Μετάφραση-Επιμέλεια: Γιώτα Μπουγά
Άρθρο της Paula Dwyer στο Bloomberg για το παγκόσμιο ελάχιστο βασικό εισόδημα
Όποτε κι αν εμφανιστεί μια άξια λόγου οικονομική πρόταση, θα θεωρηθεί πολιτικά ανέφικτη, όπως είναι λογικό.
Μια τέτοιου είδους πρόταση είναι κι αυτή για την κατοχύρωση ενός παγκόσμιου βασικού εισοδήματος, δηλαδή της καταβολής ενός ετήσιου μισθού από την κυβέρνηση στους πολίτες, της τάξεως των $ 10.000. Μια ουτοπία ή μπορεί και όχι.
Σκεφτείτε το σαν την παροχή Κοινωνικής Ασφάλισης για όλους. Στις δημοκρατίες της Ευρώπης -με ισχυρό κράτος πρόνοιας-, στον Καναδά και στη Νότια Αμερική, μια τέτοια πρόταση είτε βρίσκεται στα σκαριά είτε σε εξέλιξη. Στις ΗΠΑ, όμως, εξακολουθεί να είναι κάτι ελάχιστα πιο πάνω από μια απλή ιδέα με πολλούς συντηρητικούς υποστηρικτές, παρά φιλελεύθερους.
Ο Bernie Sanders δηλώνει «συμπαθής» ως προς τη θεωρία πίσω από ένα καθολικό βασικό εισόδημα αλλά σταματά πολύ πριν το υποστηρίξει. Η Χίλαρι Κλίντον φαίνεται ακόμα λιγότερο ενθουσιώδεις. Αντίθετα, οι συντηρητικοί οικονομολόγοι, πολιτικοί και ερευνητές σε think-tank δεν είναι τόσο διστακτικοί, ο Μάρκο Ρούμπιο, για παράδειγμα, πρότεινε την εξασφάλιση ενός βασικού εισοδήματος για όλους στο φορολογικό του σχέδιο για το 2015.
Ο υπόλοιπος κόσμος έχει το προβάδισμα
Η Ελβετία θα πραγματοποιήσει στις 5 Ιουνίου δημοψήφισμα για το αν θα εγγυάται για κάθε πολίτη 2.500 ελβετικά φράγκα (περίπου $ 2600) το μήνα. Στο Οντάριο του Καναδά θα πραγματοποιηθεί ένα κοινωνικό πείραμα για την καθιέρωση βασικού εισοδήματος αργότερα μέσα στο έτος. Στην Ουτρέχτη της Ολλανδία πραγματοποιείται ένα σχετικό πιλοτικό πρόγραμμα και η Φινλανδία σχεδιάζει μια δοκιμαστική περίοδο -καταβολής εισοδήματος- διάρκειας δύο ετών.
Τέλος, μια παραπλήσια βρετανική πρόταση συγκεντρώνει το ενδιαφέρον. Το Μάιο, μια μη κερδοσκοπική ομάδα θα αρχίσει να δίνει σε 6.000 Κενυάτες ένα ελάχιστο βασικό εισόδημα για τουλάχιστον μια δεκαετία και θα παρακολουθήσει τα αποτελέσματα.
Οι προτάσεις για το βασικό εισόδημα έχουν πολλές μορφές και μυριάδες λογικές
Μερικοί προοδευτικοί το βλέπουν ως την απόλυτη έκφραση μιας ανεπτυγμένης οικονομίας και του τι μπορεί αυτή να επιτύχει. Θεωρείται τρόπος να μειωθεί η φτώχεια και η ανισότητα, καθώς και το κόστος της απώλειας θέσεων εργασίας και της οικονομικής στασιμότητας. Στις ΗΠΑ πολλοί φιλελεύθεροι το θεωρούναφέλεια και απόσπαση της προσοχής από ορισμένες πρακτικές προτεραιότητες, όπως $ 15 ελάχιστο μισθό και άδεια για οικογενειακούς λόγους.
Για τους συντηρητικούς στις ΗΠΑ αλλάζει η οπτική. Δεκάδες προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας που τώρα κοστίζουν στους φορολογούμενους περίπου 1.000 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν σε ένα πρόγραμμα βασικού εισοδήματος.
Χωρίς κριτήρια επιλεξιμότητας ή επιβολής, το διοικητικό κόστος θα ήταν γυμνό. Η σπατάλη, απάτη και κατάχρηση θα μειωθούν σε μεγάλο βαθμό ή και θα ελαχιστοποιηθούν.
Στη δεκαετία του 1960, ένα βασικό εισόδημα ήταν μέρος της επικρατούσας πολιτικής συζήτησης. Ο Πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον είχε προτείνει ακόμα κι ένα κατώτατο εισόδημα, με βάση τις ιδέες που αναπτύχθηκαν από τον Daniel Patrick Moynihan, τον τότε σύμβουλο εγχώριας πολιτικής. Η πρόταση πέθανε εν μέρει, λόγω της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης πάνω σε αυτή την εργασιακή απαίτηση και τους φραγμούς ενός καλά οργανωμένου λόμπι πρόνοιας, έγραψε ο Moynihan αργότερα.
