Τον κίνδυνο να χάσει η Ελλάδα άλλη μια δεκαετία επισημαίνει δημοσίευμα του Bloomberg.
Σε άρθρο του με τίτλο «Η Ελλάδα κάνει σιωπηλά πίσω στις μεταρρυθμίσεις» το ειδησεογραφικό πρακτορείο επισημαίνει ότι η μπορεί η ανάπτυξη στη χώρα μας να δείχνει ότι έχει σταθεροποιηθεί σε χαμηλό βαθμό και κάποιοι να το βλέπουν ως σημάδι επιστροφής στην κανονικότητα, αλλά «το πρόβλημα με αυτή την αισιοδοξία είναι πως δεν είναι ξεκάθαρο από πού θα προκύψουν οι μελλοντικές κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης. Η κατανάλωση των νοικοκυριών έχει κάπως ανακάμψει, αλλά με μια μέση ανάπτυξη 0,65% το 2017, παραμένει αδύναμη. Και με τις σχεδιαζόμενες πρόσθετες αυξήσεις φόρων και περικοπές συντάξεων, είναι δύσκολο να δει κανείς περιθώρια επιπλέον επιτάχυνσης».
Στο άρθρο υπογραμμίζεται ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει κάνει πίσω σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις όπως η ιδιωτικοποίηση σημαντικών βιομηχανιών, αναφέροντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την εικόνα εγκατάλειψης στο αεροδρόμιο του Ελληνικού που θυμίζει την αποτυχία της χώρας μας να εκμεταλλευτεί τα περιουσιακά της στοιχεία. Αλλά και οι δαπάνες για επενδύσεις παραμένουν αναιμικές αφού πέρυσι ήταν στο 11% του ΑΕΠ σε σχέση με το 27% το 2007 και τα περισσότερα κεφάλαια για επενδύσεις προέρχονται αυτή τη στιγμή από την Ε.Ε., καθώς «οι συνεχείς αλλαγές στο φορολογικό περιβάλλον και η αδύναμη εγχώρια ζήτηση, εν μέρει, περιορίζουν την όρεξη των επενδυτών από το εξωτερικό».
Μεταξύ άλλων, γίνεται αναφορά και στο θέμα του χρέους, όπου η αρθρογράφος Φύλλις Παπαδαυίδ υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει επαρκής σαφήνεια, ενώ οι προοπτικές δεν διαφαίνονται πολλά υποσχόμενες:
«Η Ευρώπη δεν αναμένεται να συμφωνήσει σε ουσιαστική διαγραφή χρέους, καθώς θα θέλει να διασφαλίσει ότι ο υπερβολικός δανεισμός της Ελλάδας δεν θα επαναληφθεί αλλού στην Ευρωζώνη. Με την αναλογία χρέους -ΑΠΕ στο 176% και μικρές προοπτικές επιτάχυνσης της ανάπτυξης ή υγιείς εισροές κεφαλαίων, οι επενδύσεις στην Ελλάδα δεν είναι για όσους έχουν αδύναμη καρδιά».
Παράλληλα γίνεται λόγος για χρόνια προβλήματα όπως το πελατειακό σύστημα, η γραφειοκρατία, -η οποία εγείρει εμπόδια σε πολύτιμες επενδύσεις από το εξωτερικό, με αποτέλεσμα σημαντικοί κλάδοι που μπορούν να συνδράμουν στην οικονομία να στερούνται πόρων και μετάδοσης γνώσεων- και η υπερβολική εποπτεία.
Το δημοσίευμα τονίζει ότι πρέπει να σταματήσει η εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από την κατανάλωση και τη σώρευση χρέους, να δοθεί έμφαση σε κλάδους όπως η μεταποίηση, και να δημιουργηθεί μια «κακή τράπεζα» -μοντέλο που έχει αποδώσει αλλού, της Ισπανίας περιλαμβανομένης-, όπου θα μεταφερθούν «κόκκινα» δάνεια, ώστε να ενισχυθεί η δυνατότητα των τραπεζών να ρίξουν χρήμα στην αγορά, πράγμα ουσιαστικής σημασίας για τις επενδύσεις, ειδικά όσον αφορά τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Και καταλήγει: «Όταν βγει η Ελλάδα από το πρόγραμμα διάσωσης σε λίγους μήνες, θα πρέπει να αντιμετωπίσει μια παραπαίουσα ανάπτυξη, να ανοικοδομήσει το τραπεζικό της σύστημα και να ενδυναμώσει μια μεταρρυθμιστική ατζέντα που θα ξεριζώσει τον δημόσιο τομέα για χάρη μιας ανταγωνιστικότερης οικονομίας, ωθούμενης μάλλον από τις επενδύσεις και το εμπόριο παρά από τις κρατικές δαπάνες και τις βοήθειες από την ΕΕ. Ελλείψει αυτών, θα αντιμετωπίσει δυσμενείς συνθήκες χρηματοδότησης και, ίσως ακόμη χειρότερα, άλλη μια χαμένη δεκαετία».