«Council on Foreign Relations»: Δέκα προσωπικότητες του κόσμου που πέθαναν μέσα στο 2021
Δέκα άνθρωποι -οι οποίοι πέθαναν την χρονιά που μας πέρασε- που διαμόρφωσαν τις καταστάσεις παγκοσμίως με καλά ή όχι και τόσο καλά αποτελέσματα.
Κείμενο του James M. Lindsay για το Council on Foreign Relations
Με αφορμή την αλλαγή της χρονιάς, θα αναφερθώ σε δέκα προσωπικότητες του κόσμου που πέθαναν μέσα στο 2021. Κάθε μια από αυτές άφησε το δικό της σημάδι στην ιστορία. Κάποιοι ήταν ήρωες· κάποιοι οι κακοί. Και για κάποιους άλλους, το αφήνω πάνω στην κρίση του αναγνώστη.
Ο Φρεντερίκ Ντε Κλερκ (1936-2021) ήταν ο τελευταίος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής επί του απάνθρωπου καθεστώτος Απαρτχάιντ, το οποίο και βοήθησε να τερματιστεί. Γεννήθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ, σε μια καλή οικογένεια με ενασχόληση με την πολιτική. Σπούδασε νομική και αργότερα έγινε ενεργό μέλος στο Εθνικό Κόμμα που κυβερνούσε τη Νότιο Αφρική μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και επέβαλε το Απαρτχάιντ. Για μεγάλο μέρος της πολιτικής του καριέρας, υποστήριζε τις διαχωριστικές πολιτικές. Αλλά, μέχρι τη στιγμή που το 1989 έγινε πρόεδρος, η Νότια Αφρική αντιμετώπιζε ζημιογόνες διεθνείς κυρώσεις και φούντωναν αναταραχές στο εσωτερικό. Ο Ντε Κλερκ αποφάσισε να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τα μέχρι πρότινος απαγορευμένα κόμματα της αντιπολίτευσης, αναζητώντας μια ειρηνική λύση για το τέλος του Απαρτχάιντ διέταξε την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων, μεταξύ αυτών και ο Νέλσον Μαντέλα. Μετά τις εκλογές, έγινε αντιπρόεδρος του Μαντέλα, αν και οι σχέσεις τους ήταν πάντα τεταμένες. Οι επικριτές του έλεγαν πως το τέλος του Απαρτχάιντ ήταν μια καθαρά πολιτική κίνηση, ενώ ο ίδιος ήταν απογοητευμένος από την απώλεια της δύναμης του κόμματός του. Αποσύρθηκε από την πολιτική το 1997 και παρόλο πως το έργο του στην κυβέρνηση είχε δημιουργήσει επιπλοκές, ο Ντε Κλερκ επέμενε στο ότι είχε «αποτρέψει μια καταστροφή στη Νότιο Αφρική».
Η Άμπεμπετς Γκομπένα (1935-2021) αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής της βοηθώντας παιδιά στην Αιθιοπία και ήταν γνωστή ως η «Μητέρα Τερέζα της Αφρικής». Γεννήθηκε σε ένα χωριό βόρεια της Αιθιοπίας, το Αντίς Αμπέμπα. Σε ηλικία δέκα ετών, εξαναγκάστηκε σε γάμο με έναν μεγαλύτερο άνδρα, από του οποίου το σπίτι δραπέτευσε και την φιλοξένησε μια οικογένεια. Πήγε σχολείο, βρήκε μια καλή δουλειά, παντρεύτηκε και έζησε τα προνόμια της μεσαίας τάξης. Το 1980, ένα προσκύνημα της άλλαξε τη ζωή. Ήταν μάρτυρας σε έναν λιμό και είδε πολλούς νεκρούς, έσωσε ένα μωρό που η μητέρα του είχε πεθάνει. Σύντομα η ίδια, μαζί με τον σύζυγό της, φιλοξενούσαν 20 παιδιά. Ο άντρας της, της είπε να επιλέξει ή εκείνον ή τα παιδιά. Επέλεξε τα παιδιά, πούλησε τα υπάρχοντά της και έζησε μαζί τους. Συνέχισε να δέχεται παιδιά, μέχρι που ίδρυσε το Abebech Gobena Children’s Care and Development Association, έναν από τους μεγαλύτερους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς στην Αιθιοπία, σώζοντας έτσι χιλιάδες ζωές και τους παρείχε εκπαίδευση, μητρική φροντίδα και πρόληψη για το HIV. «Δεν έχω δικά μου παιδιά», είπε, «αλλά έχω μια οικογένεια εκατοντάδων χιλιάδων και δεν μετανιώνω για τίποτα».
