Η ανακοίνωση του υπουργείου Άμυνας της Ρωσίας την Τρίτη ότι τα ρωσικά στρατεύματα άρχισαν να μετεγκαθίστανται στις μόνιμες βάσεις τους μετά από ασκήσεις στα ουκρανικά σύνορα δεν συνιστά – τουλάχιστον ακόμη – την πλήρη εξομάλυνση της κρίσης την οποία δημιούργησε ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν και στη συνέχεια ενισχυσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, με μια ρητορική “συναγερμικού” τύπου τους τελευταίους μήνες.
Ωστόσο, η προσοχή του κόσμου έχει επικεντρωθεί εδώ και αρκετό καιρό στην πιθανότητα μιας μεγάλης κλίμακας ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία, έτσι ώστε να μπορεί να γίνει ένας πρώτος, πρώιμος απολογισμός στρατηγικών και τακτικών κερδών και απωλειών από την πρόσφατη κλιμάκωση.
Κερδισμένοι και χαμένοι
Μέχρι στιγμής, τόσο ο Πούτιν όσο και ο Μπάιντεν φαίνεται να έχουν ωφεληθεί από την κρίση. Οι ευρωπαϊκές χώρες και ειδικά η Ουκρανία έχουν, συνολικά, χάσει.
Η μεγαλύτερη νίκη του Πούτιν είναι ότι έχει αποδείξει την δυνατότητά του – στην οποία είχε αναφερθεί τον Νοέμβριο – να ρυθμίζει την κλίμακα της έντασης η οποία σχετίζεται με την Ουκρανία κατά βούληση. Δεν του πήρε πολύ χρόνο για να τοποθετήσει μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη κοντά στα σύνορα της Ουκρανίας. Ακόμα κι αν ένα μέρος της φύγει τώρα από εκεί, όπως είπαν ότι θα συμβεί ο Πούτιν και οι υφιστάμενοί του την Τρίτη, ολόκληρη η στρατιωτική δομή της Ρωσίας φαίνεται να μετατοπίζεται λίγο-πολύ μόνιμα προς τα ουκρανικά σύνορα. Τα στρατεύματα που φεύγουν μπορούν έτσι κι αλλιώς να επιστρέψουν σε σύντομο χρόνο. Πάντα θα υπάρχει, άλλωστε, το πρόσχημα των στρατιωτικών ασκήσεων.
Το 2021, ο ρωσικός στρατός ξόδεψε μόνο το 86% περίπου των κονδυλίων του προϋπολογισμού του, ο οποίος ανέρχεται σε 1 τρισεκατομμύριο ρούβλια (13,2 δισ. δολ.). Χρηματοδοτείται αρκετά αφειδώς ώστε να μπορεί συνεχίσει να εξασκείται στη νοτιοδυτική Ρωσία και τη Λευκορωσία ακόμη και όλο τον χρόνο, εάν χρειαστεί.
Ο Πούτιν φαίνεται να έχει συνειδητοποιήσει ότι η απόκρυψη των κινήσεων των στρατευμάτων του είναι άσκοπη και αυτή η μη απόκρυψη τού δίνει τη δυνατότητα να κλιμακώνει την ένταση χωρίς να χρειαστεί να στείλει ούτε έναν στρατιώτη πέρα από τα σύνορα και χωρίς έτσι να δώσει στη Δύση ένα βιώσιμο πρόσχημα για κυρώσεις.
Ο Ρομπ Λι από το Ερευνητικό Ινστιτούτο Εξωτερικής Πολιτικής, ένας από τους πιο φημισμένους και ικανούς στρατιωτικούς αναλυτές στη διάρκεια της κρίσης, έχει γενικά κλίνει προς την πρόβλεψη μιας νέας εισβολής στην Ουκρανία – ωστόσο, όπως έγραψε πρόσφατα στο Twitter, εάν μια επίθεση ήταν στα άμεσα σχέδια της Ρωσίας, οι Ρώσοι στρατιώτες δεν θα ήταν πιθανότατα τόσο χαλαροί ως προς το να φωτογραφίζονται.
