Η “τάξη” των υπευθύνων χάραξης πολιτικής της Ευρώπης προετοιμάζεται για μια σύγκρουση η ηχώ της οποίας μπορεί να αντηχεί στην ήπειρο για τα επόμενα πολλά χρόνια.
Ο τεράστιος δημόσιος δανεισμός που απαιτείται για τη χρηματοδότηση των δαπανών της κρίσης της COVID-19 αναγκάζει σε επανεξέταση των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διέπουν χρέος και ελλείμματα, αποκαλύπτοντας μια πολιτική διάσταση έναντι της κλασικής οικονομικής θεωρίας.
Ο Ιταλός πρωθυπουργός, Μάριο Ντράγκι, και ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, πιέζουν υπέρ μιας απελευθέρωσης των οικονομιών από τους προ πανδημίας ευρωπαϊκούς περιορισμούς. Αντιμετωπίζουν αντίσταση από τους ηγέτες των βόρειων χωρών, οι οποίες υπερηφανεύονται ως δημοσιονομικά πιο υπεύθυνες, καθώς και από μια θεσμική αδράνεια. Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης περιλαμβάνεται εδώ και 25 χρόνια στις Συνθήκες της Ε.Ε., επομένως τυχόν τροποποιήσεις θα πρέπει να επικυρωθούν από 27 νομοθετικά σώματα.
Με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να έχει μόλις ολοκληρώσει μια αμφιλεγόμενη αναμόρφωση της νομισματικής της πολιτικής, το αποτέλεσμα της νέας μάχης θα καθορίσει το εύρος της δημοσιονομικής δράσης για την επόμενη δεκαετία και ίσως τις προοπτικές ανάπτυξης της Ε.Ε.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης σφυρηλατήθηκε στην “αυγή” του ευρώ κατόπιν πίεσης των Γερμανών, οι οποίοι αναζητούσαν ένα μέσο για να επιβάλουν περιορισμό των δαπανών στους πιο “ανέμελους” νότιους γείτονές τους. Περιορίζει τα ελλείμματα στο 3% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και το χρέος στο 60% του ΑΕΠ. Οι παραβάτες υπόκεινται σε πρόστιμα και ποινές.
Οι κανόνες επινοήθηκαν σε μια εποχή που οι ηγέτες δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να δανείζονται με τα σημερινά ιστορικά χαμηλά επιτόκια, γι’ αυτό οικονομολόγοι συχνά περιγράφουν το σύμφωνο ως περιττό “ζουρλομανδύα”. Το 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενεργοποίησε “ρήτρα διαφυγής” από το σύμφωνο, απελευθερώνοντας τις χώρες να ξοδέψουν εξαιρετικά μεγάλα ποσά για να αντιμετωπίσουν τον ανθρώπινο και οικονομικό πόνο λόγω COVID. Οι 27 πρέπει τώρα να συμφωνήσουν τι θα συμβεί όταν λήξει η αναστολή, το 2023.
Περιορισμοί
Οι λεγόμενοι “φειδωλοί” θέλουν μόνο περιορισμένες αλλαγές στους παλαιούς κανόνες. Η άποψή τους είναι ότι οι τεράστιες αγορές κρατικών ομολόγων από πλευράς ΕΚΤ ως μέρος της προσπάθειας διάσωσης από την πανδημία έχουν κάνει τα κράτη να εξαρτώνται υπερβολικά από την υποστήριξή της.
Το έτερο στρατόπεδο, με επικεφαλής τους Ιταλούς και τους Γάλλους, συμπεριλαμβανομένης της Ισπανίας και άλλων χωρών, υποστηρίζει ότι οι αυθαίρετοι περιορισμοί του συμφώνου λειτουργούν ως τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη και συμβάλλουν στο να καθίστανται τα φορτία χρέους μη βιώσιμα. Όσοι έχουν καλή μνήμη θα θυμούνται ότι, στα πρώτα χρόνια του συμφώνου, τα όριά του είχαν αποδειχθεί υπερβολικά αυστηρά ακόμα και για τη Γερμανία.
