Πριν από μία εβδομάδα, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Ναφτάλι Μπένετ ανακοίνωσε ότι, ως απάντηση στη μετάλλαξη Όμικρον, η οποία σαρώνει την Αφρική και την Ευρώπη, το Ισραήλ θα εμβολιάσει τον ευάλωτο πληθυσμό του με μια τέταρτη δόση του εμβολίου της Pfizer, ενισχυτική της αναμνηστικής δόσης.
“Οι πολίτες του Ισραήλ ήταν οι πρώτοι στον κόσμο που έλαβαν την τρίτη δόση εμβολιασμού κατά της Covid-19 και συνεχίζουμε να πρωτοπορούμε με την τέταρτη”, δήλωσε. “Ο κόσμος θα ακολουθήσει τα βήματά μας”.
Δισταγμοί και κίνδυνοι
Όχι τόσο γρήγορα. Οι Ισραηλινοί εμπειρογνώμονες επί του Covid, οι οποίοι συνήθως συμμορφώνονται με τις πολιτικές εμβολιασμού της κυβέρνησης, εξέφρασαν μια δόση ανησυχίας και σκεπτικισμού αυτή τη φορά.
Παραδέχτηκαν ότι μπορεί να λειτουργήσει, αλλά ανέφεραν ότι θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί αναποτελεσματική ή, χειρότερα, επικίνδυνη κίνηση. Η κοινή γνώμη, επίσης, δεν ήταν ενθουσιώδης.
Οι Ισραηλινοί οι οποίοι νόμιζαν ότι ήταν πλήρως εμβολιασμένοι ανακάλυψαν ότι δεν ήταν. Η ανακοίνωση του Μπένετ αύξανε την πιθανότητα να χρησιμοποιηθούν ως πειραματόζωα (ή “πρωτοπόροι” κατά τη φράση του πρωθυπουργού τους). Ο Μπένετ αναγκάστηκε να αναβάλει το τέταρτο “τρύπημα”.
Ακόμη και πριν το κάνει, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ είχε αντικρουστεί από τον υπουργό Οικονομικών Αβίγκντορ Λίμπερμαν, ο οποίος απέρριψε το τρέχον στέλεχος του Covid ως απλώς άλλη μια γρίπη. Ο Λίμπερμαν στήριξε αυτή του την άποψη σε αναφορές από τη Νότια Αφρική και το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με τις οποίες η μετάλλαξη δεν είναι τόσο θανατηφόρα ή επικίνδυνη όσο είχε δηλώσει ο Μπένετ.
Ο υπουργός Οικονομικών δεν είναι επιδημιολόγος και δεν προσποιείται ότι είναι. Η δουλειά του είναι να κρατά την οικονομία ανοιχτή και ακμάζουσα. Αυτό απαιτεί τη διατήρηση της δημόσιας ηρεμίας πείθοντας τους ανθρώπους ότι η Όμικρόν – και άλλοι μελλοντικοί ιοί – είναι ενδημικοί, κάτι που μπορεί και πρέπει να γίνει αποδεκτό και ο κόσμος να συνεχίσει να ζει τη ζωή του.
Ρεαλισμός
Ο Λίμπερμαν δεν είναι σε καμία περίπτωση αντιεμβολιαστής ή αρνητής του Covid. Είναι ωστόσο ρεαλιστής με ψυχρή ματιά. Από τον Μάρτιο του 2020, ο ιός στις διάφορες μεταλλάξεις του έχει σκοτώσει περισσότερους από 8.200 Ισραηλινούς, στην πλειοψηφία τους ηλικιωμένους και πολλούς με προϋπάρχουσες ιατρικές παθήσεις. Αυτό είναι θλιβερό, ωστόσο απέχει πολύ από τις προβλέψεις των κρατικών αρμόδιων αξιωματούχων που κυκλοφορούσαν στα πρώτα στάδια της πανδημίας του κορονοϊού και εξακολουθούν να παραμένουν τμήμα του συλλογικού ψυχισμού στο Ισραήλ.
Η επισήμανση του υπουργού Οικονομικών είναι ότι τα αποτελέσματα των τελευταίων 22 μηνών δεν δικαιολογούν το κλείσιμο των σχολείων της χώρας, το κλείσιμο του μοναδικού διεθνούς αεροδρομίου της στους ξένους πολίτες ή τη χρήση παρεμβατικών κρατικών μεθόδων επιβολής καραντίνας μέσω του κυβερνοχώρου.
Η ίδια η ιδέα της καραντίνας, πιστεύει ο Λίμπερμαν, πρέπει να επανεξεταστεί και να χαλαρώσει. Το πειστήριο “Α” είναι ο ίδιος ο Μπένετ, ο οποίος απομονώθηκε ως αποτέλεσμα της επαφής με την κόρη του, η οποία βρέθηκε θετική στον ιό. Μετά από μόλις δύο ημέρες στο σπίτι, ωστόσο, οι κυβερνητικές εργασίες τον ανάγκασαν να σπάσει την καραντίνα και να παρευρεθεί σε μια συνεδρίαση της Κνεσέτ (κοινοβούλιο του Ισραήλ).
