Στην προ πτώχευσης και μνημονίων εποχή, όταν στην Ελλάδα όλα ήταν διαφορετικά τα πολιτικά κόμματα της χώρας λειτουργούσαν, δυστυχώς και αυτά, με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούσε όλη η αγορά – ιδιώτες και επιχειρηματίες: Με χρήματα που δεν είχαν, με χρήματα που δανείζονταν. Με χρήματα που όλοι πίστευαν ότι ήταν αστείρευτα καθώς το πάρτι που είχε στηθεί στη χώρα έμοιαζε πως δεν θα τελείωνε ποτέ.
Τότε, σχεδόν κανείς -πολιτικοί, θεσμικοί παράγοντες, δημοσιογράφοι, πολίτες- δεν είχε να πει κάτι για να χαλάσει την ωραία… ατμόσφαιρα.
Συνολικά, τα πολιτικά κόμματα έχουν δανειστεί 284 εκατομμύρια ευρώ. Από αυτά περίπου τα 240 εκατομμύρια είναι κατακόκκινα και αν υπολογιστούν και οι τόκοι υπερημερίας το χρέος ξεπερνά τα 400 εκατομμύρια ευρώ.
Φυσικά, τον συντριπτικό όγκο των χρεών έχουν τα δύο παλιά κόμματα εξουσίας, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία.
Ειδικότερα,
- Η ΝΔ έχει πάρει δάνεια 142 εκατομμυρίων ευρώ. Από αυτά, εξυπηρετούνται μόλις τα 5 εκατομμύρια και τα υπόλοιπα 137 εκατομμύρια είναι κόκκινα.
- Το ΠΑΣΟΚ έχει πάρει δάνεια 127 εκατομμυρίων ευρώ εκ των οποίων εξυπηρετούμενα είναι τα μόνον τα 8,5 εκατομμύρια ευρώ. Τα υπόλοιπα 118 εκατομμύρια είναι μη εξυπηρετούμενα.
- Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει λάβει δάνειο 8,5 εκατομμυρίων το οποίο αυτή την εποχή εξυπηρετείται.
- Το ΚΚΕ έχει λάβει δάνειο 7 εκατομμυρίων ευρώ το οποίο εξυπηρετεί μερικώς.
Ποιος δάνειζε τι σε ποιον
Ας πάμε λίγο πιο βαθιά στην υπόθεση. Από το σύνολο των δανείων,
- η Εθνική Τράπεζα έχει χορηγήσει περίπου 30 εκατομμύρια.
- Η Τράπεζα Πειραιώς εμφανίζεται να έχει χρεωμένα δάνεια συνολικού ύψους 248 εκατομμυρίων ευρώ. Όμως, υπάρχει μια διαφορά. Μόλις τα 28 εκατομμύρια τα έχει χορηγήσει η ίδια. Τα υπόλοιπα 220 εκατομμύρια τα έχει κληρονομήσει μετά την εξαγορά της Αγροτικής Τράπεζας που όντως επί δεκαετίες ήταν η τράπεζα την οποία προτιμούσαν οι κομματικοί αξιωματούχοι για να εξασφαλίζουν ζεστό χρήμα πιο… εύκολα.
- Η Attica bank χορήγησε στα πολιτικά κόμματα 7,5 εκατ. 5 εκατ στο ΠΑΣΟΚ και 2,5 εκατ στην ΝΔ.
- Η Eurobank είχε χορηγήσει περίπου 8,5 εκατ δάνεια στα πολιτικά κόμματα.
Τα πολιτικά κόμματα ως εγγύηση για τα δάνεια δέσμευαν τις μελλοντικές κρατικές τους επιχορηγήσεις. Μάλιστα, εκείνες τις «ανέφελες» εποχές οι επιχορηγήσεις συνδέονταν με την πορεία του ΑΕΠ και όταν αυτό αυξανόταν, όπως συνέβη εκείνη την περίοδο της πλαστής ευδαιμονίας αυξάνονταν και τα χρήματα που λάμβαναν.
Φτάνουμε, λοιπόν, στην ουσία της υπόθεσης. Προφανώς πρόκειται για μια απαράδεκτη πρακτική του παρελθόντος που όμως δεν πρέπει να τη δούμε αποκομμένη από τη συνολική κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα και το τραπεζικό σύστημα.
