Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Η προφανής ανάλυση όταν διαβάζει κανείς δηλώσεις του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αναφορικά με το ελληνικό χρέος είναι πως δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. Ότι τα πράγματα θα μετατεθούν για το 2018 και αν, όσον αφορά τα μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και ότι τώρα θα πάρουμε μόνο τα βραχυπρόθεσμα και αυτά, αν κλείσουμε έγκαιρα την αξιολόγηση.
Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο: όντως βιαζόμαστε να κλείσουμε την αξιολόγηση, δεν είναι αστείο αυτό το πράγμα ούτε αυτή τη φορά έχουμε άπειρο χρόνο μπροστά μας. Γιατί; Γιατί, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, το QE του Ντράγκι κρατάει μέχρι τον Μάρτιο και ο ίδιος δέχεται σοβαρότατες πιέσεις, κυρίως από το Βερολίνο, να μην το επεκτείνει. Έτσι, η κυβέρνηση θέλει να μπούμε οπωσδήποτε στο QE ακόμα και για μερικούς μήνες, προκειμένου να δοθεί ισχυρό σήμα προς την επενδυτική κοινότητα πως η ελληνική οικονομία επιστρέφει στην κανονικότητα.
Ο κ. Ντράγκι όμως για να μας βάλει στο πρόγραμμα, πρέπει να έχει δύο δεδομένα: αφενός να έχει κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση επιτυχώς και αφετέρου να έχει γίνει κάποια παρέμβαση στο χρέος. Το πρώτο η κυβέρνηση το θέλει και μάλιστα όσο πιο γρήγορα γίνεται. Πώς θα το κάνει, με αυτή τη διαφορά θέσεων στα εργασιακά; Δεν είμαι σε θέση να το πω, ακόμα είμαστε περίπου σε αναγνωριστικό στάδιο. Αλλά, οι παροικούντες του Μαξίμου εκτιμούν πως εύκολα ή δύσκολα θα κλείσει. Και μετά, έρχονται τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, τα οποία συγκεκριμενοποιεί ο ESM. Αυτά θα εγκριθούν, γιατί αυτό έχει υπογραφεί και σε αυτό συναινεί και ο κ. Σόιμπλε.
Θα μείνουμε όμως μόνο με τα βραχυπρόθεσμα; Φαινομενικά ναι, στην πράξη όχι απολύτως. Όπως είδαμε από το προηγούμενο Eurogroup, το ΔΝΤ εκτιμάται πως θα μπει με πλήρη χρηματοδότηση στο πρόγραμμα. Μάλλον πάμε, σιωπηρώς πάντα, προς μια δομή «βραχυπρόθεσμα +», όπως είπε το βράδυ της Πέμπτης και ο Μπάμπης Παπαδημητρίου στον ΣΚΑΪ και γράψαμε και την Τετάρτη. Αυτό συζητείται στο παρασκήνιο τώρα, διότι το ΔΝΤ δεν μπαίνει από την καλή του την καρδιά. Απλώς, πρέπει να διαμορφωθεί μια φόρμουλα, την οποία και το ΔΝΤ θα μπορέσει να περάσει από το Δ.Σ. του και ο κ. Τσίπρας να εργαλειοποιήσει και οι Ευρωπαίοι και ειδικά ο κ. Σόιμπλε να μην χρειαστεί να την περάσουν από τα κοινοβούλιά τους, αφού δεν θα έχει αποφασιστική ισχύ ευθύς αμέσως.
Έτσι, λοιπόν, φυσικά και δεν υπήρξε καμία δημόσια αναφορά επί του ζητήματος από τους κ.κ. Ομπάμα και Μέρκελ στη συνέντευξη Τύπου στο Βερολίνο, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως το θέμα δεν έχει συζητηθεί σε κάποια από τις δύο συναντήσεις τους. Άλλωστε, γιατί να μιλήσει κανείς δημοσίως για ένα άβολο θέμα, για το οποίο υπάρχει παρασκηνιακή διεργασία, ιδίως από τη στιγμή που δεν ρωτήθηκε σχετικά;