Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπαλτάς
Με ευθύνη και ημών των δημοασιγράφων συμπεριλαμβανομένου ακόμη και των πιο έγκριτων διεθνών μέσων, η ουκρανική κρίση και ο πόλεμος ανάμεσα στους αυτονομιστές της ανατολικής Ουκρανίας και του Ουκρανικού κράτους, παρουσιάζεται πάντα ως κρίση ανάμεσα στην φιλοαμερικανική και φιλοευρωπαική Ουκρανία και την ανταγωνίστρια Ρωσία.
Συστηματικά αυτοί τους οποίους διαρκώς ονομάζουν φιλορώσους αυτονομιστές δεν ακούγονται και δεν καταγράφεται η δική τους φωνή σχετικά με την Ουκρανική κρίση και το “ειδικό καθεστώς” του Ντονμπάς στην Ανατολική Ουκρανία.
Τι έχει λοιπόν να πει ένας Ρώσος που πήγε στην Ανατολική Ουκρανία για να πολεμήσει στο πλευρό των αυτονομιστών. Η ομολογία του στο τηλεοπτικό δίκτυο ΑΝΝΑ είναι αποκαλυπτική.
«Είμαι από τη Μόσχα. Ζούσα μια ήσυχη ζωή, μεγάλωνα τα παιδιά μου, έβγαζα το ψωμί μου. Κάποια στιγμή η Ουκρανία έζησε το Μαϊντάν. Στην αρχή παρατηρούσα τις εξελίξεις κριτικά, προσπαθούσα να καταλάβω ποιος πληρώνει για αυτό, ποιος βρίσκεται πίσω από αυτό. Και μετά, όταν στο Ντονμπάς αυτοί (σ.σ. ο ουκρανικός στρατός και τα φασιστικά εθελοντικά τάγματα εφόδου) άρχισαν να σκοτώνουν ανθρώπους, τότε κατάλαβα ότι έπρεπε να βοηθήσω.
Δεν βρισκόμαστε καθόλου σε πόλεμο με την Ουκρανία εδώ πέρα. Δε θα αφήσω τους ξεπουλημένους «ήρωες» να κολακεύουν τους εαυτούς τους. Βρισκόμαστε σε πόλεμο με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Για να γίνω πιο ακριβής, με την αμερικάνικη χρηματιστική ελίτ. Αυτή η ελίτ είναι που κινεί τα νήματα εδώ. Από εδώ, ο πόλεμος θα πάει είτε προς τη Δύση, είτε προς την Ανατολή. Το πού ακριβώς στην Ανατολή μπορείτε να το καταλάβετε. Το πού ακριβώς στη Δύση μπορείτε επίσης να το καταλάβετε. Δεν τον θέλω αυτόν τον πόλεμο, αφανίζει τους ντόπιους πολίτες από την πατρίδα τους – δε θέλω να έρθει στη δική μου χώρα. Έτσι όπως πάνε τα πράγματα, θα προτιμούσα πολύ περισσότερο να φέρω τον πόλεμο σε αυτούς που τον ξεκίνησαν.
Βρέθηκα εδώ αφού συνάντησα κάποιον που συντόνιζε την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας από τη Ρωσία στο Ντονμπάς. Το Νοέμβρη του 2014, μαζί με αυτόν και με άλλους εθελοντές, ήρθαμε στη Νοβορωσία. Βρισκόμαστε εδώ ένα χρόνο.»