Ο Μουχάμαντ Γιουνούς, ο πρωτοπόρος του κινήματος της μικροπίστωσης και βραβευμένος με το Νόμπελ Ειρήνης, συμφώνησε με το αίτημα των φοιτητών που ηγήθηκαν του κύματος των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στο Μπανγκλαντές να αναλάβει την ηγεσία της προσωρινής κυβέρνησης που θα σχηματισθεί μετά την παραίτηση και φυγή της πρωθυπουργού Σέιχ Χασίνα.
Πολιτικός εχθρός της Σέιχ Χασίνα, γνωστός ως «τραπεζίτης των φτωχών», ο Μουχάμαντ Γιουνούς και η Grameen Bank που ίδρυσε το 1983 βραβεύθηκαν με το Νόμπελ Ειρήνης 2006 διότι βοήθησαν εκατομμύρια ανθρώπους να βγουν από την φτώχεια με την παροχή μικρών δανείων ύψους κάτω των 100 δολαρίων προς φτωχούς αγρότες που δεν είχαν πρόσβαση στις συστημικές τράπεζες.
Εκτοτε, το μοντέλο αυτό των μικροπιστώσεων έχει γίνει πηγή έμπνευσης για την εκπόνηση αντίστοιχων προγραμμάτων στον κόσμο, ακόμη και σε ανεπτυγμένες χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο Γιουνούς έχει ιδρύσει το μη κερδοσκοπικό ίδρυμα Grameen America.
Με δεδομένη την επιτυχία του, ο Μουχάμαντ Γιουνούς, 84 ετών σήμερα, φλέρταρε κάποιο διάστημα με την ιδέα της πολιτικής καριέρας και ίδρυσε κόμμα το 2007. Αλλά οι φιλοδοξίες του προκάλεσαν την οργή της Χασίνα που τον κατηγόρησε ότι «ρουφά το αίμα των φτωχών».
Τότε, επικριτές του στο Μπανγκλαντές και αλλού υποστήριζαν ότι οι μικροδανειστές χρεώνουν υπερβολικά υψηλά επιτόκια και βγάζουν χρήματα από τους φτωχούς. Αλλά ο Γιουνούς απαντούσε ότι τα επιτόκια είναι πολύ πολύ χαμηλότερα από τα επιτόκια των τραπεζών στις αναπτυσσόμενες χώρες ή από το 300% που πολλές φορές ζητούν οι καρχαρίες τοκογλύφοι.
Το 2011, η κυβέρνηση της Σέιχ Χασίνα τον απομάκρυνε από την διεύθυνση της Grameen Bank, με την αιτιολογία ότι στα 73 του χρόνια είχε παραμείνει στο πόστο για πολλά χρόνια μετά την ηλικία συνταξιοδότησης, τα 60 χρόνια.
Χιλιάδες πολίτες του Μπανγκλαντές σχημάτισαν τότε ανθρώπινη αλυσίδα για να διαμαρτυρηθούν από την απόλυση.
Τον Ιανουάριο, ο Γιουνούς καταδικάσθηκε σε φυλάκιση έξι μηνών για παραβιάσεις του εργατικού δικαίου. Ο ίδιος και 13 άλλοι καταδικάσθηκαν από δικαστήριο του Μπανγκλαντές για υπεξαίρεση 252,2 εκατομμυρίων τάκα (2 εκατομμυρίων δολαρίων) από το ταμείο προνοίας εταιρείας τηλεπικοινωνιών που ο ίδιος είχε ιδρύσει.
Ο Μουχάμαντ Γιουνούς αντιμετωπίζει σειρά άλλων δικαστικών διώξεων και επαναλαμβάνει ότι οι κατηγορίες είναι κατασκευασμένες.
«Στο Μπανγκλαντές δεν έχει μείνει καθόλου πολιτική ζωή. Υπάρχει μόνο ένα κόμμα και έχει στην κατοχή του τα πάντα, κάνει τα πάντα, χειρίζεται τις εκλογές όπως θέλει».
Στο ινδικό δίκτυο Times Now δήλωσε ότι η χθεσινή ημέρα φυγής της Χασίνα είναι «η δεύτερη ημέρα απελευθέρωσης» του Μπανγκλαντές μετά το 1971 και τον πόλεμο ανεξαρτησίας από το Πακιστάν.
Ο Μουχάμαντ Γιουνούς βρίσκεται στο Παρίσι για ιατρική επέμβαση ρουτίνας και όπως δήλωσε ο εκπρόσωπός του αποδέχεται το αίτημα των φοιτητών να τεθεί επικεφαλής της προσωρινής κυβέρνησης και θα επιστρέψει στην πατρίδα του αμέσως μετά την ολοκλήρωσή της.
Ο Γιουνούς ήταν καθηγητής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Τσιταγκόνγκ όταν ο λιμός χτύπησε το Μπανγκλαντές το 1974, σκοτώνοντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και δημιουργώντας του την ανάγκη να αναζητήσει τρόπους για να βοηθήσει τον εξαθλιωμένο αγροτικό πληθυσμό της χώρας.
Η ευκαιρία αυτή εμφανίσθηκε όταν ο Γιουνούς συνάντησε μία γυναίκα σε χωριό κοντά στο πανεπιστήμιο που είχε δανειστεί χρήματα από τοκοφλύφο. Το ποσόν ήταν μικρότερο του ενός δολαρίου και σε αντάλλαγμα ο δανειστής είχε αποκτήσει το αποκλειστικό δικαίωμα να αγοράζει όλη της την παραγωγή σε τιμή που θα καθόριζε ο ίδιος.
«Για μένα αυτός είναι ένας τρόπος για την στρατολόγηση σκλάβων εργατών», δήλωσε ο Γιουνούς κατά την ομιλία του στην τελετή βράβευσής του με το Νόμπελ. Βρήκε 42 ανθρώπους που είχαν δανειστεί από κοινού 27 δολάρια από δανειστή και τους έδωσε ο ίδιος το ποσόν. Η επιτυχία του εγχειρήματος τον ώθησε να κάνει περισσότερα και να αντιμετωπίσει την πίστωση ως θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα.
«Οταν έδωσα τα δάνεια, εξεπλάγην από τα αποτελέσματα. Οι φτωχοί αποπλήρωναν τα δάνεια εμπροθέσμως πάντα».
ΑΠΕ-ΜΠΕ-Reuters
Ντάκα, Μπανγκλαντές