Γράφει ο Ceteris Paribus
Όσοι άκουσαν τον Αλέξη Τσίπρα στην πρόσφατη συνέντευξη Τύπου στον ΑΝΤ1 να αποκαλεί την κ. Μέρκελ «ανοιχτόμυαλη» πολιτικό και τον κ. Σόιμπλε «σοβαρό και σεβαστό», δεν πρέπει να παρασυρθούν και να βγάλουν λάθος συμπεράσματα. Οι σχέσεις με τον γερμανικό παράγοντα δεν είναι καθόλου καλές, ενώ αντίθετα οι σχέσεις με τους ιθύνοντες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού (διοίκηση Τραμπ αλλά και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) βαίνουν βελτιούμενες.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, στην κυβέρνηση θεωρούν πλέον «κύρια απειλή» όχι τις υπερβολικές απαιτήσεις του Ταμείου για μέτρα, αλλά την προσχηματική αξιοποίηση αυτών των απαιτήσεων από την πλευρά του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, παράλληλα με τη «διαρκή ανταρσία» που θεωρούν ότι οργανώνει κατά της κυβέρνησης το «γερμανικό κόμμα» στην Ελλάδα.
Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούν ότι βασική αρνητική εξέλιξη θα ήταν να απομείνει η συμφωνία «ημιτελής» και μεταβατική, συντηρώντας όλα τα σενάρια και τις πιθανότητες να επανέλθει η κρίση με το τέλος του ισχύοντος υπάρχοντος προγράμματος το 2018 ή στην πρώτη πρόσφορη ευκαιρία. Στο Μαξίμου δεν ξεχνούν ότι σε λίγους μόλις μήνες ύστερα από τη συμφωνία του Αυγούστου 2015 η κρίση στις σχέσεις με τους δανειστές επανήλθε δριμεία με αφορμή την πρώτη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος.
Κίνδυνος πρώτος, η «ημιτελής» συμφωνία
Στην κυβέρνηση γνωρίζουν πολύ καλά ότι το deal μεταξύ Γερμανίας και ΔΝΤ είναι «μεταβατικό» και μικρής χρονικής ισχύος. Μια αμοιβαία επωφελής «συμφωνία κυρίων» με την οποία και οι δύο πλευρές κερδίζουν χρόνο: η μεν γερμανική ηγεσία ώστε να μην υπάρξουν αχρείαστα εμπόδια στο δρόμο προς τις γερμανικές εκλογές, το δε ΔΝΤ ώστε να αποφευχθεί εξαιτίας αυτού του λόγου μια μείζων ευρωπαϊκή -και ενδεχομένως διεθνής- αναταραχή.
Εξαγγέλλοντας ότι στις αρχές Ιουνίου θα επικαιροποιήσει και ξεκαθαρίσει δεσμευτικά τους όρους και τις προϋποθέσεις ώστε να συμμετέχει στο εξής σε προγράμματα στήριξης ευρωπαϊκών χωρών-μελών, το Ταμείο ουσιαστικά δηλώνει ότι είναι η τελευταία φορά που κάνει «σκόντο» στις απαιτήσεις του καταστατικού του για τις προϋποθέσεις συμμετοχής του σε πρόγραμμα. Ακριβώς γι’ αυτό, ο κ. Σόιμπλε επισπεύδει τη μετατροπή του ESM σε «ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο».
Όλα αυτά οδηγούν σε μια συμφωνία «ημιτελή». Από την οποία απουσιάζει, τουλάχιστον σε «πρώτο χρόνο» η λύση για το χρέος. Με αποτέλεσμα να είναι εντελώς αμφίβολη και η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Από τα στελέχη της κυβέρνησης δεν διέφυγε η… εκκωφαντική «λεπτομέρεια» ότι ο Σόιμπλε ήθελε, χωρίς χειροπιαστό πακέτο μέτρων για το χρέος, όχι μόνο ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE, αλλά και γρήγορη έξοδο στις αγορές.
Και μόνο τυχαίο δεν είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας, στις πυκνές συνεντεύξεις και δηλώσεις του ύστερα από το κλείσιμο της συμφωνίας, αφενός παραδέχθηκε ότι πρόκειται για συμφωνία χωρίς συμφωνία για το χρέος και αφετέρου δεν φάνηκε «ορεξάτος» για γρήγορη έξοδο της Ελλάδας στις αγορές («θα δούμε…» ήταν η σχετική δήλωσή του).
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη «φιλοσοφία» και γι’ αυτό στην κυβέρνηση γνωρίζουν πολύ καλά ότι χωρίς «χειροπιαστή» δέσμη μέτρων για το χρέος και επομένως χωρίς ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE, δεν θα επανέλθουν με πλήρη τρόπο οι διεθνείς εγγυήσεις για την ελληνική οικονομία, η αβεβαιότητα θα παραμείνει (έστω χωρίς «δραματικές» αποχρώσεις»), οι ξένες επενδύσεις δεν θα έρθουν και γενικά η ελληνική οικονομία δεν θα βγει σε «ξέφωτο».
