Όσον αφορά την επιτάχυνση του πληθωρισμού σε όλο τον κόσμο, μην υπολογίζετε σε μια γρήγορη απάντηση από τις δύο πιο σημαντικές οικονομίες. Οι ΗΠΑ και η Κίνα έχουν παγιδευτεί από τις δικές τους επιλογές νομισματικής πολιτικής και τις εσωτερικές τους προτεραιότητες. Κανένας από τους δύο δεν έχει ιδιαίτερη όρεξη για μια επίθεση ενάντια στην αύξηση τιμών. Οι εκκλήσεις της Γερμανίας για καταστολή του φαινομένου έρχονται πολύ αργά.
Toυ Daniel Moss
Για όποιον εξακολουθεί να πιστεύει ότι ο αυξημένος πληθωρισμός είναι ένα βραχυπρόθεσμο φαινόμενο, μια ευπρόσδεκτη ανάπαυλα μετά από χρόνια πολύ χαμηλών “πτήσεων” του δείκτη τιμών καταναλωτή, τα τελευταία στοιχεία είναι αποθαρρυντικά.
Οι τιμές παραγωγού στην Κίνα εκτινάχθηκαν στο μεγαλύτερο άλμα των τελευταίων 26 ετών και ο πληθωρισμός (τιμές καταναλωτή) αυξήθηκε, ανακοίνωσε το Πεκίνο την Τετάρτη. Ώρες αργότερα, το Υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ ανέφερε ότι οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν με τον ταχύτερο ρυθμό από το 1990, ξεπερνώντας τις προσδοκίες των οικονομολόγων.
Το συμβούλιο οικονομικών συμβούλων της Γερμανίας ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εξηγήσει συγκεκριμένα πώς σκοπεύει να χαλιναγωγήσει τη νομισματική πολιτική. Ο πληθωρισμός στην κομβικότερη από οικονομική άποψη χώρα της ηπείρου θα κινηθεί πάνω από τον στόχο της ΕΚΤ φέτος και το επόμενο έτος, προέβλεψε η ομάδα.
Ο φόβος για μια αύξηση επιτοκίων
Οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν το ζήτημα, σωστά; Απλώς αυξάνοντας τα επιτόκια. Ακόμη και οι επικριτές του παρατεταμένης διάρκειας εύκολου χρήματος ισχυρίζονται ότι όταν πρόκειται γι’ αυτό το φαινομενο, οι αξιωματούχοι έχουν μια δοκιμασμένη και αληθινή φόρμουλα. Οι κεντρικές τράπεζες δεν πρέπει να διακινδυνεύσουν πραγματικά ανεξέλεγκτα επίπεδα πληθωρισμού και τον κίνδυνο να επιστρέψουν στις κακές παλιές ημέρες της δεκαετίας του 1970, τουλάχιστον στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Ή, στην περίπτωση της Κίνας, να σπαταλήσουν μεγάλο μέρος της ευημερίας και της οικονομικής σταθερότητας που δημιουργήθηκαν από το άνοιγμα της οικονομίας από τον Deng Xiaoping. Παρ’ όλη τη συζήτηση για τον ψυχρό πόλεμο μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου, η εμπειρία του πληθωρισμού στην Κίνα έχει παρακολουθήσει σε μεγάλο βαθμό την εμπειρία της Δύσης, σύμφωνα με έκθεση της κεντρικής τράπεζας της Αυστραλίας (Reserve Bank of Australia) η οποία δημοσιεύτηκε τις παραμονές της πανδημίας.
Ωστόσο, το τρέχον αμήχανο τρίψιμο των χεριών δεν συμβαίνει εν κενώ. Η Κίνα ανησυχεί για την ανάπτυξη, η οποία είναι ήδη χαμηλότερο σε σχέση με το δ’ τρίμηνο του 2019, πριν η Covid-19 ξεσπάσει πάνω σε όλο τον κόσμο. Εκείνο που ξεκίνησε το 2021 ως ανάκαμψη-ρεκόρ, κινδυνεύει να ξεθυμάνει. Η Bank of America μείωσε πρόσφατα την εκτίμησή της για την επέκταση της Κίνας το επόμενο έτος στο 4%, από 5,3%. Η χώρα πιθανότατα θα χαλαρώσει την νομισματική πολιτική της παρά την κλιμάκωση του πληθωρισμού, αντί να ανταποκριθεί σε αυτόν συσφίγγοντάς την. Περαιτέρω περικοπές στις απαιτήσεις αποθεματικών για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα βρίσκονται στο προσκήνιο. Ο πρωθυπουργός Λι Κετσιάνγκ προειδοποίησε για υφεσιακές πιέσεις στην οικονομία.
