Γράφει ο Όμηρος Τσάπαλος
Follow @OmirosTsapalos
Σήμερα όλοι οι Έλληνες γιορτάζουν. Γιορτάζουν την έναρξη ενός πολέμου που για αυτούς που μπήκαν στα τρένα για το μέτωπο δεν ήταν γνωστή η κατάληξη του. Τα φιλμ της εποχής που δείχνουν τους Έλληνες στρατιώτες να χαιρετούν με χαμόγελα τις οικογένειες τους στον Σταθμό, δεν ήταν προϊόν προπαγάνδας αλλά αυθόρμητη έκφραση του λαού απέναντι σε έναν κίνδυνο που ούτε την έκταση του ήξερε ούτε τις απώλειες που αυτός θα προκαλούσε.
Οι Έλληνες είχαν την αισιοδοξία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους όταν ξεκίνησε ο πόλεμος. Και με την ίδια αισιοδοξία τον άφησαν πίσω τους, 3,5 χρόνια μετά. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους και πανηγύριζαν για το τέλος μιας περιπέτειας που άφησε πίσω της εκατομμύρια νεκρούς και μια χώρα καθημαγμένη. Είχαν όμως ελπίδα για αυτό που θα έλθει. Ήταν σίγουροι ότι αυτό που θα ζήσουν θα ήταν καλύτερο από αυτό που ήθελαν να ξεχάσουν μια για πάντα.
Με την παρένθεση της πιο σκοτεινής και ακόμα πιο καταστροφικής περιόδου της μεταπολεμικής Ελλάδος, του Εμφυλίου Πολέμου, οι Έλληνες συνέχισαν να κρατούν την φλόγα της αισιοδοξίας αναμμένη και στα πρώτα χρόνια της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας. Για κάτι περισσότερο από μια δεκαετία, από τις αρχές της δεκαετίας του 50’ μέχρι και τα μέσα του 60’, οι Έλληνες μεγαλούργησαν ανοικοδομώντας μια χώρα ερειπίων και παραδίδοντας μιας χώρα έτοιμη να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια και να αποτελέσει παράδειγμα οικονομικής και κοινωνικής ανάταξης για όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου. Οι Έλληνες πέτυχαν να μετατρέψουν την ελπίδα σε συλλογικό εθνικό όραμα. Και την όρεξη για δημιουργία σε ανάπτυξη και ραγδαία βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου.
Αυτό το οικονομικό και κοινωνικό θαύμα συνεχίστηκε και μετά τα πέτρινα χρόνια της δικτατορίας. Καμία νεότερη γενιά Ελλήνων δεν ζούσε χειρότερα από την προηγούμενη. Κανένας νέος Έλληνας δεν είχε το δικαίωμα να παραπονεθεί για το ότι ο πατέρας ή ο παππούς του έζησε καλύτερα από αυτόν. Σίγα-σίγα όμως, αυτή η λαχτάρα για δημιουργία άρχιζε να φθίνει καθώς η κατάσταση της συνεχούς ανάπτυξης άρχιζε να δημιουργεί την αίσθηση μιας δεδομένης πραγματικότητας. Ολοένα και μεγαλύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας μεταφέρονταν από το επίπεδο της δημιουργίας στο επίπεδο της ανάγκης για… αποκατάσταση αυτών και των οικογενειών τους. Η ανάγκη δημιούργησε και το αντίστοιχο πολιτικό προσωπικό που θα την εκπλήρωνε. Και ο φαύλος κύκλος άρχισε σιγά σιγά να σχηματοποιείται, να γεννά τα πρώτα αρνητικά αποτελέσματα στην οικονομία και να μετατρέπει την κοινωνία από παραγωγό ιδεών και πλούτου σε καταναλωτή μηνυμάτων και εμπορευμάτων. Το όραμα ξέφτισε και μαζί του ξεχάστηκαν και οι πρώτες ύλες της μεγαλοσύνης των Ελλήνων.
Και έτσι φτάνουμε στο σήμερα, για την ακρίβεια στην τελευταία πενταετία. Αυτή η κεκτημένη ταχύτητα της οικονομικής ανόδου της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων βρήκε πάνω στον τοίχο της πραγματικότητας που ο φαύλος κύκλος δημιούργησε. Μόνο που τώρα η αίσθηση της συλλογικότητας και της κοινής ευθύνης για να μπορέσουμε να βγούμε από το τέλμα δεν υπάρχει. Αυτή η αίσθηση ότι «άλλοι φταίνε για την σημερινή μας κατάσταση και όχι εμείς» είναι που διακρίνει την περίοδο που διανύουμε από τις προηγούμενες του παρελθόντος. Ο φαύλος κύκλος της ηθικής και κοινωνικής παρακμής μας έφερε στα πρόθυρα της εθνικής εξαθλίωσης και όλοι μαζί (και ο καθένας ξεχωριστά) ψάχνουμε, χωρίς πυξίδα, τον τρόπο για να βγούμε από το αδιέξοδο.
Το έπος του 40’ μας διδάσκει ενότητα, εθνική αλληλεγγύη, παραμερισμό των διαφορών μας με στόχο την επίτευξη του κοινού σκοπού που ήταν η επιβίωση και η εθνική ανεξαρτησία. Μας διδάσκει αυτά ακριβώς τα στοιχεία που φροντίζουμε επιμελώς να τα αποφεύγουμε σήμερα. Ζητούμενο για εμάς είναι η ενότητα να επικρατήσει της διαίρεσης καθώς βρισκόμαστε σε έναν ιδιότυπο οικονομικό πόλεμο από τον οποίο καλούμαστε να βγούμε αλώβητοι και αν γίνεται και καλύτεροι. Αυτό δεν θα γίνει χωρίς συναίσθηση των προβλημάτων και χωρίς την επίγνωση οτι σφάλαμε πολύ στο παρελθόν εις βάρος του μέλλοντος μας. Και σίγουρα δεν θα γίνει αν δεν δημιουργήσουμε από κοινού ένα όραμα ελπίδας για το πώς θέλουμε να δούμε την πατρίδα μας να μεγαλουργεί τα επόμενα χρόνια.
Το έπος του 40’ μας δείχνει τον τρόπο. Εμείς ας βρούμε τον δρόμο της αξιοσύνης τιμώντας με τις πράξεις μας αυτούς που πολέμησαν για να είμαστε σήμερα υπερήφανοι…