Υπ’ αυτούς τους όρους, αναπόφευκτα και η ελληνική κυβέρνηση δεν θα βγει σε «ξέφωτο», παρότι με το κλείσιμο της συμφωνίας αποφεύγει αυτονόητα μια άμεση κρίση και κερδίζει αδιαμφισβήτητα πολιτικό χρόνο. Θα υφίσταται τις δημοσκοπικές και ευρύτερα πολιτικές συνέπειες της εφαρμογής των μέτρων χωρίς να μπορεί να ανακάμψει αποφασιστικά. Από ένα σημείο και ύστερα, θα ψάχνει για το βέλτιστο χρόνο για τη διεξαγωγή των εκλογών, αλλά γνωρίζοντας ότι διάφορα κέντρα που θα θέλουν να την πετάξουν σαν «στυμμένη λεμονόκουπα» έχουν πολλούς τρόπους για να της στερήσουν ακόμη και αυτή την επιλογή…
Έτσι, έχουμε αλλαγή συγκυρίας στις συμμαχίες (εντός ή εκτός εισαγωγικών) στο «τρίγωνο» ελληνική κυβέρνηση – ΔΝΤ – ευρωπαϊκή τρόικα (περιλαμβανομένων και προφανών αντιθέσεων εντός και της ευρωπαϊκής τρόικας), που μπορεί να αποδειχθεί σημαντική. Η ελληνική κυβέρνηση, έχοντας πλέον βασικό στόχο την ολοκλήρωση της συμφωνίας με τα μέτρα για το χρέος (και ό,τι αυτό συνεπάγεται), έχει αντικειμενικά συμμάχους σε αυτό τόσο το ΔΝΤ (που θα περιμένει επίσης τις γερμανικές εκλογές για να επανέλθει στις απιτήσεις για ελάφρυνση του χρέους) όσο και τις Βρυξέλλες (που γνωρίζουν ότι οι «αγριάδες» με την Ελλάδα είναι προοίμιο για μελλοντικές «αγριάδες» και απέναντι σε άλλους) και τον κ. Ντράγκι (που απαιτώντας σαφή μέτρα για το χρέος ώστε να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο QE, πιέζει με τον δικό του τρόπο τον Σόιμπλε) – και βασικό αντίπαλο τον κ. Σόιμπλε. Και είναι προφανές ότι το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών είναι εντελώς κρίσιμο για να εκτιμηθεί η δύναμη που θα έχει ύστερα απ’ αυτές ο κ. Σόιμπλε και ό,τι αυτός εκπροσωπεί στη γερμανική πολιτική.
Κίνδυνος δεύτερος, το «γερμανικό κόμμα» στην Ελλάδα
Στην κυβέρνηση εκτιμούν ότι για όσο διάστημα η συμφωνία παραμένει «ημιτελής», δεν θα δέχεται μόνο την πίεση από τον κ. Σόιμπλε, αλλά και την πίεση από τους μηχανισμούς του «γερμανικού κόμματος» στην Ελλάδα. Έτσι ονομάζουν πλέον στελέχη του κυβερνητικού κόμματος και της κυβέρνησης ένα «κύκλωμα» πολιτικών και τραπεζικών στελεχών που «επείγεται» να απομακρυνθεί η κυβέρνηση και να παλινορθωθεί το «παλαιό καθεστώς». Ταυτίζουν το «κύκλωμα» αυτό κατ’ αρχάς με το «βαθύ κράτος του σημιτικού ΠΑΣΟΚ», εδρασμένο ιδιαίτερα στις τράπεζες, όπου σε συμμαχία με κύκλους της ΕΚΤ έχει υπονομεύσει σε σημαντικό βαθμό τις κυβερνητικές προσβάσεις και θέτει διαρκώς προσκόμματα στα κυβερνητικά σχέδια.
Σαν δεύτερο «πόδι» του «γερμανικού κόμματος» στοχοποιείται η επιρροή Βενιζέλου στο ΠΑΣΟΚ («Δημοκρατική Συμπαράταξη»), αποδίδοντας την πιο πρόσφατη κρίση (η οποία οδήγησε τη Φώφη Γεννηματά να αμυνθεί με διάλυση των οργάνων και εξαγγελία έκτακτου συνεδρίου) σε «ανταρσία» στελεχών που σχετίζονται άμεσα με τον πρώην υπουργό. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρείται ότι μόνο τυχαία δεν είναι η «επιστράτευση» του Κώστα Σημίτη στη μάχη ενάντια στην κυβέρνηση με τις πρόσφατες δηλώσεις του.
Στην κυβέρνηση θεωρούν ότι πολλά στελέχη αυτού του «κυκλώματος» θα βρεθούν εξαιρετικά εκτεθειμένα από την πρόοδο των ερευνών σε υποθέσεις όπως της Siemens, της Novartis, της εξεταστικής για την υγεία, της υπόθεσης Παπαντωνίου κ.λπ., που όλες σχετίζονται με ζητήματα που εμπλέκουν δουλειές εταιρειών γερμανικών συμφερόντων στην Ελλάδα – εξ ου και το παρατσούκλι «γερμανικό κόμμα». Εμφανίζονται μάλιστα πρόθυμοι να επεκτείνουν το «μέτωπο» τέτοιων υποθέσεων ανοίγοντας καινούργιες, θεωρώντας το σαν «νόμιμη άμυνα» απέναντι στην υπονομευτική για την κυβέρνηση δραστηριότητα αυτών των στελεχών.
Ακόμη και η διαφαινόμενη αποφυλάκιση του Άκη Τσοχατζόπουλου, δεν θεωρείται τυχαία τη δεδομένη στιγμή – πολλοί εκτιμούν ότι, ελεύθερος πλέον, θα μπορεί να μιλάει εξίσου ελεύθερα…
Στην κυβέρνηση εκτιμούν πως σε περίπτωση εμπλοκής στη διαπραγμάτευση υπήρχε σχέδιο για δημιουργία σκηνικού κρίσης, ανατροπή της κυβέρνησης και αντικατάστασή της από μεταβατική «οικουμενική» κυβέρνηση χωρίς Τσίπρα πρωθυπουργό, με περιθωριοποίηση και πιθανότατα διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ.
Η μάχη ενάντια στο «γερμανικό κόμμα» θα είναι αναντικατάστατο στοιχείο ενός γενικότερου σχεδίου κυβερνητικής ανάκαμψης. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που απαιτεί ένα άλλο άρθρο…