Από την πλευρά της, η Federal Reserve θα δυσκολευτεί να επιταχύνει τη σύσφιξη. Ο πρόεδρος Jerome Powell τόνισε ότι η ποσοτική χαλάρωση θα πρέπει να ολοκληρωθεί πριν εξεταστεί το ενδεχόμενο αύξησης του επιτοκίου αναφοράς. Η μείωση του QE μόλις ανακοινώθηκε και έχει προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί στα μέσα του 2022. Αυτό καθιστά μια ουσιαστική απόσυρση των κινήτρων νομισματικής τόνωσης, σε αντίθεση με την επιβράδυνση του ρυθμού χαλάρωσης, απίθανη πριν από το γ’ τρίμηνο του επόμενου έτους. Σίγουρα, η Fed μπορεί πάντα να επιταχύνει την απόσυρση των μέτρων, ωστόσο η αμερικανική κεντρική τράπεζα δεν το προτιμά, προκειμένου να αποφύγει ένα ξέσπασμα όπως η αναταραχή στην αγορά του 2013.
Εάν προχωρήσει γρήγορα, η Fed φοβάται ότι πιθανόν οι επενδυτές να πανικοβληθούν ότι πλησιάζουν αυξήσεις επιτοκίων ή ότι η κεντρική τράπεζα βλέπει μεγαλύτερο πρόβλημα πληθωρισμού από ό,τι έχει αφεθεί να εννοηθεί. Αυτή είναι επίσης μια ατυχής στιγμή για να υπάρχουν ερωτηματικά σχετικά με το ποιος θα διευθύνει τη Fed τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Η ΕΚΤ και οι ισορροπίες με τη Γερμανία
Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ είναι απίθανο να βρει χρήσιμη την ομοβροντία από πλευράς της Γερμανίας. Από την ίδρυση του ευρώ, τα αφεντικά της ΕΚΤ έχουν συνηθίσει τους Γερμανούς αξιωματούχους να προειδοποιούν για τις αμαρτίες του “χαλαρού χρήματος”.
Στις πρώτες ημέρες της, η ΕΚΤ είχε επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από αυτή την άποψη – η τράπεζα έδρευε στη Φρανκφούρτη και ο πρώτος της επικεφαλής οικονομολόγος, Otmar Issing, προερχόταν από την θρυλικά “σφιχτή” ως προς τη νομισματική πολιτική Bundesbank.
Ωστόσο οι απόψεις περί της ανάγκης για “δύσκολο χρήμα” έχουν χάσει έδαφος με τα χρόνια. Τα “περιστέρια” κυριαρχούν τώρα στη ζώνη του ευρώ έναντι των “γερακιών”. Η Γερμανία έχασε τη μάχη, εξακολουθεί ωστόσο να αποστρέφεται τις υψηλότερες τιμές και δεν είναι λιγότερο διατεθειμένη να είναι θορυβώδης επ’ αυτού. Η ΕΚΤ θα πρέπει να ανησυχεί, σε κάποιο επίπεδο, για τη διάβρωση της υποστήριξης της πολιτικής της στη χώρα-επίκεντρο της οικονομικής δύναμης της Ευρώπης.
Η Κίνα λατρεύει να “ενοχλεί” τις δυτικές κεντρικές τράπεζες, υποστηρίζοντας ότι το QE και το υπερβολικά χαλαρό ρυθμιστικό πλαίσιο κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό. Ωστόσο, η ρητορική τύπου Bundesbank δεν ταιριάζει στην Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας (PBOC) και χρειάζεται να αναδεικνύεται η υποκρισία της τελευταίας. Εάν η κεντρική τράπεζα της Κίνας ήταν αληθινός εχθρός του πληθωρισμού, θα σύσφιγγε και δεν θα σκεφτόταν χαλάρωση της νομισματικής της πολιτικής.
Νοσταλγία
Η αγορά της “νοσταλγίας” στη νομισματική πολιτική βρίσκεται σε ανοδική πορεία. Ο πληθωρισμός είναι παγκοσμιοποιημένος, μην ψάχνετε ωστόσο για μια παγκόσμια απάντηση τύπου Plaza Accord, του συμφώνου του 1985 που υπογράφηκε σε εκκεντρικό ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης και έθεσε σε νέες βάσεις τις τροχιές των μεγάλων νομισμάτων.
Οι εσωτερικές προϋποθέσεις στις μεγάλες οικονομίες συνθήκες δεν είναι επαρκώς ευνοϊκές για κάτι τέτοιο.