Προσοχή
Ειδικά τις τελευταίες εβδομάδες, αυτή η κλιμάκωση χαμηλού κόστους κέρδισε στον Πούτιν περισσότερη προσοχή από τους δυτικούς ηγέτες από εκείνη που είχε λάβει με την εισβολή του στην Κριμαία το 2014. Ο Μπάιντεν τον καλεί στο τηλέφωνο εκτάκτως και συχνά, ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν, ο καγκελάριος της Γερμανίας Όλαφ Σολτς και μια σειρά Βρετανοί υπουργοί σπεύδουν στη Μόσχα για να τον αποτρέψουν από το να επιτεθεί. Αυτές οι συναντήσεις τού επιτρέπουν να εκφράσει τα ευρύτερα παράπονά του, αλλά και τις απαιτήσεις του στον τομέα της ασφάλειας.
Ακόμα κι αν τα παράπονά του δεν αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη συμπάθεια, φυτεύουν στο μυαλό των ξένων ηγετών ότι πρέπει να δοθεί κάτι στη Ρωσία – ότι δηλαδή, τελικά, έχει το δικαίωμα να ανησυχεί για την ασφάλειά της.
Όπως έγραψε στο κανάλι της στο Telegram η Μαργαρίτα Σιμονιάν, επικεφαλής του διεθνούς προπαγανδιστικού κρατικού δικτύου της Ρωσίας RT, “κανείς δεν ήθελε να μιλά μαζί μας για ζητήματα ασφάλειας, ενώ τώρα υπάρχει μια ουρά επισκεπτών οι οποίοι θέλουν να απολαύσουν τα αξιοθέατα της Μόσχας τον Φεβρουάριο”.
Οι ξένοι ηγέτες δεν έχουν την πολυτέλεια να απορρίπτουν τους μονολόγους του Πούτιν για ζητήματα ιστορίας και για το πόσο θύμα έχει σταθεί η Ρωσία έναντι του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, ακόμα κι αν καταχράται τον χρόνο τους και τους αποσπά την προσοχή από επείγουσες εσωτερικές ανησυχίες στις χώρες τους. Δεν έχουν την πολυτέλεια να θεωρηθεί ότι αγνοούν την απειλή ενός μεγάλου πολέμου στην Ευρώπη, επομένως είναι “αγκιστρωμένοι” στην καρέκλα τους. Πρέπει επίσης να είναι προσεκτικοί στο πώς θα επιλέξουν να τιμωρήσουν τον Πούτιν για την κλιμάκωση, ώστε πραγματικά να αποτρέψουν μια αιματοχυσία: εάν η οικονομική τιμωρία επιβληθεί ακόμη και ελλείψει πολέμου, τότε γιατί ο Πούτιν να μην τον ξεκινήσει;
Υποκρισία;
Ένα ακόμη κέρδος για τον Πούτιν έχει να κάνει με την οπτική που παρείχε ως προς τη συμπεριφορά των δυτικών χωρών απέναντι στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η απομάκρυνση διπλωματών, κυρίως των Αμερικανών, από το Κίεβο πριν πέσει ο παραμικρός πυροβολισμός μπορεί να ήταν μια λογική κίνηση μετά το φονικό χάος του αεροδρομίου της Καμπούλ, ωστόσο δεν παρείχε στους Ουκρανούς – που δεν έχουν πού να καταφύγουν εάν ξεσπάσει πόλεμος – την ηθική υποστήριξη η οποία τους άξιζε εν μέσω μιας δύσκολης κατάστασης. Ο Καναδάς και το Ηνωμένο Βασίλειο απέσυραν ακόμη και τους στρατιωτικούς τους εκπαιδευτές – και πάλι, για απολύτως βάσιμους λόγους, ωστόσο το μήνυμα προς τα ουκρανικά στρατεύματα ήταν ξεκάθαρο: θα πολεμήσετε μόνοι σας.