Ο Αμπιμαέλ Γκουσμάν (1934-2021) ήταν πολιτικός από το Περού, ιδρυτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Περού (γνωστού και ως «Φωτεινό Μονοπάτι»), το οποίο υποκίνησε μια εξέγερση που κατέληξε στον θάνατο περίπου 70.000 χιλιάδων περουβιανών την περίοδο 1980-1993. Ο Γκουσμάν ήταν πολύ καλός μαθητής και έγινε καθηγητής φιλοσοφίας, ήταν κομμουνιστής και οι ακραίες θέσεις του τον έθεσαν εκτός των δύο κύριων κομμουνιστικών κομμάτων στο Περού. Χρησιμοποίησε τη θέση του στο πανεπιστήμιο για να βρίσκει υποστηρικτές και μετά παραιτήθηκε για να ιδρύσει το Φωτεινό Μονοπάτι. Οραματιζόταν την ανατροπή του καθεστώτος στο Περού με τη βία και με «ποτάμια αίματος». Αποκαλούσε τον εαυτό του Πρόεδρο Γκονζάλο και έλεγε ότι ήταν το «Τέταρτο ξίφος του κομμουνισμού», μαζί με τους Μαρξ, Λένιν και Μάο. Το Φωτεινό Μονοπάτι εξαπέλυσε την πρώτη του επίθεση το 1980 και για δώδεκα χρόνια απήγαγε και δολοφονούσε τους αντιπάλους του, προκαλούσε προβλήματα στις προμήθειες φαγητού, νερού και ηλεκτρισμού και προσπαθούσε να προκαλέσει τον στρατό του Περού, που συχνά απαντούσε με εκτεταμένη χρήση δυνάμεων. Στην ακμή του, το Φωτεινό Μονοπάτι ήλεγχε μεγάλο μέρος της χώρας. Το 1992 σώμα της αστυνομίας εντόπισε τον Γκουσμάν, τον συνέλαβε και καταδικάστηκε με ισόβια ποινή φυλάκισης.
Ο Αμπντούλ Καντέερ Καν (1935 ή 36-2021) ή αλλιώς πατέρας της ατομικής βόμβας, βοήθησε πολλές χώρες να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα. Γεννήθηκε στην Ινδία και το 1952 η οικογένειά του μετακόμισε στο Πακιστάν. Σπούδασε μεταλλουργία και εργάστηκε σε μια ολλανδική εταιρεία που εμπλούτιζε ουράνιο. Έκλεψε κάποια σχέδια από τα μηχανήματα και επέστρεψε στο Πακιστάν, δίνοντας στη χώρα τη δυνατότητα να αποκτήσει το πρώτο της πυρηνικό όπλο. Το 1998 η χώρα έκανε την πρώτη δοκιμή και ο Καν ανακηρύχθηκε εθνικός ήρωας. Το 2003 ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο βρήκαν στοιχεία παράνομης διάδοσης τεχνολογιών προς το Ιράν, τη Βόρεια Κορέα, τη Νότιο Αφρική και τη Λιβύη. Μετά από πιέσεις της κυβέρνησης Μπους, απομακρύνθηκε από τη θέση του στην κυβέρνηση, ομολόγησε και τέθηκε de facto σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Ισλαμαμπάντ από την ίδια χρονιά.
Ο Τζον Μαγκουφούλι (1959-2021) ήταν ο Πρόεδρος της Τανζανίας από το 2015 μέχρι και τον θάνατό του, που μάλλον προήλθε επειδή υποτίμησε τον κορονοϊό. Το 1988 πήρε το πτυχίο του στη Χημεία και δίδασκε σε σχολείο για αρκετά χρόνια. Το 1995 μπήκε στη Βουλή της Τανζανίας και μετά εργάστηκε στο τμήμα δημοσίων έργων όπου απέκτησε τη φήμη του αδιάφθορου και το ψευδώνυμο «μπουλντόζα». Με μια καμπάνια που είχε ως θέμα τη διαφθορά κατάφερε να εκλεγεί πρόεδρος, αλλά σύντομα ο Μαγκουφούλι έχασε μέρος της δημοτικότητάς του καθώς επέβαλε μέτρα που περιόριζαν τις πολιτικές ελευθερίες. Νίκησε και πάλι το 2020, αλλά πιθανότατα οι εκλογές ήταν στημένες. Ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης, Τούντου Λίσου, κατέφυγε στο Βέλγιο μετά από κατηγορίες για προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης. Ο Μαγκουφούλι υποτίμησε την πανδημία της COVID-19, έλεγε πως τα εμβόλια «δεν λειτουργούν» και υποστήριζε ότι η χώρα ξεπέρασε τον κίνδυνο μετά από ένα τριήμερο προσευχών. Ο θάνατός του αποδόθηκε επισήμως σε καρδιακά προβλήματα, αλλά πολλοί κάτοικοι της Τανζανίας πιστεύουν πως πέθανε από κορονοϊό.
