Η άποψη την οποία θα εκφράσω δεν θα μου εξασφαλίσει πολλούς φίλους μεταξύ των ιθυνόντων του “πράσινου λόμπι”, ωστόσο ο υπουργός Πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας Abdulaziz bin Salman έχει δίκιο να προειδοποιεί για μια πιθανή ενεργειακή κρίση που θα προκύψει από την υποχώρηση των επενδύσεων σε ορυκτά καύσιμα. Και να γιατί.
Μειωμένες επενδύσεις
Ο πρίγκιπας προειδοποίησε ότι η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου θα μπορούσε να μειωθεί κατά 30 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα μέχρι το τέλος της δεκαετίας, επειδή δεν δαπανώνται αρκετά για την εξερεύνηση και την ανάπτυξη νέων πόρων. Αυτό συνεπάγεται παραγωγή μικρότερη από 70 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα.
Φυσικά, μιλάει κυρίως από την πλευρά του ιδίου συμφέροντός του. Το βασίλειό του διατηρεί τεράστια αποθέματα πετρελαίου κάτω από την άμμο του και κάτω από τα ρηχά νερά του Αραβοπερσικού Κόλπου – και θέλει να δει μια υγιή αγορά γι’ αυτό το πετρέλαιο τα επόμενα χρόνια.
Ωστόσο η προειδοποίησή του δεν είναι εντελώς ιδιοτελής. Ο πετρελαϊκός πλούτος της Σαουδικής Αραβίας δεν είναι ανοικτός σε ξένους επενδυτές, επομένως η έκκλησή του για περισσότερες επενδυτικές δαπάνες στοχεύει στην πραγματικότητα στην ενθάρρυνση δυνάμεων ανταγωνιστικών προς το βασίλειό του.
Αυτό χρησιμεύει ως αναγνώριση δύο πραγμάτων: πρώτον, η ανάγκη του κόσμου για προσιτό πετρέλαιο δεν πρόκειται να εξαλειφθεί σύντομα και δεύτερον, παρά τα αποθέματα πετρελαίου της, η Σαουδική Αραβία δεν μπορεί να το προμηθεύσει όλο μόνη της.
Ακόμη και ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας, ο οποίος εσφαλμένα αναφέρεται ότι ζητεί τον τερματισμό των νέων επενδύσεων στην εξόρυξη πετρελαίου, “βλέπει” τη ζήτηση να παραμένει κοντά στα προ-πανδημικά επίπεδα έως το 2030.
Πώς ο “πράσινος” ακτιβισμός κινδυνεύει να οδηγήσει σε πετρελαϊκό σοκ
Η ζήτηση για πετρέλαιο έως το 2030 θα κινείται περίπου στο προ πανδημίας επίπεδα
Κίνδυνος
Ακόμη και με τις περιβαλλοντικές πολιτικές οι οποίες είχαν ανακοινωθεί πριν από τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή COP26 τον Νοέμβριο, ο οργανισμός έβλεπε τη ζήτηση πετρελαίου το 2030 στα 500.000 βαρέλια την ημέρα – μόλις 0,5% κάτω από το προ πανδημίας επίπεδο.
Στο σενάριο “Βιώσιμης Ανάπτυξης” – το οποίο βλέπει τις προηγμένες οικονομίες να φτάνουν σε μηδενικές καθαρές εκπομπές ρύπων έως το 2050, την Κίνα περίπου έως το 2060 και όλες τις υπόλοιπες χώρες το αργότερο έως το 2070 – η πτώση μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας εκτιμάται ότι θα είναι μόλις 9 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα ή 9%. Αυτό θα εξακολουθούσε να αφήνει τον κόσμο να χρειάζεται περίπου 90 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα μέχρι το 2030, ένα έλλειμμα προσφοράς 21 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα – περισσότερο πετρέλαιο από ό,τι καταναλωνόταν από τις ΗΠΑ το 2019 – σύμφωνα πάντα με τον Σαουδάραβα υπουργό.
Οπότε, εάν έχει δίκιο, είμαστε μπροστά σε δύσκολες στιγμές. Έχει όμως δίκιο; Έχουν εκφοβιστεί ή φοβηθεί τόσο οι πιθανοί επενδυτές από τους περιβαλλοντικούς ακτιβιστές που δεν είναι διατεθειμένοι να δαπανήσουν κεφάλαια σε νέα παραγωγή πετρελαίου;
Το βασίλειο – κάτοχος των μεγαλύτερων αποθεμάτων πετρελαίου στον κόσμο – επενδύει για να ενισχύσει τη δική του παραγωγή, ωστόσο σχεδιάζει να προσθέσει μόλις άλλο 1 εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα τα επόμενα χρόνια. Άλλες χώρες στη Μέση Ανατολή, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κουβέιτ και το Ιράκ, επενδύουν επίσης για να ενισχύσουν την παραγωγική ικανότητά τους.
Η Ρωσία έχει μεγάλα σχέδια για τις παρθένες, έρημες εκτάσεις της στην Αρκτική, ωστόσο αυτό είναι ένα απομακρυσμένο, εχθρικό μέρος, ένα από τα χειρότερα τα οποία μπορεί κανείς να φανταστεί από περιβαλλοντική άποψη για να επενδύσει στην εξόρυξη πετρελαίου.