Οι Ουκρανοί δεν θα απομακρυνθούν από τη Δύση προσεγγίζοντας τον Πούτιν εξαιτίας των παραπάνω, ωστόσο η πρόσληψη αυτής της στάσης ως υποκρισίας θα είναι δύσκολο να ξεχαστεί. Αντίθετα, για παράδειγμα, η Πολωνία δεν έχει απομακρύνει διπλωμάτες παρά τα πανικόβλητα μηνύματα των ΗΠΑ περί εισβολής – κι αυτό και πάλι θα το θυμούνται οι Ουκρανοί.
Είναι επίσης προς όφελος του Πούτιν ότι, παρά την αποτυχία των προσπαθειών του να πείσει τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους εταίρους τους να πιέσουν την Ουκρανία να αποδεχθεί τις Συμφωνίες του Μινσκ του 2015 και επομένως ένα ειδικό καθεστώς για τις αποσχισθείσες φιλορωσικές ουκρανικές επαρχίες στα ανατολικά, το Μινσκ επέστρεψε στο τραπέζι ως λύση στην κρίση. Το ελεγχόμενο από τον πρόεδρο Πούτιν κοινοβούλιο της Ρωσίας κάλεσε την Τρίτη τον αρχηγό του κράτους να αναγνωρίσει τις αποσχισθείσες επαρχίες της Ουκρανίας ως ανεξάρτητα κράτη.
Επρόκειτο ξεκάθαρα για μια κίνηση του Κρεμλίνου, το οποίο χρησιμοποίησε το νομοθετικό σώμα προκειμένου να περιγράψει την εναλλακτική στο Μινσκ λύση: αυτή ισοδυναμεί με προσάρτηση στη Ρωσία των δύο ουκρανικών επαρχιών, χωρίς να χρειαστεί καμία περαιτέρω εισβολή. Αυτή η επιλογή εξακολουθεί να είναι μια δυνητικά ισχυρή κίνηση την οποία μπορεί να κάνει ο Πούτιν. Θα ήταν δημοφιλής στην ίδια τη Ρωσία, ενώ δεν θα απαιτούσε υπερβολικές κυρώσεις από πλευράς Δύσης, δεδομένου ότι η ανατολική Ουκρανία βρίσκεται ήδη ντε φάκτο υπό τον έλεγχο της Ρωσίας.
Ο Μπάιντεν νικητής στον “πόλεμο της πληροφορίας”
Ωστόσο, η διαμάχη γύρω από την Ουκρανία μεταξύ του Κρεμλίνου και του Λευκού Οίκου δεν ήταν παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Οι Ρώσοι προπαγανδιστές θα προσπαθήσουν να γελοιοποιήσουν την κάλυψη της κρίσης από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία επικαλούνταν ανώνυμους αξιωματούχους και κατασκόπους και θα κοροϊδεύουν τις συνεντεύξεις Τύπου στις οποίες γινόταν επίκληση ασαφών αναφορών μυστικών υπηρεσιών, ωστόσο ο Μπάιντεν στην πραγματικότητα έχει αναδειχθεί νικητής στον πόλεμο της πληροφορίας.
Δεν υπήρχε ποτέ ιδιαίτερος λόγος να πιστεύουμε αυτά που λένε στα μέσα ενημέρωσης κατάσκοποι – Αμερικανοί, Ρώσοι ή από οποιαδήποτε άλλη χώρα, οπότε δεν έχει σημασία εάν η αξιοπιστία τους υφίσταται περαιτέρω πλήγμα. Η κυβέρνηση Μπάιντεν, από την πλευρά της, έχει χρησιμοποιήσει με μαεστρία νεφελώδεις ή ακόμα και λανθασμένες πληροφορίες από πηγές των μυστικών υπηρεσιών προκειμένου να δημιουργήσει την αίσθηση ότι παραμένει ένα βήμα μπροστά από τον Πούτιν. Επειδή μια τέτοια τακτική βγάζει νόημα, οι αναπόφευκτοι ισχυρισμοί του Μπάιντεν ότι εκτόνωσε την κρίση κυρίως μέσω του να της δίνει δημοσιότητας και όχι μέσω ουσιαστικών παραχωρήσεων θα αντιμετωπιστούν ευμενώς στο εσωτερικό των ΗΠΑ και στις περισσότερες δυτικές χώρες.
