O Βίλεμ ντε Κούνινγκ (Willem de Kooning) πέθανε στις 19 Μαρτίου του 1997 στα 92 του χρόνια. «Με τον θάνατο του Ντε Κούνινγκ, ο σχεδόν πλήρως εκγουορχολισμένος κόσμος της τέχνης στην Αμερική χάνει μια ζωτική σχέση με την τέχνη των παλαιών μετρ. Δείτε τα έργα του Ντε Κούνινγκ και θα ανακαλύψετε ίχνη του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα την παλέτα του οποίου μιμήθηκε συνειδητά και του Φρανς Χαλς, του οποίου η ευαίσθητη πινελιά ταίριαζε στον Ντε Κούνινγκ», έγραφε το Newstime την ημέρα του θανάτου του.
Γεννήθηκε στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας το 1904 και όταν ήταν μόλις πέντε ετών η μητέρα του –μία δυναμική γκαρσόνα- χώρισε τον πατέρα του, γεγονός που υπήρξε η αφορμή για τις διάφορες ψυχαναλυτικές ερμηνείες των περίφημων Γυναικών που ζωγράφισε ο Ντε Κούνινγκ και που τον έκαναν διάσημο.
Μετά τις σπουδές τέχνης στη γενέτειρά του, ο 22χρονος Βίλεμ πήρε την απόφαση να αναζητήσει την τύχη του στην Αμερική. Το 1926, φτάνει στη Νέα Υόρκη όπου για πολλά χρόνια αγωνίζεται κυριολεκτικά για την επιβίωση. Αργότερα δούλεψε ως διακοσμητής. Έφτασε σε ηλικία 40 ετών για να κάνει την πρώτη του έκθεση, το 1944.
Δίδαξε για ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι δεν ήταν προορισμένος για την ακαδημαϊκή ενασχόληση.
Οι φήμες τον θέλουν ερωτικό, άνθρωπο της παρέας και δοσμένο στην τέχνη του. Το 1943 παντρεύεται με μια νεαρή ζωγράφο, την Ιλέιν Φράιντ, η οποία ωστόσο δεν άντεξε για πολύ τα θρυλικά μεθύσια του συζύγου της. Ωστόσο, απέκτησε μία κόρη, την Λίζα, με απέκτησε με την ερωμένη του Τζόαν Γουόρντ όταν πια είχε φτάσει στα 52. Αλλά από την Ιλέιν, δεν πήρε ποτέ διαζύγιο.
Ο Ντε Κούνινγκ πλήττεται από τη νόσο του Αλτσχάιμερ όμως συνεχίζει να ζωγραφίζει αν και πολλοί είναι εκείνοι που αμφισβητούν την εκπροσώπηση του ιδίου στα τελευταία του έργα που θεωρείται ότι φιλοτεχνήθηκαν από μαθητές και βοηθούς του.
«Αμερικανικός αφηρημένος εξπρεσιονισμός»
Ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός είναι το τελευταίο ρεύμα του μοντερνισμού που πέθανε στην Αμερική τη δεκαετία του ’60 ύστερα από 100 χρόνια ζωής. Ο μοντερνισμός, όπως ονομάστηκε λόγω της επαναστατικής-ανανεωτικής περιόδου που εγκαινίασε στην τέχνη, αντικατέστησε το αναγεννησιακό πρότυπο βάζοντας στη θέση του νέες επαναστατικές αρχές όπως ότι η τέχνη αναφέρεται στον εαυτό της, αντικείμενό της είναι η μορφή, τα υλικά και η διαδικασία προς τον καθορισμό της μορφής έχουν ισότιμο ρόλο στο πεδίο, μέσα για την επίτευξη του στόχου είναι η επίπεδη απεικόνιση στη ζωγραφική και η υφή του υλικού στη γλυπτική, η παραμόρφωση και η διάσπαση της μορφής και στις δύο τέχνες.
Από το 1945 ως τις αρχές της δεκαετίας του ’60 η παγκόσμια καλλιτεχνική σκηνή κυριαρχείται από την αμερικανική καλλιτεχνική σκηνή όπου ανθίζει η εκδοχή του μοντερνισμού, που ονομάστηκε «αφηρημένος εξπρεσιονισμός».
Πρόκειται για το έργο των καλλιτεχνών της σχολής της Νέας Υόρκης που είναι ευρύτερα γνωστό με όρο «Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός», δανεισμένου από δύο ρεύματα του προπολεμικού ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Από τη μία από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και από την άλλη τις καθαρά αφηρημένες τάσεις άλλων σύγχρονων κινημάτων όπως του φουτουρισμού ή του κυβισμού. Όμως, από πολλούς θεωρείται πως ο κύριος προκάτοχός του είναι ο υπερρεαλισμός, λόγω της έμφασής του στην αυθόρμητη, αυτόματη ή υποσυνείδητη έκφραση. Η τεχνική του πολλές φορές περιγράφεται και με τον όρο action painting, που θα μπορούσε να μεταφραστεί ως ζωγραφική της δράσης. Πάντως, στον ορισμό αυτό εντάσσονται ετερόκλιτοι καλλιτέχνες, όπως άλλωστε είναι οι τρεις σημαντικότεροι εκπρόσωποι του «Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού», οι Τζάκσον Πόλοκ, Βίλεμ ντε Κούνινγκ και Μαρκ Ρόθκο.
Ο ντε Κούνινγκ υπήρξε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του, χωρίς ποτέ να φτάσει στις αφαιρετικές αιχμές του Πόλοκ. Το 1950 ξεκινά να ερευνά ενδελεχώς την γυναικεία μορφή. Το καλοκαίρι αυτού του έτους ξεκινά την διάσημη «Woman I», που βρίσκεται στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, έργο που μετά από αμέτρητες παραμορφώσεις, ανάγλυφες στο τελικό έργο,ολοκληρώθηκε το 1952.
Αυτή την περίοδο, ζωγράφισε μορφές γυναικών, οι οποίες προκάλεσαν φοβερή αίσθηση εν μέρει λόγω της απεικονιστικής τους τεχνοτροπίας σε αντίθεση με την αφαιρετικότητα των αφηρημένων εξπρεσιονιστών αλλά κυρίως λόγω της φαντασίας που διέθεταν.
Αγριεμένες πινελιές και έντονα χρώματα σε συνδυασμό με εικόνες επιθετικών δοντιών, κρεμασμένων μαστών, γουρλωμένων ματιών και εκρηγνυόμενων θραυσμάτων αποκαλύπτουν μία φαινομενικά αρμονική γυναίκα και έτσι κάποιους από τους χειρότερους σεξουαλικούς φόβους του σύγχρονου ανθρώπου.
Το «The Woman II» έως το “The Woman VI” (1952–53) είναι όλα παραλλαγές αυτού του θέματος, όπως και το «Woman and Bicycle».
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο ντε Κούνινγκ μπαίνει σε μια νέα φάση σχεδόν καθαρών αφαιρέσεων περισσότερο σε σύνδεση με το φυσικό τοπίο.
Επίσης, υπήρξε και γλύπτης: «Γυναίκα καθισμένη σε παγκάκι» (Seated Woman on a Bench), χάλκινο του 1972.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έπασχε από Αλτσχάιμερ.