Οταν ο Βίλχεμ Ρέντγκεν είδε ένα βράδυ στο εργαστήριό του τα οστά του χεριού του, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Αν και εκείνη τη στιγμή δεν το συνειδητοποιούσε μόλις είχε κάνει μία από τις μεγαλύτερες ιατρικές ανακαλύψεις, τις ακτίνες Χ. Αλλά ο ίδιος ήταν ίσως ο μόνος που δεν επωφελήθηκε από αυτή.
Ηταν στα τέλη του 1895, όταν ο Γερμανός φυσικός ετοιμαζόταν να ξεκινήσει ένα πείραμα για την ηλεκτρική αγωγιμότητα των αερίων, που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές εκείνη την εποχή. Στο σκοτεινό εργαστήριό του, κάλυψε τον σωλήνα κενού με μαύρο χαρτόνι, για να καλύψει τη λάμψη από τις δέσμες των ηλεκτρονίων, αλλά παρατήρησε μία ακτίνα φωτός στην φθορίζουσα οθόνη, στην άλλη άκρη του δωματίου.
Παραξενεύτηκε και έβαλε ένα κομμάτι μαύρο χαρτόνι ανάμεσα στην οθόνη και τον σωλήνα, μετά άλλο ένα, μετά ένα βιβλίο 1.000 σελίδων, μετά ένα ξύλινο ράφι που είχε πάχος πάνω από 2,5 εκατοστά, σύμφωνα με το Physics Today. Η ακτίνα φωτός όμως φαινόταν ακόμη. Κάποια στιγμή, κράτησε ένα μικρό δίσκο μόλυβδου και είδε κάτι τρομακτικό στην οθόνη. Το σκοτεινό σχήμα του δίσκου, μαζί με το περίγραμμα των οστών του χεριού του.
Εκείνο το βράδυ, ο Ρέντγκεν άργησε να καθίσει στο οικογενειακό τραπέζι για δείπνο. Οταν εμφανίστηκε, δεν μιλούσε, έφαγε ελάχιστα και έφυγε σύντομα για να επιστρέψει στο εργαστήριό του. Φοβόταν ότι μπορεί να τα είχε φανταστεί όλα αυτά, αλλά με επιφυλακτικότητα είπε τα πάντα σε ένα φίλο του.
«Ανακάλυψα κάτι ενδιαφέρον, αλλά δεν ξέρω αν οι παρατηρήσεις μου είναι σωστές», του εξομολογήθηκε. Τελικά, βρήκε το κουράγιο για να αναφέρει στη σύζυγό του τι είχε δει και ζήτησε τη βοήθειά της για να κάνει ένα πείραμα. Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς, αντικατέστησε την φθορίζουσα οθόνη με ένα φωτογραφικό χαρτί και έβγαλε την πρώτη ακτινογραφία της ιστορίας, μία ξεκάθαρη απεικόνιση των οστών και της βέρας στο αριστερό χέρι της συζύγου του. Η ίδια, όμως, θεώρησε την εμπειρία το ίδιο αποθαρρυντική με εκείνον, λέγοντας «Είδα το θάνατό μου»!
Οταν τα νέα για την ανακάλυψη του Ρέντγκεν δημοσιεύθηκαν σε μία αυστριακή εφημερίδα, στις 5 Ιανουαρίου του 1896, γρήγορα έγιναν εμφανείς οι μνημειώδεις προεκτάσεις της στην επιστήμη και την ιατρική. Δύο εβδομάδες αργότερα, οι New York Times αναδημοσίευσαν το θέμα, αλλά το διατύπωσαν με το σκεπτικισμό που είχε και ο ίδιος ο Ρέντγκεν, μιλώντας για την «υποτιθέμενη ανακάλυψη του πώς να φωτογραφίζεις το αόρατο»
Αν και πολλές εφημερίδες ασχολήθηκαν στη συνέχεια με το θέμα, καμία δεν αποκάλυψε πολλά για τον ίδιο τον επιστήμονα. Ανθρωπος που ντρεπόταν τη δημοσιότητα, απέρριψε αμέτρητες προτάσεις για ομιλίες και είχε ζητήσει όταν πεθάνει τα γράμματά και τα ημερολόγιά του να καταστραφούν.
Πέρα από τη φήμη όμως, απέφυγε και τα χρήματα. Ποτέ δεν κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας τις ακτίνες-Χ, οι οποίες θεωρούσε ότι θα έπρεπε να είναι ελεύθερα διαθέσιμες σε άλλους ερευνητές και την ιατρική κοινότητα. Σύμφωνα με το ΤΙΜΕ, όταν πέθανε δώρισε τα περίπου 40.000 δολάρια που πήρε με το βραβείο Νόμπελ το 1901 σε μία επιστημονική κοινότητα.
Η γενναιοδωρία του Ρέντγκεν είχε όμως συνέπειες. Οταν πέθανε, το 1923, η απροθυμία του να βγάλει λεφτά από την ανακάλυψή του, σε συνδυασμό με τις οικονομικές συνθήκες που ακολούθησαν τον Α” Παγκόσμιο πόλεμο, τον είχαν αφήσει σχεδόν απένταρο.