Η “επίδειξη” του Μπάιντεν ήταν πιο λεπτή σε τόνο, αν και λιγότερο θεαματική από εκείνη του Ρώσου αντιπάλου του. Και έχει ανταμειφθεί με έναν σημαντικό τρόπο: ο Πούτιν δεν μπόρεσε να τον αναγκάσει ή να τον ξεγελάσει ώστε να προβεί σε εκχωρήσεις. Ο Μπάιντεν, κατά κάποιο τρόπο, δεν έχει καν ξεκινήσει κάποια διαπραγμάτευση, ενώ ο Πούτιν και οι αξιωματούχοι του έχουν γευτεί ξανά και ξανά την απόρριψη όσων ζητούν από την “ουρά επισκεπτών” για την οποία έγραψε η Σιμονιάν. Εάν επρόκειτο για αγώνα με κάποιο έπαθλο, ο Μπάιντεν θα ήταν ο ελαφρύς πυγμάχος ο οποίος χορεύει ευέλικτα γύρω από έναν πιο “διψασμένο” αντίπαλο, ο οποίος ρίχνει πολλές άγριες μπουνιές. Αυτή είναι μια εικόνα που αρμόζει στη μακρά εμπειρία του Μπάιντεν στην πολιτική, η οποία ξεκινά πολύ πιο παλιά από εκείνη του Πούτιν.
Οι Ευρωπαίοι στο “καναβάτσο”
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, αντίθετα, έχουν αποδειχθεί ανίκανοι για μια τέτοια ευκινησία. Ο Πούτιν τους υπέβαλε σε εκείνο που έγινε γνωστό ως “διπλωματία του μακρού τραπεζιού”, λόγω του επίπλου μήκους 5,5 μέτρων από την άκρη του οποίου τους κοιτούσε κατά τις συζητήσεις τους.
Δεν κατάφεραν καμία πρόοδο στις διαπραγματεύσεις μαζί του, ακούγοντας τον υπάκουα σε κοινές συνεντεύξεις Τύπου να κάνει ανατριχιαστικά αστεία για την Ουκρανία (“Ησύχασε και δέξου το, ομορφιά μου”, τόνισε άσεμνα ο Ρώσος πρόεδρος απευθυνόμενος στη γειτονική του χώρα, όταν μιλούσε για τις συμφωνίες του Μινσκ) και να την κατηγορεί για “γενοκτονία” κατά των ρωσόφωνων των αποσχιστικών ουκρανικών επαρχιών.
Οι συνομιλίες του “Σχήματος της Νορμανδίας” στο Βερολίνο, στις οποίες Γάλλοι και Γερμανοί αξιωματούχοι προσπάθησαν να μεσολαβήσουν μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών απεσταλμένων, απέτυχαν μετά από εννέα εξαντλητικές ώρες. Όσον αφορά τις διπλωματικές απόπειρες του Ηνωμένου Βασιλείου, φάνηκαν ολοφάνερα εκτός τόπου και χρόνου, μερικές φορές ακόμη και κωμικές, όπως φαντάζει και η ίδια η χώρα όσον αφορά τα ευρωπαϊκά ζητήματα, μετά την αποχώρησή της από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και η Ουκρανία;
Ωστόσο, η ίδια η Ουκρανία βγήκε η περισσότερο χαμένη. Τα πανικόβλητα μηνύματα των ΗΠΑ περί εισβολής την έχουν βλάψει στα μάτια των επενδυτών. Διπλωμάτες να φεύγουν και πολεμικοί ανταποκριτές να καταφθάνουν δεν είναι ακριβώς εικόνα για την οποία θα πανηγύριζε μια οικονομικά επισφαλής χώρα. Η ουκρανική χρίβνια έχει υποχωρήσει κατά περίπου 8% από τα μέσα Νοεμβρίου, όταν ξεκίνησε η κρίση – και η πτώση θα ήταν ακόμη πιο απότομη εάν δεν παρενέβαινε η ουκρανική κεντρική τράπεζα.
