Ο Sinan Ulgen, πρόεδρος του τουρκικού think tank EDAM, σχολιάζει με άρθρο του στο Bloomberg την νέα δυνατότητα που απέκτησε η Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου είναι η επιτομή των αλλαγών στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων: η αμερικανική απόσυρση, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη αναποτελεσματικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημιούργησε χώρο για κάποιους τοπικούς «παίκτες» να παίξουν το χαρτί της σκληρής πολιτικής ισχύος.
Αντιμέτωπη με μια ομάδα αντίπαλων χωρών, όπως Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ και Αίγυπτος που σκοπεύουν να κεφαλαιοποιήσουν τις υπεράκτιες πηγές ενέργειας της Ανατολικής Μεσογείου, η Τουρκία πέρυσι πέρασε σε σκληρή αντεπίθεση γεωπολιτικών διεκδικήσεων.
Σε διπλωματικό επίπεδο, η Άγκυρα υπέγραψε τον περασμένο Νοέμβριο συμφωνία με την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας της Τρίπολης (GNA), προκειμένου να οριοθετήσουν τα διμερή θαλάσσια σύνορα.
Η συμφωνία υπογράμμιζε την επιθυμία της Άγκυρας για εκτεταμένη υφαλοκρηπίδα στην Ανατολική Μεσόγειο και ερχόταν σε σύγκρουση με τον διαμοιρασμό που είχαν σχεδιάσει οι αντίπαλες χώρες.
Ως αντάλλαγμα, η Τουρκία υποσχέθηκε να δώσει στρατιωτική βοήθεια στην GNA, για τη μάχη της κατά των δυνάμεων του Χαλίφα Χαφτάρ. Η βοήθεια έφτασε υπό τη μορφή εξελιγμένα όπλα, όπως οπλισμένα drones, καθώς και Τούρκους στρατιωτικούς συμβούλους, ειδικά στρατεύματα και Σύρους αντιπροσώπους.
Ολα αυτά φαίνεται να απέδωσαν καρπούς. Η υποστήριξη της Τουρκίας επέτρεψε στο GNA να οδηγήσει σε μια σειρά από ήττες τον Χαφτάρ, ο οποίος υποστηρίζεται από την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Ρωσία και τη Γαλλία. Ο διοικητής των ανταρτών αναγκάστηκε να αποδεχτεί κατάπαυση του πυρός.
Η Τουρκία όμως έδρασε αποφασιστικά και στη θάλασσα, εμποδίζοντας την εξερεύνηση για φυσικό αέριο από ιδιωτικές εταιρείες στις αμφισβητούμενες ζώνες της Μεσογείου και ξεκινώντας τις δικές της αποστολές εξερεύνησης. Η κυβέρνηση Ερντογάν κέρδισε τη λαϊκή υποστήριξη για αυτή τη στάση, η οποία αποτελεί μέρος του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», ζητώντας μια πιο επιθετική υπεράσπιση των υπεράκτιων κυριαρχικών δικαιωμάτων της Τουρκίας.
Με το να εμποδίζει εξελίξεις που δεν εξυπηρετούν το εθνικό της συμφέρον, η Τουρκία απέδειξε την ικανότητά της να θέτει «βέτο» στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ωστόσο, για να αξιοποιήσει τα στρατηγικά της κέρδη, η Άγκυρα πρέπει τώρα να δώσει προτεραιότητα στην πολυμερή διπλωματία, ειδάλλως κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε περιφερειακές συγκρούσεις.
Ο κίνδυνος συνίσταται στο ότι ο Ερντογάν, παίρνοντας θάρρος από αυτά τα πρώιμα κέρδη, θα επενδύσει ακόμα περισσότερα στην επιθετική πολιτική διεκδικήσεων, σε βάρος της διπλωματίας και της δημιουργίας συμμαχιών. Κάτι τέτοιο θα κάνει ακόμα πιο ισχυρές τις συμμαχίες κατά της Τουρκίας, τόσο στην ξηρά, όσο και στη θάλασσα.
Η επίλυση αυτών των συγκρούσεων θα απαιτήσει επίσης την αναθεώρηση της δυσλειτουργικής προσέγγισης της Τουρκίας από την ΕΕ.
Κι όπως έχουν τα πράγματα, οι Ευρωπαίοι δεν έχουν ικανό μοχλό πίεσης προς τον Ερντογάν, αντιθέτως η Τουρκία μπορεί να πιέσει την Ευρώπη με τις μεταναστευτικές ροές.
Η δυσχέρεια της ΕΕ είναι απότοκο της καθυστέρησης της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας και της αποτυχίας των Βρυξελλών να παρουσιάσουν μια νέα εποικοδομητική συνεργασία με την Άγκυρα. Η αντιπαράθεση στην Ανατολική Μεσόγειο αποτελεί ένα σημείο εισόδου για την επανασύνδεση της ΕΕ με την Άγκυρα.
Μια καλή αρχή, κατά τον Ulgen, θα ήταν ο ορισμός ειδικού αντιπροσώπου από την ΕΕ στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, όπως έχει κάνει και με την ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή και στο Κέρας της Αφρικής.
Ο αντιπρόσωπος θα ήταν επιφορτισμένος με τη διεξαγωγή των διπλωματικών επαφών μεταξύ της Άγκυρας, των Βρυξελλών, της Αθήνας και της Λευκωσίας για να επιτευχθεί συμφωνία για την κοινή χρήση των φυσικών πόρων. Αυτό θα επέτρεπε στην ΕΕ να αντιμετωπίσει τις διαφορές της με την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς να «μολύνεται» από την τοξικότητα άλλων διμερών διαφορών.
Η ΕΕ θα πρέπει να συνδυάσει αυτή την πρωτοβουλία με πρόσθετα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
Το πιο ρεαλιστικό βήμα θα ήταν να εγκριθεί τελικά η έναρξη διαπραγματεύσεων για τον εκσυγχρονισμό της τελωνειακής ένωσης Τουρκίας – ΕΕ, που καθυστερεί από τον Δεκέμβριο του 2016 με ευθύνη της ΕΕ, φαινομενικά λόγω της δημοκρατικής οπισθοδρόμησης της Τουρκίας.
Μια δεύτερη επιλογή θα ήταν να δοθεί μια σεβαστή οικονομική βοήθεια στους γείτονες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας, για την αντιμετώπιση των αρνητικών οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας του κορωνοϊού.
Η Τουρκία θα πρέπει να κάνει τα δικά της βήματα, ίσως ξεκινώντας από βελτιώσεις στο κράτος δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος. Ένα άμεσο όφελος για την ΕΕ θα ήταν η καλύτερη συμμόρφωση με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Τελικά, για να λειτουργήσει ένας ενάρετος κύκλος δέσμευσης αφενός της ΕΕ και αφετέρου μεταρρυθμίσεων από την πλευρά της Τουρκίας, η ευρωπαϊκή προσφορά πρέπει να θεωρηθεί στην Άγκυρα ως πραγματικά ουσιαστική και αξιόπιστη. Ομοίως, το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Τουρκίας πρέπει να είναι αληθινό και συνεπές. Οι αυξανόμενες εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο θα μπορούσαν ενδεχομένως να προσφέρουν την ώθηση που λείπει από την Άγκυρα και τις Βρυξέλλες, ώστε να βάλουν σε νέες βάσεις τη σχέση τους προς ένα πιο εποικοδομητικό μέλλον.