Η γαλλική τράπεζα BNP Paribas επισημαίνει ότι στις 5 Ιουνίου 2024, η Eurobank, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η Alpha Bank και η Τράπεζα Πειραιώς (με αυτή τη σειρά οι πρώτοι έως τέταρτοι μεγαλύτεροι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι με βάση το κεφάλαιο CET1) έλαβαν άδεια από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να καταβάλουν ως μέρισμα σταθμισμένο μέσο όρο 24% του καθαρού εισοδήματός τους του 2023, που αναλογεί στους κατόχους των μετοχών τους.
Η εν λόγω πληρωμή, συνολικού ύψους 875 εκατ. ευρώ, το 93% της οποίας έχει τη μορφή μερίσματος, είναι η πρώτη του είδους της από το 2008 για τις εν λόγω τράπεζες, οι οποίες μεταξύ τους αντιπροσωπεύουν περίπου το 90% του συνολικού ενεργητικού του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Μετά τις ζημίες-ρεκόρ ύψους 28 δισ. ευρώ που καταγράφηκαν το 2011 και την αύξηση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων στο 41% το 2015, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει εξυγιάνει σημαντικά τους ισολογισμούς του.
Τα συνολικά δηλωθέντα καθαρά κέρδη για τις τράπεζες του δείγματος ήταν θετικά για δεύτερη συνεχή χρονιά το 2023, κάτι πρωτόγνωρο από το 2010. Στις 31 Δεκεμβρίου 2023, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων είχε υποχωρήσει σε ένα σταθμισμένο μέσο όρο 3,1%, ως αποτέλεσμα των εκποιήσεων και των τιτλοποιήσεων -ιδίως στο πλαίσιο του προγράμματος δημοσίων εγγυήσεων Ηρακλής ΙΙΙ-, φέρνοντάς τον πιο κοντά στον μέσο όρο της ευρωζώνης του 2%.
Τέλος, ο δείκτης κεφαλαίου CET1 διαμορφώθηκε σε 15,9% κατά μέσο σταθμισμένο όρο, υψηλότερα από τις εποπτικές απαιτήσεις και συστάσεις. Έτσι, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων επέστρεψε σε επίπεδο παρόμοιο με εκείνο του 2008, ενώ το κεφάλαιο είναι διπλάσιο από ό,τι τότε και υπό πολύ αυστηρότερους ορισμούς.
«Αναγνωρίζοντας αυτές τις ενθαρρυντικές τάσεις, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έχει επιταχύνει την πώληση των συμμετοχών του στο μετοχικό κεφάλαιο των τεσσάρων τραπεζών, οι οποίες κορυφώθηκαν μεταξύ 81% και 99% το 2013, σε βαθμό που να κατέχει μόνο το 18,4% της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος στις 30 Μαρτίου 2024», εξηγεί η γαλλική τράπεζα.
«Τα στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο του 2024 δείχνουν ότι τα πράγματα συνεχίζουν να κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, οι βασικές μειώσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ που ξεκίνησαν στις 6 Ιουνίου 2024 θα μειώσουν τα καθαρά έσοδα από τόκους στις ελληνικές τράπεζες, δεδομένου ότι οι καταθέσεις αντιπροσωπεύουν το 73% των συνολικών υποχρεώσεών τους, περιορίζοντας έτσι την εσωτερική τους ικανότητα να παράγουν κεφάλαια.
Αυτό θα μειώσει τον ρυθμό βελτίωσης της ποιότητας του συνολικού κεφαλαίου, το οποίο εξακολουθεί να περιλαμβάνει 44% των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων και 9% των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, για τις οποίες η ικανότητα απορρόφησης ζημιών είναι μικρότερη από εκείνη του κεφαλαίου CET1», καταλήγει η BNP Paribas.
Πηγή euro2day.gr