Οι έντονες αντιρρήσεις του προέδρου Βολόντιμιρ Ζελένσκι για τη θεωρία της “επικείμενης εισβολής” δεν εισακούστηκαν, ενώ και ο ίδιος δεν έχει πολλά να δείξει ως επιτυχίες από μια σειρά επισκέψεων υψηλού επιπέδου στο Κίεβο. Στην Ουκρανία χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να πείσει τις περισσότερες ξένες αεροπορικές εταιρείες – με αξιοσημείωτη εξαίρεση την ολλανδική KLM – να συνεχίσουν να πετούν από και προς το Κίεβο.
Το μόνο το οποίο έχει λάβει ως αντάλλαγμα η Ουκρανία είναι η υπόσχεση για εγγύηση δανείου 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων από την αμερικανική κυβέρνηση και ορισμένες αποστολές όπλων από τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους, τα οποία, όπως όλοι – συμπεριλαμβανομένων και των ίδιων των Ουκρανών – καταλαβαίνουν, δεν φτάνουν για να κερδίσουν έναν πόλεμο με τη Ρωσία. Η βοήθεια την οποία λαμβάνει η Ουκρανία σε προμήθειες όπλων αντισταθμίζεται από τη βεβαιότητα – που τώρα επιβεβαιώνεται από τις εκκενώσεις διπλωματικού προσωπικού – ότι τα μέλη του ΝΑΤΟ θα κάνουν ό,τι μπορούν για να αποφύγουν μια άμεση σύγκρουση με τη Ρωσία.
Τα συμφέροντα του Πούτιν εξυπηρετούνται από τη μετατροπή της Ουκρανίας σε πιόνι ενός παιχνιδίου μεγάλων δυνάμεων. Οι δυτικοί ηγέτες μπορεί να επιμένουν ότι αυτό δεν θα συμβεί και ότι οι επιλογές των Ουκρανών θα γίνουν σεβαστές, ωστόσο η δυναμική της τρέχουσας κρίσης αντιφάσκει με τις δηλώσεις τους.
Ο Ζελένσκι – και γενικά οι Ουκρανοί – έχουν δείξει μια απίστευτη στωικότητα απέναντι σε γεγονότα τα οποία δεν μπορούσαν εκ των πραγμάτων να επηρεάσουν. Παρά τη γενναιότητά τους, οι μανούβρες των μεγάλων δυνάμεων σημαίνουν ότι τα χειρότερα μπορούν ακόμη να συμβούν, ακόμη και λόγω ατυχήματος.
Το μόνο που μπορεί να κάνει ο Ζελένσκι είναι να σφίξει τα δόντια και να προσπαθήσει να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο ατυχημάτων που θα μπορούσαν να ξεκινήσουν έναν πόλεμο. Ένας συμβιβασμός με τον Πούτιν είναι πολιτικά ανέφικτος γι’ αυτόν, επομένως πρέπει να κρατηθεί γερά και να παρακολουθήσει τον Μπάιντεν να παλεύει με τον Ρώσο αντίπαλό του. Πρόκειται για μια διόλου αξιοζήλευτη θέση. Η Δύση οφείλει στην Ουκρανία μια καλύτερη προσπάθεια – τόσο σε διπλωματικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο – για να την καταστήσει βιώσιμη.