Ο Ζοβενέλ Μοΐζ (1968-2021) ήταν Αϊτινός πολιτικός, Πρόεδρος της Αϊτής από τον Φεβρουάριο του 2017, μέχρι την δολοφονία του το 2021. Ήταν ένας αυτοδημιούργητος, επιτυχημένος επιχειρηματίας και ο προηγούμενος πρόεδρος τον επέλεξε ως διάδοχό του το 2015. Οι εκλογές άργησαν και ο Μοΐζ εκλέχθηκε τελικά το 2016, σε μια εκλογική διαμάχη που συμμετείχε μόνο το 18% του πληθυσμού. Όταν ανέλαβε κυνήγησε τη διαφθορά, προώθησε την ανάπτυξη της γεωργίας και μια συνταγματική αναθεώρηση για την κεντρική εξουσία της προεδρίας. Κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση και για χρήση συμμοριών που κατέστειλαν τους πολιτικούς του αντιπάλους. Η αύξηση της βίας και της φτώχειας, σε συνδυασμό με πολιτικές αναταραχές οδήγησαν σε μαζικές διαδηλώσεις στις αρχές του 2021. Στις 7 Ιουλίου, στη μία μετά τα μεσάνυχτα, άντρες με όπλα εισέβαλαν στο σπίτι του, σκοτώνοντας τον ίδιο και τραυματίζοντας σοβαρά τη σύζυγό του. Ακόμα δεν έχουν διευκρινιστεί οι συνθήκες του θανάτου του. Η τοπικές αρχές είπαν πως οι δολοφόνοι ήταν ξένοι μισθοφόρου αλλά δεν εξήγησαν τίποτα για τα κίνητρά τους και δεν έκανα καμία σύλληψη. Μια υποψία είναι πως επρόκειτο για εμπόρους ναρκωτικών που ο ίδιος είχε απειλήσει ότι θα αποκαλύψει.
Η Ζέχαν Σαντάτ (1933-2021) ήταν η χήρα του πρώην προέδρου της Αιγύπτου, Ανουάρ Σαντάτ και υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών. Γεννήθηκε στο Κάιρο και παντρεύτηκε το 1948, τρία χρόνια προτού ο σύζυγός της λάβει μέρος στο πραξικόπημα που έριξε την ολιγαρχία και έδιωξε τη Βρετανία από τη χώρα. Στάθηκε δίπλα στον πόλεμο του συζύγου της ενάντια στο Ισραήλ το 1973. Μια από τις πρώτες που υποστήριξαν τα δικαιώματα των γυναικών, ώθησε τον άντρα της να ψηφίσει ένα διάταγμα που προωθούσε τα οικονομικά και πολιτικά δικαιώματα των γυναικών. Μετά τη δολοφονία του Σαντάτ από ισλαμιστές εξτρεμιστές το 1981, η κυρία Σαντάτ αποσύρθηκε από τα φώτα της δημοσιότητας. Αργότερα συνέχισε την ακτιβιστική δράση, δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Κάιρο, έγραψε δύο βιβλία, συμπεριλαμβανομένης και της αυτοβιογραφίας της.
