Τι εισηγείται η ΓΣΕΕ, που άνοιξε τη διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου. Πως η πανδημία επηρεάζει την όποια απόφαση. Πότε θα ληφθεί η τελική απόφαση και από ποιον.
Χαμηλές προσδοκίες κυριαρχούν στην αγορά σε σχέση με την πιθανότητα αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού, παρ’ ότι η ΓΣΕΕ ανοίγοντας τη διαδικασία που αναμένεται να ολοκληρωθεί στο τέλος Ιουλίου, ζητεί αύξηση 15,5%.
Συγκεκριμένα, η συνομοσπονδία παρουσιάζοντας την πρότασή της προτείνει αύξηση του κατώτατου μισθού στα προ μνημονιακά επίπεδα, και συγκεκριμένα στα 751 ευρώ εντός του 2021 ανοίγοντας τη διαδικασία αναπροσαρμογής του, σε μια διαδικασία που έχει αναβληθεί δύο φορές, λόγω της πανδημίας και αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος Ιουλίου.
Αν και ο πήχης βρίσκεται χαμηλά, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού και τις συνέπειές της σε όλους τους τομείς της εγχώριας οικονομίας, το υπουργείο Εργασίας αποφάσισε να εκκινήσει την 4μηνη διαδικασία, προκειμένου να κατατεθούν εκθέσεις από το σύνολο των εμπλεκόμενων κοινωνικών εταίρων αλλά και φορέων και επιστημονικών ινστιτούτων. Σύμφωνα δε, με παράγοντες της αγοράς, το επικρατέστερο σενάριο είναι ότι ο κατώτατος μισθός των 650 ευρώ θα παραμείνει παγωμένος έως το τέλος του 2021 και τις αρχές του 2022, όταν θα εκκινήσει εκ νέου η ετήσια διαδικασία αναπροσαρμογής του.
Υπάρχουν βέβαια και εισηγήσεις για μικρή αύξηση που δεν θα ξεπερνά το 1% με 2%, κυρίως για ψυχολογικούς λόγους.
Η ΓΣΕΕ πάντως, παρουσιάζοντας την πρότασή της, τάχθηκε υπέρ μιας σημαντικής αύξησης της τάξης του 15,5% με τον επικεφαλής του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ ΓΣΕΕ) Γιώργο Αργείτη να επισημαίνει πως με βάση τα επιστημονικά ευρήματα, ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να πάει αρχικά στο 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα.
Στην πράξη, αυτό οδηγεί σε νέο κατώτατο μισθό, αυξημένο κατά 133 ευρώ (σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat), ή κατά 159 ευρώ (σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ), από τα επίπεδα των 650 ευρώ που είναι σήμερα.
Η πρόταση της ΓΣΕΕ κάνει λόγο για άμεση αύξηση του μισθού στα 751 ευρώ για φέτος και στην συνέχεια την αναπροσαρμογή του στα 809 ευρώ (στο 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού) το πρώτο τρίμηνο του 2022.
Τονίζει δε, ότι κάτι τέτοιο θα επηρεάσει το 34% των απασχολουμένων, που είναι το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης, το στοιχείο που περιλαμβάνεται στην πρόταση της ΓΣΕΕ και δείχνει ότι παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10,9% το 2019, παραμένει κάτω από το όριο της σχετικής και της απόλυτης φτώχειας, αφού αντιστοιχεί στο 48,2% του διάμεσου μισθού. «Είναι συνεπώς απολύτως αναγκαίο να ενεργοποιηθούν διαδικασίες αύξησης και προσαρμογής του κατώτατου μισθού» δηλώνει ο πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Γιάννης Παναγόπουλος.
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη διαδικασία που ξεκίνησε στα τέλη Μαρτίου, προσκλήθηκαν εγγράφως από την Τριμελή Επιτροπή εξειδικευμένοι επιστημονικοί και λοιποί φορείς, μεταξύ των οποίων η Τράπεζα της Ελλάδος, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) και τα Ινστιτούτα των Κοινωνικών Εταίρων προκειμένου να συντάξουν τις εκθέσεις τους.
Το ΚΕΠΕ θα πρέπει να συντάξει την τελική εισήγηση προς το υπουργείο Εργασίας, χωρίς όμως η πρότασή του αυτή να είναι δεσμευτική. Η διαδικασία αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος Ιουλίου, με την εισήγηση του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Κωστή Χατζηδάκη στο υπουργικό συμβούλιο για το νέο ύψος του κατώτατου μισθού.
Βέβαια, εάν για τον καθορισμό του ύψους της αναπροσαρμογής ληφθούν υπόψη μόνο η ύφεση, το ΑΕΠ και ο πληθωρισμό, οικονομολόγοι εκτιμούν πως ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να μειωθεί κατά 4%-5%, ενδεχόμενο που δεν φαίνεται να συζητεί το υπουργείο Εργασίας. Να σημειωθεί ότι, από τον επόμενο χρόνο, με βάση διάταξη που ψηφίστηκε από τη Βουλή, η διαδικασία διαλόγου θα ξεκινά κάθε άνοιξη και θα ολοκληρώνεται κάθε καλοκαίρι. Στην πράξη, αυτό σημαίνει πως εάν ο κατώτατος μισθός παραμείνει «παγωμένος» στα 650 ευρώ για το 2021, η οποιαδήποτε μελλοντική αύξηση θα αφορά το καλοκαίρι του 2022, όταν και αναμένεται να ισχύουν ευνοϊκότερες προϋποθέσεις, από άποψη οικονομικών δεδομένων.
Βάσει του νόμου, για τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη «η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και οι προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών».
Πηγή: Euro2day.gr