H διεκδίκηση, με ρεαλιστικές αξιώσεις, της Χρυσής Αυγής να μπει στο ελληνικό κοινοβούλιο και να χαιρετά ναζιστικά τον Πρόεδρο της νέας βουλής, θέτουν εκ των πραγμάτων ένα εύλογο ερώτημα: Γιατί έχουν τέτοια εντυπωσιακή άνοδο τα άκρα;
Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, πρέπει να γίνουν μερικές βασικές παραδοχές.
Παραδοχή πρώτη: Η Χρυσή Αυγή δεν ιδρύθηκε σήμερα αλλά έχει ενεργή δράση από το 1993. Λέει και κάνει τα ίδια πράγματα από τότε, παραμένοντας όλα αυτά τα χρόνια στα «αζήτητα» και στο περιθώριο. Για την ξαφνική δυναμική που εμφανίζει σήμερα υπεύθυνα είναι τα πολιτικά κόμματα και το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του. Η αποτυχία τους να αρθρώσουν πειστικό λόγο μέσα σε συνθήκες κρίσης, η αναποτελεσματικότητα αλλά και η ανηθικότητα στη διακυβέρνηση, ο παράνομος πλουτισμός ανθρώπων που μπήκαν στην πολιτική «πεινασμένοι» και η εξοργιστική ατολμία τους να δρομολογήσουν τις αναγκαίες προσαρμογές για μια σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία του 21ου αιώνα, λειτούργησαν σωρευτικά ώστε να δημιουργήσουν προνομιακά ακροατήρια. Όταν το πολιτικό σύστημα δυσφημίζει συστηματικά και συνειδητά την έννοια της κοινής λογικής, είναι αναμενόμενο ένας αντιπολιτικός πόλος να εκφράσει την παράνοια.
Παραδοχή δεύτερη: Η ανομία στην διακυβέρνηση υπήρξε διαχρονικά μεγαλύτερο πρόβλημα από την οικονομία. Ή για να ακριβολογούμε η πολιτική ανομία υπέσκαψε τα θεμέλια της οικονομίας, με εγγυημένη την ατιμωρησία. Το πολιτικό σύστημα οριζοντίως «έκανε ό,τι ήθελε» χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Μόνο τις παραμονές κάθε εκλογικής αναμέτρησης γινόταν ένα «πινγκ πονγκ» πολιτικών ευθυνών, προς δικαίωση της διάσημης ρήσης του Μπέρτραντ Ράσσελ: «δημοκρατία είναι η διαδικασία με την οποία διαλέγουμε αυτόν στον οποίο θα ρίξουμε το φταίξιμο». Αυτό που ίσως δεν είχαν υπολογίσει είναι πως σε συνθήκες κρίσης κανείς «δεν βγαίνει λάδι». Οπότε είναι η ιδανική ευκαιρία να βγει κάποιος και να πει «φταίνε όλοι». «Κι όταν λέμε όλοι εννοούμε όλοι» που λέει και μια δημοφιλής αυτό τον καιρό διαφήμιση.
Παραδοχή τρίτη: Η ποιότητα μιας δημοκρατίας είναι ευθέως ανάλογη της ποιότητας των πολιτών της. Δυστυχώς η Μεταπολίτευση δεν εκπαίδευσε πολίτες, εκπαίδευσε πελάτες. Είναι άλλο οι αγανακτισμένοι πολίτες και είναι άλλο οι αγανακτισμένοι πελάτες που εμφορούνται από μια τυφλή οργή και έχουν ως μότο το «γαία πυρί μειχθήτω». Αυτό που ίσως να τους διαφεύγει είναι πως όταν ανάψει η φωτιά, δύσκολα σταματάει στους άλλους και αργά ή γρήγορα θα φτάσει και στη δική τους αυλή.
Το να βγαίνει λοιπόν σύσσωμο το πολιτικό σύστημα και με αφορμή το επεισόδιο με τον Π. Ευθυμίου να κατακεραυνώνει τη Χρυσή Αυγή, είναι μάλλον η καλύτερη πολιτική διαφήμιση που θα μπορούσε να περιμένει ο κ. Μιχαλολιάκος και η παρέα του. Με πιο παραστατικά λόγια: «αυτοί που μόλυναν το νερό, μας λένε τώρα πως δεν πίνεται».
Η αντίδραση των πολιτικών κομμάτων θα είχε αληθινό νόημα, μόνο στο βαθμό που συνοδευόταν από την αναγκαία αυτοκριτική αλλά αυτή δυστυχώς δεν υπήρξε. Η αυτοκριτική θέλει θάρρος και το πολιτικό σύστημα δεν το’ χει.
Το μόνο λοιπόν που του απομένει είναι να κάνει debate για το εάν πρέπει να μπει ή όχι, η Χρυσή Αυγή στη βουλή. Οι πιο «καθωσπρέπει» λένε «όχι», διότι σκέφτονται τι θα έχουν να τραβήξουν. Οι πιο «πονηροί» όμως σκέφτονται «γιατί όχι;», επικαλούμενοι το πείραμα «Βορίδη» και βέβαιοι πως το πολιτικό σύστημα θα βρει τον τρόπο να τους κάνει «ίδιους».
Το πολιτικό σύστημα αποδεικνύει για άλλη μια φορά τη συνήθειά του να κάνει μονίμως το λάθος debate. Διότι το σωστό debate για τη Χρυσή Αυγή δεν είναι πλέον «να μπει ή να μην μπει», αλλά τι θα πράξουν οι υπόλοιποι για να μην αρχίσουν να κυκλοφορούν στους ελληνικούς δρόμους, άνθρωποι με ραμμένα αστέρια στα ρούχα τους.