Η έκπτωση στο φόρο εισοδήματος πήρε τη θέση της, αλλά μόνο για να συμπληρωθούν τα κέρδη των φτωχών εργαζομένων. Η έκπτωση φόρου προτάθηκε για πρώτη φορά το 1962 από τον συντηρητικό οικονομολόγο Μίλτον Φρίντμαν. Ένας από τους στόχους του ήταν να σταματήσει το “earnings cliff,” το πλαφόν, ουσιαστικά, στη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων, μόλις το εισόδημα υπερβεί ένα ανώτατο όριο. Ένα τέτοιο όριο αποθαρρύνει τους δικαιούχους -των ενισχύσεων-, τους κρατά φτωχούς και εξαρτημένους.
Η έκπτωση φόρου είναι ακόμα επίκαιρη και θεωρείται ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα καταπολέμησης της φτώχειας, αλλά το θέμα του “earnings-cliff” δεν έχει βελτιωθεί. Οι ΗΠΑ έχουν τώρα 80-plus προγράμματα για χαμηλό εισόδημα, το καθένα με τους δικούς του κανόνες επιλεξιμότητας/διαθεσιμότητας και όρια για κέρδη.
Η ιδέα ενός βασικού εισοδήματος αναγεννάται σήμερα, όχι μόνο στα think tanks της Ουάσιγκτον αλλά και στη Silicon Valley, όπως ο Justin Fox έχει ήδη γράψει. Η Υ Combinator, μια εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου, εγκαινιάζει ένα ερευνητικό πρόγραμμα πέντε ετών, για παράδειγμα. Ο στόχος είναι να δώσει σε μια τυχαία επιλεγμένη ομάδα ανθρώπων ένα μηνιαίο εισόδημα, με σκοπό να δει αν θα επαναπαφθούν ή αν θα δημιουργήσουν οικονομική αξία.
Γιατί νοιάζεται η Silicon Valley;
Δύο καθηγητές του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης έγραψαν πρόσφατα ότι περίπου το 47% των αμερικανικών θέσεων εργασίας απειλούνται από τα συστήματα αυτοματοποίησης. Αν συμβεί αυτό, η οικονομία θα συρρικνωθεί και όλο και λιγότεροι άνθρωποι θα είναι σε θέση να αγοράσουν τα αγαθά της Silicon Valley.
Ο φόβος ότι οι δικαιούχοι εγγυημένου βασικού εισοδήματος θα επαναπαυθούν είναι αβάσιμος. Ένας οικονομολόγος ο οποίος μελέτησε σχετικά πειράματα το 1970 στον Καναδά αποδεικνύει το αντίθετο: Οι Αποδέκτες ήταν υγιέστεροι και τελείωσαν το λύκειο με καλύτερους βαθμούς. Ενήλικες με θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης συνέχισαν να εργάζονται τον ίδιο αριθμό ωρών, με εξαίρεση τις γυναίκες εργαζομένους που χρειάστηκαν χρόνο εκτός γραφείου, αφού έγιναν μητέρες.
Το κόστος της εξασφάλισης $ 10.000 το χρόνο για 322 εκατ Αμερικανούς είναι απαγορευτικό – $ 3.200 δισεκατομμύρια
Με τον αποκλεισμό 45 εκατομμυρίων συνταξιούχων που λαμβάνουν ήδη σύνταξη το κόστος πέφτει στα $ 2.700 δισεκατομμύρια. Αποκλείοντας, επίσης, τα νοικοκυριά που κερδίζουν περισσότερα από $ 100.000 (που είναι το 20 τοις εκατό από τα 115 εκατομμύρια νοικοκυριά των ΗΠΑ, ή περίπου 70 εκατομμύρια άνθρωποι, μετρώντας 3 σε ένα νοικοκυριό), οι μειώσεις του κόστους πέφτουν στα $ 2 τρισεκατομμύρια. Αν το πρόγραμμα περιοριστεί στους ενήλικες, το τίμημα θα συρρικνωθεί, ενδεχομένως στα $ 1.500 δισεκατομμύρια.
Τώρα, το κόστος των ελέγχων της ανεργίας, των φορολογικών ελαφρύνσεων, των κουπονιών τροφίμων και στέγασης και άλλων μέσων που έχουν δοκιμαστεί για να φέρουν οφέλη είναι περίπου $ 1 τρισεκατομμύρια, κόστος που θα μπορούσε να ισοσταθμιστεί από ένα βασικό εισόδημα.
Οι φιλελεύθεροι, όμως, δεν επιθυμούν το εγγυημένο βασικό εισόδημα να αντικαταστήσει το δίχτυ ασφαλείας, ακόμα κι όταν είναι σίγουροι ότι ορισμένα προγράμματα, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης, της επαγγελματικής κατάρτισης και των δικαιωμάτων, όπως το Medicare, θα συνεχιστούν. Ανησυχούν ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι που τώρα τρέχουν προγράμματα θα πρέπει να απολυθούν και φοβούνται ότι ένα ελάχιστο εισόδημα θα είναι μικρότερο από τα χρήματα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για τους άπορους κι αυτά των προγραμμάτων των κοινωνικών υπηρεσιών, σε συνδυασμό.
Βάσιμες οι ανησυχίες τους, αλλά κάποιες χώρες ήδη έχουν δοκιμάσει βελτιώσεις στα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας. Οι ΗΠΑ, ωστόσο, διατηρούν ένα ακριβό ετερόκλητο σύνολο κοινωνικών προγραμμάτων χωρίς αποτέλεσμα. Η εξασφάλιση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για κάθε πολίτη, λοιπόν, δε φαντάζει πλέον ουτοπία.