Η Φαίη Σούλμαν (1919-2021) ήταν μια Εβραία φωτογράφος και μαχήτρια ενάντια των Ναζί στην κατεχόμενη Πολωνία. Η Σούλμαν γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό, το Λένιν που τώρα ανήκει στην Λευκορωσία. Στα δέκα της ήταν βοηθός φωτογράφου στον αδερφό της. Στις 14 Αυγούστου του 1942 Γερμανοί στρατιώτες έσφαξαν 1850 Εβραίους στο Λένιν, μεταξύ αυτών και την οικογένειά της. Η ίδια κράτησε κρυφά φωτογραφικά ντοκουμέντα από τις παλινωδίες των Ναζί και επειδή φοβόταν για τη ζωή της κρύφτηκε στα δάση γύρω από το χωριό της. Εντάχθηκε στην αντίσταση, υπηρετώντας την ως μαχήτρια και νοσοκόμα και έκρυβε το θρήσκευμά της. Οι φωτογραφίες της αποτύπωσαν τη ζωή στην αντίσταση σε περίπου 100 φωτογραφίες. Η ίδια δήλωσε αργότερα: «Ήθελα οι άνθρωποι να ξέρουν πως υπήρξε αντίσταση. Οι Εβραίοι δεν πήγαν σαν τα πρόβατα στη σφαγή. Ήμουν φωτογράφος. Έχω τις φωτογραφίες. Έχω αποδείξεις». Μετά τον πόλεμο παντρεύτηκε έναν συμμαχητή της και έζησαν στο Τορόντο.
Ο Ντέσμοντ Τούτου (1931-2021) ήταν αγγλικανός ιερέας και έπαιξε έναν κεντρικό ρόλο στην αντιμετώπιση του απαρτχάιντ. Όταν ήταν μικρός νόσησε από φυματίωση και ήθελε να γίνει γιατρός, αλλά η οικογένειά του δεν είχε τα χρήματα που χρειαζόταν. Έτσι, έγινε δάσκαλος και μετά από τρία χρόνια παραιτήθηκε και μπήκε στην πολιτική. Το 1961 χειροτονήθηκε, σπούδασε θεολογία για δέκα χρόνια στο Λονδίνο. Χρησιμοποίησε τη θέση του για να ασκήσει κριτική στο απαρτχάιντ, ήταν υπέρ της μη βίαιης διαμαρτυρίας και ζητούσε κυρώσεις για τη Νότιο Αφρική. Το 1984 έλαβε το Νόμπελ Ειρήνης για τη δράση του. Πέντε χρόνια μετά έγινε ο πρώτος μαύρος αγγλικανός ιερέας στο Κέιπ Τάουν. Μετά το τέλος του απαρτχάιντ ο Νέλσον Μαντέλα τον κάλεσε να συμμετέχει στην Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης, η οποία μάζευε αποδείξεις για τη σκληρότητα του απαρτχάιντ. Ήταν υπέρμαχος της δικαιοσύνης και της αποκατάστασης των αδικιών και της συμφιλίωσης του πληθυσμού με τη δημιουργία ενός Έθνους Ουράνιου Τόξου. Ο Τούτου ήταν γνωστός για το χιούμορ του και συνέχισε να προωθεί κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, όπως τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και την κλιματική αλλαγή.
Ο Μπράιαν Ούρκουχαρτ (1919-2021), Βοηθός Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ από την ίδρυσή του. Γεννήθηκε στην Αγγλία και επειδή ο πατέρας του τους εγκατέλειψε φοίτησε στο σχολείο θηλέων στο οποίο εργαζόταν η μητέρα του. Ήταν φοιτητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όταν κατατάχθηκε στον Βρετανικό στρατό στην αρχή του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Τον Σεπτέμβριο του 1944 προειδοποίησε για μια επίθεση των Γερμανών, αλλά οι ανώτεροι του δεν τον άκουσαν και δεν απέφυγαν την καταστροφή. Μετά τον πόλεμο ξεκίνησε να εργάζεται για τον ΟΗΕ, έχοντας ενεργό ρόλο στη δημιουργία του και μεσολαβώντας σε πολλές διαμάχες μεταξύ του Ισραήλ και των γειτονικών αραβικών χωρών στις δεκαετίες του 70 και του 80. Η εμπειρία του εκεί του έδωσε μια ρεαλιστική κατανόηση του οργανισμού: «Τρεις στις τέσσερις φορές δεν καταφέρνεις τίποτα, αλλά, μία στο τόσο, κάνεις τόσα όσα χρειάζονται για να το κάνεις να αξίζει και να συνεχίσεις την προσπάθεια». Χειροτονήθηκε ως ιππότης από τη Βασίλισσα Ελισάβετ το 1986. Έγραψε τα απομνημονεύματά του, αφότου σταμάτησε να εργάζεται στον ΟΗΕ.