Υπάρχουν μεγάλα πρότζεκτ υπό κατασκευή και σε άλλες περιοχές, όπως το Καζακστάν, το Αζερμπαϊτζάν και η Βραζιλία, τα οποία θα προστεθούν επίσης στην προσφορά πριν από το τέλος της δεκαετίας. Όμως, με την παραγωγή από όλα τα πετρελαϊκά πεδία τα οποία βρίσκονται επί του παρόντος σε παραγωγική λειτουργία να μειώνεται με μέσο ρυθμό από 4% έως 8% ετησίως, ανάλογα με το ποιου οργανισμού τις εκτιμήσεις χρησιμοποιεί κανείς, χρειάζονται πολλές επενδύσεις μόνο και μόνο για να παραμείνουμε στο σημείο στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα.
Εν τω μεταξύ, η παραγωγή στις ΗΠΑ, η οποία κάποτε θεωρείτο ο παράγοντας – καταλύτης ο οποίος δυσκόλευε τη μελλοντική αύξηση της παραγωγής του OPEC, αυξάνεται με πολύ αργούς ρυθμούς.
Μέχρι το τέλος του επόμενου έτους, αναμένεται να είναι ακόμη περίπου 760.000 βαρέλια την ημέρα χαμηλότερα από το προ-πανδημικό υψηλό της. Οι “μεθυστικές” ημέρες της πρώτης και της δεύτερης “έκρηξης” του σχιστόλιθου έχουν πια περάσει.
Ανάγκη
Οι παγκόσμιες δαπάνες για πρότζεκτ πετρελαίου και φυσικού αερίου μειώθηκαν κατά 30%, στα 309 δισεκατομμύρια δολάρια το 2020 και έχουν ανακάμψει μόνον ελαφρά φέτος.
Πρέπει να επιστρέψουν σχεδόν στα προ πανδημίας επίπεδα των 525 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως για το υπόλοιπο της δεκαετίας για να καλύψουν την αύξηση της ζήτησης, σύμφωνα με τη δεξαμενή σκέψης International Energy Forum με έδρα στο Ριάντ, αλλά και σύμφωνα με συμβούλους της IHS Markit.
Οι δυτικοί κολοσσοί του πετρελαίου – εταιρείες όπως η Royal Dutch Shell, η BP, η TotalEnergies – εστιάζουν όλο και περισσότερο τις επενδύσεις τους στο φυσικό αέριο και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, σε βάρος του πετρελαίου. Η BP, για παράδειγμα, αναμένεται να αντλήσει περισσότερο πετρέλαιο το 2022 απ’ ό,τι φέτος, ωστόσο η παραγωγή της εξακολουθεί να αναμένεται να είναι 6,5% κάτω από το ανώτατο όριό της του 2017.
Πρόκειται για εταιρείες οι οποίες μπορούν να ελεγχθούν πολύ αποτελεσματικά όσον αφορά την τήρηση των περιβαλλοντικών τους υποχρεώσεων. Εάν δεν πρόκειται να καλύψουν το χάσμα μεταξύ της αυξανόμενης ζήτησης και της μείωσης της παραγωγής, τότε άλλες εταιρείες, των οποίων οι περιβαλλοντικές επιδόσεις είναι πιο δύσκολο να αστυνομευθούν, πιθανότατα θα το πράξουν.
Θα προτιμούσα, για παράδειγμα, να δω τη Shell να επενδύει στο κοίτασμα πετρελαίου Cambo στη Βόρεια Θάλασσα, παρά την Rosneft να λεηλατεί την τούνδρα της ρωσικής χερσονήσου Taymyr. Η πρώτη είναι πολύ πιο εύκολο να λογοδοτήσει εάν κάτι πάει στραβά.
Ο πρίγκιπας Abdulaziz δεν είναι ο μόνος ο οποίος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) είπε κάτι εξαιρετικά παρόμοιο, αν και χωρίς αριθμητικά στοιχεία, στο World Energy Outlook του, το οποίο δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο:
“Το γεγονός ότι δεν απαιτούνται νέα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στο NZE (σενάριο Καθαρών Μηδενικών Εκπομπών ρύπων έως το 2050) δεν σημαίνει ότι ο περιορισμός των επενδύσεων σε νέα πεδία θα οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα για την ενεργειακή μετάβαση σε αυτό το σενάριο. Εάν η ζήτηση παραμείνει σε υψηλότερα επίπεδα, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα περιορισμένη προσφορά τα έτη που έρχονται, αυξάνοντας τους κινδύνους για υψηλότερες και πιο ασταθείς τιμές”.
Αγνοούμε αυτές τις προειδοποιήσεις με δική μας ευθύνη και κίνδυνο. Μια πτώση της προσφοράς πετρελαίου κατά 30 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα μπορεί να φαντάζει ως νίκη για τους πιο κοντόφθαλμους περιβαλλοντικούς ακτιβιστές, ωστόσο μη συνοδευόμενη από αντίστοιχη πτώση της ζήτησης πετρελαίου, θα έρθει με έναν αντίτιμο το οποίο κανένας από εμάς δεν θα μπορεί να αντέξει οικονομικά – θα δούμε δηλαδή τιμές πετρελαίου σε επίπεδα που δεν είχαμε ποτέ φανταστεί.