Γράφει ο Ιωάννης Γ. Σαββίδης*
Τον Αύγουστο του 2014 η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και ο Καναδάς τελείωσαν τις διαπραγματεύσεις για την Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία –γνωστή κι ως CETA (Comprehensive Economic and Trade Agreement). Με το τέλος των διαπραγματεύσεων ήταν έτοιμη για επικύρωση. Εικοσιέξι μήνες μετά, η συμφωνία όχι μόνο δεν έχει επικυρωθεί αλλά απειλείται με εκτροχιασμό.
Τί είναι όμως η CETA και τι προβλέπει; Πρόκειται για μια εμπορική συμφωνία μεταξύ της ΕΕ και του Καναδά. Προβλέπει την σχεδόν καθολική άρση των δασμών και άλλων εμποδίων στην ελεύθερη διακίνηση των προϊόντων και υπηρεσιών. Το 98,6% των δασμών από τον Καναδά θα καταργηθούν, με το ποσοστό άρσης της ΕΕ να αγγίζει το 98,7%. Η άρση θα γίνει σε τέσσερα στάδια: με την επικύρωση της συμφωνίας, σε 3, 5 και 7 έτη. Επιπροσθέτως, λαμβάνει υπόψη σημαντικές διαφορές της διάρθρωσης του εμπορίου των κρατών-μελών της ΕΕ και του Καναδά, προσπαθώντας να περιορίσει οποιαδήποτε ‘’αδικία’’.
Γενικά, η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου παρουσιάζει οφέλη. Αυξάνει την ανταγωνιστικότητα, δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, δημιουργεί νέες αγορές, μειώνει τις τιμές και αυξάνει τις ποικιλίες προϊόντων. Έχει όμως παρενέργειες. Οι ανειδίκευτοι εργαζόμενοι δυσκολεύονται να βρουν χώρο εργασίας και οι λιγότερο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις αναγκάζονται να σταματήσουν τη λειτουργία τους οδηγώντας τους εργαζομένους τους στην ανεργία. Οι αντιτιθέμενοι στην ΕΕ φαίνεται να εστιάζονται στα αρνητικά παρά το γεγονός ότι η CETA προβλέπει, όπως κάθε συμφωνία αυτής της μορφής, την προστασία των περισσότερο ευάλωτων επαγγελμάτων με την μη ολοκληρωτική άρση των δασμών. Παράλληλα, προβλέπεται η επιχορήγηση αγροτικών προϊόντων στο εσωτερικό των συμβαλλόμενων μερών, με την προϋπόθεση ότι οι επιχορηγήσεις δεν θα βλάψουν τα συμφέροντα της άλλης πλευράς.
Από την πλευρά της ΕΕ αναμένεται να εξοικονομούνται €470 εκ τον χρόνο για βιομηχανικά προϊόντα, λόγω άρσης δασμών. Δημιουργούνται νέες ευκαιρίες εργασίας για υπηρεσίες όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι μεταφορές και τα χρηματοοικονομικά. Ο Καναδάς έχει συμφωνήσει να προστατεύσει 173 GIs, δηλαδή προϊόντα με Γεωγραφική ένδειξη Προέλευσης (Geographical Indication). Αυτό σημαίνει πως προϊόντα από παραδοσιακές περιοχές της ΕΕ, όπως οι ελιές Καλαμών και το ροκφόρ, θα προστατευθούν από απομιμήσεις. Τα φαρμακευτικά προϊόντα επίσης θα προστατευθούν από απομιμήσεις. Τέλος, θα ληφθούν περιβαλλοντικά μέτρα που αντιστοιχούν στο σύμφωνο του Παρισιού.