Δεδομένης της ταχείας εξάπλωσης της Όμικρον, ορισμένοι ειδικοί εκτιμούν ότι με την τρέχουσα πολιτική, εκατοντάδες χιλιάδες Ισραηλινοί θα βρεθούν σύντομα στη θέση του Μπένετ. Έχουν, επίσης, πιεστικές δουλειές να κάνουν, παιδιά να μορφώσουν, μέρη να πάνε. Εάν η απλή έκθεση στον ιό -χωρίς συμπτώματα ή θετικό τεστ- είναι αρκετή για να κρατήσει τόσο πολλούς ανθρώπους στο σπίτι, ολόκληρη η χώρα, συμπεριλαμβανομένης της αστυνομίας και του στρατού, δεν θα είναι σε θέση να λειτουργήσει κανονικά.
Μια κοινή ανησυχία η οποία ακούγεται συχνά είναι ότι τα νοσοκομεία θα καταρρεύσουν υπό το βάρος της Όμικρον. Πρόκειται για εικασία. Τέτοια τραγωδία δεν έχει συμβεί κατά τη διάρκεια των προηγούμενων κυμάτων. Δεδομένων των πρώιμων αναφορών περί ήπιων συμπτωμάτων λόγω της Όμικρον, δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι τα πράγματα θα είναι χειρότερα αυτή τη φορά.
Την Κυριακή, ο Moshe Bar Siman Tov, πολύ γνωστός τεχνοκράτης ο οποίος διηύθυνε τη μάχη του Ισραήλ ενάντια στον Covid στα πρώτα της στάδια, παραδέχτηκε σε συνέντευξή του ότι υπάρχει πολύ μικρό νόημα σε μερικούς από τους πιο γνωστούς περιορισμούς που επιβάλλει το κράτος. “Έχουμε μάθει”, είπε, “ότι δεν μπορούμε να διαχειριστούμε τον Covid. Ο Covid μάς διαχειρίζεται”.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να κάνουμε τίποτα. Ο πρώιμος και ευρέως διαδεδομένος εμβολιασμός και τα αναμνηστικά εμβόλια ήταν αποτελεσματικά, αν και απογοητευτικά βραχύβια. Κατά κεφαλήν, οι θάνατοι από Covid είναι χαμηλότεροι στο Ισραήλ απ’ ό,τι στις περισσότερες δυτικές χώρες, οι οποίες ήταν πιο αργές στον εμβολιασμό.
Φόβος
Η επιστήμη λειτουργεί, αλλά δεν είναι αλάνθαστη και απαιτεί έναν βαθμό αυτοκυριαρχίας από τους γενικά υπερβολικά ανήσυχους πολιτικούς. Ένα εξαιρετικά αναγνωρισμένο ισραηλινό εργαστήριο εκτελεί τώρα κλινικές δοκιμές σχετικά με την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της πολιτικής της τέταρτης δόσης του Μπένετ. Ας ελπίσουμε ότι αποδειχθεί λειτουργική.
Το ίδιο ελπίζει κανείς επίσης και σχετικά με τη συμφωνία που ολοκλήρωσε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός το σαββατοκύριακο με την Pfizer για 100.000 δόσεις Paxlovid, του αντιικού χαπιού το οποίο προσφέρει μείωση των πιο σοβαρών επιπτώσεων του Covid για τους ηλικιωμένους. Ακούγεται υπέροχο, αλλά και πάλι απαιτείται προσοχή. Ορισμένοι Αμερικανοί ειδικοί προειδοποιούν ήδη ότι το φάρμακο θα μπορούσε να αλληλεπιδρά επικίνδυνα με άλλα φάρμακα που χρησιμοποιούνται ευρέως.
Με τον καιρό μάθαμε ότι η Covid-19 κάνει τη δουλειά της και η ζωή συνεχίζεται. Κατά τη διάρκεια των ετών του Covid, το πώς συνεχίζεται δεν εξαρτάται μόνο από τις ικανότητες των ερευνητών και των γιατρών και από την κοινή λογική των πολιτικών ηγετών αλλά, κυρίως, από το ηθικό των ανθρώπων.
Το ρητό του προέδρου των ΗΠΑ Φράνκλιν Ρούσβελτ την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης, ότι “δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε παρά μόνο τον ίδιο τον φόβο” είναι μια ισχυρή συνταγή για να ξεπεράσουμε και αυτήν την κρίση.
Τα συγκλονιστικά λόγια του δεν τελείωσαν βεβαίως την Ύφεση – ο χρόνος και απρόβλεπτα γεγονότα έκαναν αυτή τη δουλειά – ωστόσο έδωσαν τη δυνατότητα στους ανθρώπους να ζήσουν με τη σιγουριά ότι τα πράγματα τελικά θα πήγαιναν καλύτερα. Ο Λίμπερμαν το γνωρίζει αυτό – και ο Μπένετ θα πρέπει να το μάθει.