Τις τελευταίες δεκαετίες περίπου 1.000 μη αυτόχθονα είδη ψαριών έχουν εισβάλει κι εγκατασταθεί στη Μεσόγειο. Τα περισσότερα από αυτά τα χωροκατακτητικά είδη όπως το μπλε καβούρι, προέρχονται από την Ερυθρά Θάλασσα ή τον Ινδικό Ωκεανό και φθάνουν στη Μεσόγειο μέσω της διώρυγας του Σουέζ.
Το μπλε καβούρι προέρχεται από τα νερά του Ινδικού και του Ειρηνικού Ωκεανού και έφτασε στη Μεσόγειο Θάλασσα το 1898, περίπου μια δεκαετία μετά το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ. Έκτοτε, το καρκινοειδές έχει καταγραφεί σε διάφορες περιοχές της Μεσογείου, από τη λεκάνη της Λεβαντίνης μέχρι τη Σικελία και πιστεύεται ότι έφτασε στη Μεσόγειο Θάλασσα με τα έρμα των εμπορικών πλοίων.
«Όπως συμβαίνει με πολλά χωροκατακτητικά είδη, ο πολλαπλασιασμός του μπλε καβουριού έχει ενταθεί με την αύξηση της θερμοκρασίας των επιφανειακών υδάτων λόγω της κλιματικής αλλαγής και με την αύξηση της θαλάσσιας κυκλοφορίας», δήλωσε η Τζαμίλα Μπεν Σουίσι, ερευνήτρια σε θέματα βιοποικιλότητας και κλιματικής αλλαγής στη Μεσόγειο και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής για τη Μεσόγειο.
Αυτό δημιουργεί μεγάλα προβλήματα για το τοπικό οικοσύστημα, καθώς τα μπλε καβούρια καταβροχθίζουν σχεδόν τα πάντα στο πέρασμά τους.
Μιλώντας στο BBC, ο Χακίμ Γκρίμπα, ένας ψαράς στο νησί Djerba της Τυνησίας, περιέγραψε τον πανικό που ένιωσε όταν είδε πόσα μπλε καβούρια υπήρχαν στο νερό.
«Τα καβούρια αντιπροσώπευαν σχεδόν το 70% των αλιευμάτων μου και δεν ήξερα τι να τα κάνω», είπε χαρακτηριστικά.
Παρόλα αυτά, αν και η αυξημένη παρουσία των μπλε καβουριών αρχικά προβλημάτισε τους ψαράδες, τώρα, το μπλε καβούρι είναι «ένα από τα πιο περιζήτητα θαλασσινά της περιοχής».
«Έχουμε παρατηρήσει αξιοσημείωτη μείωση του αριθμού τους. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τους ψαράδες», είπε ο Μαρουέν Μπντούι, ερευνητής στο Εθνικό Ινστιτούτο Θαλάσσιας Επιστήμης και Τεχνολογίας της Τυνησίας. Σύμφωνα με την έρευνά του, το μέσο αλίευμα μπλε καβουριού τριπλασιάστηκε το 2020 σε σύγκριση με το 2018.
Ωστόσο, η κατάσταση είναι διαφορετική στη Γαλλία, όπου ο ψαράς Υβ Ρουζί – ο οποίος κάποτε κέρδιζε τα προς το ζην αλιεύοντας άφθονες ποσότητες χελιών στη λίμνη Canet-Saint-Nazaire – τώρα πιάνει μόνο τρία ή τέσσερα χέλια κάθε φορά εξαιτίας των μπλε καβουριών.
«Πριν, πιάναμε 10-15 κιλά, μερικές φορές 40 έως 50 κιλά χέλια ανά ταξίδι», δήλωσε στο Reuters.
Ενώ τα μπλε καβούρια μπορούν να πωληθούν έως και 90 δολάρια ανά κιλό στις ΗΠΑ, στη Γαλλία αποφέρουν μόνο περίπου 2 ευρώ ανά κιλό. Ο Ρουζί συνήθως αλιεύει περίπου 450 κιλά ανά αλιευτικό ταξίδι, αλλά μπορεί να πουλήσει μόνο 50 κιλά από αυτά, καθώς τα υπόλοιπα θεωρούνται άχρηστα και πετιούνται στα σκουπίδια.
Ραγδαία αύξηση χωροκατακτητικων ειδών στη Μεσόγειο
Ωστόσο, το μπλε καβούρι δεν είναι το μόνο χωροκατακτητικό είδος που έχει εγκατασταθεί στη Μεσόγειο. Ο λαγοκέφαλος (Siganus rivulatus και Siganus luridus), ένας άλλος εισβολέας, καταβροχθίζει τη βλάστηση που παρέχει βιότοπο στα ενδημικά είδη, μειώνοντας την κάλυψη της ενδημικής βλάστησης έως και 65% στην Ελλάδα και την Τουρκία.
«Δεδομένου ότι οι λαγοκέφαλοι είναι τροπικά είδη που περιορίζονται γενικά σε θερμά νερά, πιστεύουμε ότι η εξάπλωσή τους συνδέεται με την αύξηση της θερμοκρασίας των ωκεανών», είπε η Αντριάνα Βέργκες, ερευνήτρια κλιματικής αλλαγής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Νότιας Ουαλίας στο Σίδνεϊ και συγγραφέας της έρευνας.
«Στη μελέτη μας, διαπιστώσαμε ότι μεγάλοι πληθυσμοί λαγοκέφαλων περιορίζονται στα θερμότερα ανατολικά τμήματα της Μεσογείου».
Ένα άλλο χωροκατακτητικό είδος που έχει εμφανιστεί στη Μεσόγειο προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία. Το λιονταρόψαρο (Pterois miles) που θεωρείται το πιο επιζήμιο χωροκατακτητικό είδος, είναι εξαιρετικά επιθετικό και διαθέτει άγρια δηλητηριώδη αγκάθια. Αφού εγκαταστάθηκε στις νότιες και ανατολικές περιοχές της Μεσογείου, τώρα κατευθύνεται δυτικά και βόρεια προς το Αιγαίο και το Ιόνιο Πέλαγος. Το λιονταρόψαρο τρώει μεγάλες ποσότητες μικρών ιθαγενών ψαριών και καρκινοειδών και το στομάχι του μπορεί να επεκταθεί έως και 30 φορές τον αρχικό του όγκο για να τα φιλοξενήσει.
Οι εμπειρίες από άλλα μέρη του κόσμου δείχνουν πόση ζημιά μπορεί να προκαλέσει: στις Μπαχάμες, ήταν υπεύθυνο για τη μείωση της βιομάζας των θηραμάτων της κατά 65% σε μόλις δύο χρόνια. Στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες, το κόστος αυτής της εισβολής εκτιμάται σε περισσότερα από 10 εκατ. ευρώ ετησίως, λόγω των ζημιών στην αλιεία και την τουριστική βιομηχανία.
«Τις τελευταίες δεκαετίες, υπήρξε μια έκρηξη στον αριθμό των ξενικών ειδών που εγκαθίστανται σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου, με καταστροφικές συνέπειες για την τοπική βιοποικιλότητα – η αλληλεπίδραση με τις νέες αφίξεις διαταράσσει πλήρως τα σταθερά οικοσυστήματα», έγραψαν οι συντάκτες της έκθεσης της WWF.