Ο Καναδάς, από την άλλη, θα είναι η μόνη χώρα από τις G-7 (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία) που θα έχει ελεύθερη πρόσβαση στις δύο μεγαλύτερες αγορές παγκοσμίως, την ΕΕ και τις ΗΠΑ (μέσω της NAFTA –North American Free Trade Agreement, της εμπορικής συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ-Καναδά-Μεξικού). Του δίνεται, λοιπόν, το πλεονέκτημα να εμπορευθεί, ελεύθερα, με επιπλέον 500 εκ από τους πλουσιότερους καταναλωτές του πλανήτη. Με την εφαρμογή της συμφωνίας θα έχει την ευκαιρία να αυξήσει τις εξαγωγές προϊόντων του δευτερογενούς τομέα και ιδιαίτερα του πρωτογενούς (ξυλεία, ψάρια καιθαλασσινά και μεταλλεύματα). Τα μεταλλεύματα ειδικά, συνεισφέρουν περίπου €150 δις στο ΑΕΠ του, οπότε η καθολική άρση των δασμών, που θα ανήκει στο πρώτο στάδιο της απελευθέρωσης, θα ωθήσει τις εξαγωγές αυτών των προϊόντων. Τέλος, οι υπηρεσίες, που αγγίζουν περίπου το 70% του ΑΕΠ, αναμένεται, σε βάθος χρόνου, να εκτοξευθούν. Σημαντικό όφελος θα έχουν οι βιομηχανίες και οι καταναλωτές της ΕΕ από την πρόσβαση σε φτηνότερες α’ ύλες αλλά και φτηνότερα βιομηχανικά προϊόντα, τρόφιμα και υπηρεσίες.
Βλέποντας αυτά τα στοιχεία θα πίστευε κάποιος πως τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα συμφωνούσαν άμεσα ούτως ώστε να τεθεί σε ισχύ η CETA και να λάβουν όσο το δυνατόν συντομότερα τα οφέλη. Όλα πλην του Βελγίου έχουν υπογράψει, περιμένοντας το τελευταίο να ασκήσει πιέσεις σε ένα κρατίδιο του, την Βαλλονία, που αντιστεκόταν σθεναρά. Παραδοσιακά το Βέλγιο ήταν πρωτοπόρο στην αποδοχή οποιασδήποτε ευρωπαϊκής πρότασης. Αυτή τη φορά όμως, το κρατίδιο της Βαλλονίας αρνείτο κατηγορηματικά να υπογράψει την εμπορική συμφωνία με τον Καναδά. Υποστήριζαν πως θα εισαχθούν προϊόντα φθηνότερα από τον Καναδά και θα χάσουν τις δουλειές τους, πως δεν θα εφαρμοστεί με απόλυτη διαφάνεια η συμφωνία και πως θα υπάρξουν «κενά» στον περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Παρά το ότι η Βαλλονία τελικά συμφώνησε στην υπογραφή της CETA, το ζήτημα δημιουργεί το εύλογο ερώτημα «πως είναι δυνατόν ένα κρατίδιο του Βελγίου με 3,6 εκ κατοίκους να έχει την δυνατότητα να ασκεί βέτο σε εμπορικές συμφωνίες της ΕΕ των 28 κρατών και 500 εκ κατοίκων;». Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει τα δομικά προβλήματα της ΕΕ. Δεν θα έπρεπε να έχουν προβλεφθεί μέτρα αποτροπής τέτοιων καταστάσεων; Η αρχή της εθνικής κυριαρχίας ίσως δεν πρέπει να έχει εφαρμογή σε οικονομικά θέματα. Ήδη εφαρμόζεται η αρχή της αυξημένης πλειοψηφίας σε μιασειρά θεμάτων, κυρίως οικονομικών. Τα φαινόμενα αυτά αναδεικνύουν και έλλειψη ενιαίας Ευρωπαϊκής συνείδησης και έλλειψη κοινού οράματος. Τα λειτουργικά κενά της ΕΕ παρουσιάζονται πιο έντονα στην υπό διαπραγμάτευση εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ, την TTIP (Transatlantic Trade and Investment Partnership ή Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων).
Η CETA κρεμόταν, κυριολεκτικά, από μια κλωστή. CETA, TTIP, Brexit, ελλείμματα και κενά στην δομή του Ευρώ (εθελουσία συμμετοχή, εκ γενετής αναπηρική νομισματικήπολιτική), αδυναμία χειρισμού του προσφυγικού, κενά και εξαιρέσεις στην Schengen. Έφτασε η ώρα για επανεξέταση των θεσμών και της λειτουργίας της ΕΕ.
*Ο Ιωάννης Γ. Σαββίδης είναι Φοιτητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και Μέλος του Κέντρου Αστικής Μεταρρύθμισης.