Τέτοιες απόψεις αντικατοπτρίζουν την οικονομική συναίνεση που αποκρυσταλλώθηκε μετά την ελληνική κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας, στον απόηχο της οποίας το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναγνώρισε το λάθος του, σημειώνοντας ότι τα αυστηρά μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν ως προϋπόθεση για την ελάφρυνση χρέους είχαν επιδεινώσει τη δύσκολη θέση της χώρας. “Είναι οι επενδύσεις που θα ευνοήσουν την ανάπτυξη και η ανάπτυξη εκείνη η οποία θα επιταχύνει τη μείωση του χρέους”, δήλωσε ο Γάλλος υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, Μπρουνό Λεμέρ, στις 14 Δεκεμβρίου.
Ο Λαρς Φελντ, καθηγητής οικονομικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Albert-Ludwigs του Φράιμπουργκ, δηλώνει ότι αυτού του είδους οι ιδέες παρατραβούν το σχοινί. “Είναι η ίδια παλιά γραμμή. Πραγματικά δεν μπορώ να την ακούω πια”, λέει. “Δεν νομίζω ότι η γερμανική κυβέρνηση πρέπει να λυγίσει. Θα πρέπει, αντιθέτως, να ρωτά τι γίνεται για να μειωθεί το βάρος του χρέους”.
Ο νέος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Κρίστιαν Λίντνερ, είναι δημοσιονομικό γεράκι. Ωστόσο απάντησε διπλωματικά στον Λεμέρ στις 13 Δεκεμβρίου ότι “αντιλαμβανόμαστε και τις δύο απόψεις”.
Προτάσεις
Ο Ντράγκι, του οποίου το ηρωικό “ό,τι χρειαστεί” υπεράσπισε το ευρώ κατά τη θητεία του ως προέδρου της ΕΚΤ και του προσέδωσε τεράστιο κύρος, έχει επανειλημμένα καταδικάσει το τρέχον σύμφωνο, εκτιμώντας ότι οι κανόνες του είναι “ξεπερασμένοι”. Εκείνος και ο Μακρόν υπέγραψαν μια διμερή συνθήκη στις 26 Νοεμβρίου, με την οποία δεσμεύτηκαν για πιο εντατική συνεργασία σε πολλούς τομείς, συμπεριλαμβανομένης της δημοσιονομικής πολιτικής.
Η περιφρόνησή του αντικατοπτρίζεται στον προτεινόμενο Προϋπολογισμό της ιταλικής κυβέρνησης για την περίοδο 2022-2024, ο οποίος δεν προβλέπει επιστροφή σε έλλειμμα κάτω του 3%. Αυτό προκάλεσε στις 24 Νοεμβρίου έκκληση για “προσοχή” από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μια άποψη που βρίσκει ευήκοα ώτα βόρεια των Άλπεων.
Μεταξύ των προτάσεων για αλλαγές είναι εκείνη των οικονομολόγων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), οι οποίοι πρότειναν σε έγγραφο που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο οι κυβερνήσεις να εξετάσουν υψηλότερο ανώτατο όριο χρέους στο 100% του ΑΕΠ −το όριο του 60% έχει πλέον ξεπεραστεί από όλες τις μεγάλες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας− και μια πιο ευέλικτη προσέγγιση στα ανώτατα όρια ελλείμματος.
Το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (EFB) συνηγορεί υπέρ ενός πιο αργού ρυθμού μείωσης του χρέους, ενώ αναγνωρίζει τη διαρκή ανάγκη για “σαφείς και αναγνωρίσιμους ποσοτικούς στόχους”, όπως ο αμφιλεγόμενος κανόνας περί δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω του 3%. Μια άλλη ιδέα του EFB υπό συζήτηση είναι μια ρήτρα που θα παρείχε ελευθερίες για πράσινες επενδύσεις, απηχώντας το είδος της πολιτικής που ακολουθεί η Γερμανία.
Οι συζητήσεις θα είναι μακρές και επίπονες. Η Γαλλία, η οποία αναλαμβάνει την 1η Ιανουαρίου την εκ περιτροπής προεδρία της Ε.Ε., σχεδιάζει μια Σύνοδο Κορυφής τον Μάρτιο, αν και η Κομισιόν ετοιμάζεται επίσης να κερδίσει χρόνο προτείνοντας ενδιάμεσους δημοσιονομικούς στόχους για το 2023.