεμβρίου για να υποβάλουν σχέδια κάλυψης των κεφαλαιακών αναγκών με τα οποία θα εξηγούν πώς προτίθενται να καλύψουν την υστέρηση κεφαλαίων.
* Η κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών θα βελτιώσει την ανθεκτικότητα των ισολογισμών των τραπεζών.
Αναλυτικά:
Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ διενήργησε συνολική αξιολόγηση των τεσσάρων σημαντικών ελληνικών τραπεζών (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και Τράπεζα Πειραιώς) σύμφωνα με την απόφαση της συνόδου κορυφής για το ευρώ της 12ης Ιουλίου 2015 και το μνημόνιο συνεννόησης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – ενεργούσης εξ ονόματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) –, της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος που υπογράφηκε στις 19 Αυγούστου 2015.
Στο πλαίσιο της ως άνω αξιολόγησης διενεργήθηκε έλεγχος της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού (Asset Quality Review – AQR) και μια μελλοντικής προοπτικής άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, η οποία περιελάμβανε ένα βασικό σενάριο και ένα σενάριο δυσμενών εξελίξεων, προκειμένου να αξιολογηθούν οι ειδικές ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των επιμέρους τραπεζών στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας.
Ο έλεγχος της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού είχε ως αποτέλεσμα συνολικές προσαρμογές ύψους 9,2 δισεκ. ευρώ όσον αφορά τη λογιστική αξία των στοιχείων ενεργητικού των συμμετεχουσών τραπεζών στις 30 Ιουνίου 2015. Επιπροσθέτως, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (non-performing exposure – NPE) των τεσσάρων τραπεζών αυξήθηκε κατά 7 δισεκ. ευρώ, με τις σχετικές προβλέψεις να έχουν ήδη ληφθεί υπόψη στις ως άνω προσαρμογές που προέκυψαν από τον έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού.
Πέραν των άμεσων προσαρμογών της τρέχουσας λογιστικής αξίας, το αποτέλεσμα του ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού αντανακλάται επίσης στην προβολή για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών σύμφωνα με τα υποθετικά σενάρια που χρησιμοποιήθηκαν στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Συνολικά, από την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στις τέσσερις συμμετέχουσες τράπεζες προέκυψε υστέρηση κεφαλαίων ύψους 4,4 δισεκ. ευρώ σύμφωνα με το βασικό σενάριο και 14,4 δισεκ. ευρώ σύμφωνα με το σενάριο δυσμενών εξελίξεων, συμπεριλαμβανομένων των προσαρμογών που προέκυψαν από τον έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού, μετά από σύγκριση των δεικτών φερεγγυότητας βάσει της προβολής με τα ελάχιστα όρια που είχαν καθοριστεί για την άσκηση.
Οι τέσσερις τράπεζες έχουν διορία έως τις 6 Νοεμβρίου για να υποβάλουν στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ σχέδια κάλυψης των κεφαλαιακών αναγκών με τα οποία θα εξηγούν πώς προτίθενται να καλύψουν την υστέρηση κεφαλαίων. Κατόπιν αυτού θα ξεκινήσει μια διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής η οποία πρέπει να ολοκληρωθεί πριν από το τέλος του έτους. Η κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών μέσω αυξήσεων κεφαλαίων θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κεφαλαιακών αποθεμάτων προληπτικής εποπτείας στις τέσσερις ελληνικές τράπεζες, τα οποία θα βελτιώσουν την ανθεκτικότητα των ισολογισμών τους και τη δυνατότητά τους να αντεπεξέρχονται σε ενδεχόμενες αρνητικές μακροοικονομικές διαταραχές.
Η ανακοίνωση της ΕΚΤ για την Τράπεζα Αττικής
Η Τράπεζα της Ελλάδος διεξήγαγε άσκηση Συνολικής Αξιολόγησης 2015 για την Τράπεζα Αττικής, στο πλαίσιο της αντίστοιχης αξιολόγησης που διενήργησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις τέσσερις ελληνικές Σημαντικές Τράπεζες. Η Τράπεζα της Ελλάδος ακολούθησε τη μεθοδολογία και τη γενικότερη προσέγγιση που εφαρμόστηκε από την ΕΚΤ για τις τέσσερις Σημαντικές Τράπεζες, προκειμένου να επιτευχθεί συνεπής πληροφόρηση και να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση μεταξύ της Τράπεζας Αττικής και των Σημαντικών Τραπεζών.
Η Συνολική Αξιολόγηση περιλαμβάνει δύο συνιστώσες, τον διεξοδικό και λεπτομερή έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού (Asset Quality Review – AQR) και μια άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων με προοπτικό χαρακτήρα (forward-looking Stress Test), με σκοπό την εκτίμηση των κεφαλαιακών αναγκών της Τράπεζας Αττικής. Ο έλεγχος της ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού κατέγραψε επακριβώς την αξία των στοιχείων του ενεργητικού της Τράπεζας Αττικής στις 30 Ιουνίου 2015 και το αποτέλεσμά του χρησίμευσε ως σημείο εκκίνησης για την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων.
Συγκεκριμένα, η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων είχε προοπτικό χαρακτήρα και προσέγγιση από επάνω προς τα κάτω (top down). Διενεργήθηκε για την περίοδο 30 Ιουνίου 2015 – 31 Δεκεμβρίου 2017, με βάση τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από την Τράπεζα Αττικής και ελέγχθηκαν ποιοτικά από την Τράπεζα της Ελλάδος. Σκοπός της άσκησης ήταν να εξεταστεί η ανθεκτικότητα της φερεγγυότητας της Τράπεζας Αττικής σε δύο υποθετικά σενάρια: το βασικό σενάριο, που υποθέτει Δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών CET1 9,5%, και το σενάριο δυσμενών εξελίξεων, που υποθέτει Δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών CET1 8%.
Με βάση τα αποτελέσματα της Συνολικής Αξιολόγησης, η Τράπεζα Αττικής παρουσιάζει υστέρηση ύψους 857 εκατ. ευρώ στο βασικό σενάριο και 1.021 εκατ. ευρώ στο δυσμενές, χωρίς όμως να έχουν προσμετρηθεί οι ενέργειες κεφαλαιακής υποστήριξης της Τράπεζας. Εντός μιας εβδομάδας από την παρούσα ανακοίνωση, η Τράπεζα Αττικής θα υποβάλει στην Τράπεζα της Ελλάδος σχέδιο κεφαλαιακής αναδιάρθρωσης, στο οποίο θα αναφέρει λεπτομερώς με ποιο τρόπο θα καλυφθεί η υστέρηση αυτή. Το σχέδιο θα αξιολογηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, ώστε να προκύψουν οι τελικές κεφαλαιακές ανάγκες και η Τράπεζα Αττικής να προχωρήσει στη διαδικασία αύξησης μετοχικού κεφαλαίου.