Τα χρήματα που δαπανούσαν πριν το 2010 τα κόμματα, κυρίως φυσικά το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, ήταν πολλά και προέρχονταν από τρεις πηγές: κρατική επιχορήγηση, τραπεζικός δανεισμός με εγγύηση να μην τα ξαναλέμε και εισφορές ιδιωτών (κουπόνια, εξορμήσεις, δώρα, μίζες κ.λπ., φυσικά κατά περίπτωση).
Μετά την πτώχευση
Το ζήτημα, όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση σήμερα μετά την πτώχευση της Ελλάδας και τα τρία μνημόνια έχει τις εξής διαστάσεις:
Την ηθική καταδίκη των συγκεκριμένων κομμάτων που έχει ήδη συντελεστεί σε μεγάλο βαθμό με βάση τα αποτελέσματα των εκλογών.
Την έρευνα για ενδεχόμενα ποινικά αδικήματα τόσο σε ότι αφορά τους κομματικούς μηχανισμούς όσο και σε ότι αφορά στο ίδιο το τραπεζικό σύστημα. Αν δηλαδή κάποιοι κομματικοί παράγοντες, ανεξαρτήτως θέσης πλούτισαν παράνομα ή αν τα ποσά αυτά απλώς σπαταλήθηκαν για τη μεγάλη ιδέα της εξουσίας και της διακυβέρνησης.
Σε ότι αφορά στο ίδιο το τραπεζικό σύστημα που επίσης λειτουργούσε με τους όρους της εποχής του, όπως αναφέρεται στον ιστότοπο bankingnews.gr στην πράξη όλες οι τράπεζες είναι θεσμικά κατοχυρωμένες -κάτι αντίστοιχο με τα σκάνδαλα της εποχής του χρηματιστηρίου για τα οποία τελικά αθωώθηκαν όλοι- καθώς τα τραπεζικά δάνεια 240 εκατομμυρίων ευρώ στα κόμματα παρ’ ότι κόκκινα δεν αποτελούν ποινικό αδίκημα. Κι αυτό γιατί:
Όταν οι τράπεζες χορηγούσαν δάνεια στηρίζονταν στον νόμο περί επιχορηγήσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό. Τα κόμματα κατέθεταν ως εγγύηση την κρατική επιχορήγηση και έναντι αυτού λάμβαναν δάνεια. Είναι το ίδιο παράνομο με τις μεταχρονολογημένες επιταγές που τυπικά απαγορεύονται αλλά ακόμη και σήμερα υπάρχουν.
Όλα τα δάνεια που χορηγήσαν οι τράπεζες είχαν την έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος ως εποπτικής αρχής. Μάλιστα στο παρελθόν υπήρχε ρητή εντολή όλα αυτά τα δάνεια να ελέγχονται και από την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) και μέχρι πρότινος δεν είχε ποτέ επίσημα αρνηθεί την έγκριση χρηματοδότησης.
Η περίπτωση της Αγροτικής
Για παράδειγμα η Αγροτική ως ο μεγαλύτερος χρηματοδότης των κομμάτων χορηγούσε δάνεια στα κόμματα και για τις διαδικασίες που ακολουθούσε δεν είχε ουδέποτε καμία όχληση ή παρατήρηση από την ΤτΕ.
Όταν η Αγροτική Τράπεζα έσπασε σε good και σε bad bank τα δάνεια των κομμάτων εντάχθηκαν στην good bank ATE που εντάχθηκε στην Πειραιώς. Την απόφαση έλαβε η ΤτΕ, η μόνη που είχε από το νόμο το δικαίωμα να ορίσει τι θα ενταχθεί σε good και bad bank.
Ειδικότερα, σε ότι αφορά στην Αγροτική Τράπεζα, με βάση τον κανονισμό πιστοδοτήσεων που είχε εγκριθεί από την ΤτΕ, ρητά αναφερόταν ότι επιτρέπεται η χρηματοδότηση των κομμάτων.
Με βάση το ιστορικό πρότυπο τα 2 μεγάλα κόμματα λάμβαναν εκλογικά ποσοστά περί το 80% των ψήφων και πάντα μέσα στα όρια της 4ετίας.
Επί εποχής Πέτρου Λάμπρου στην ΑΤΕ ζήτησε να πάρει τα δάνεια της Εθνικής προς τα κόμματα και έτσι η ΑΤΕ βρέθηκε με 100 εκατ τα οποία επί θητείας Παναγιώτη Μηλιάκου έγιναν 200 εκατ ευρώ.
Όμως αξίζει να αναφερθεί ότι είχαν εισπραχθεί 35 εκατ ευρώ και μάλιστα με ομόφωνες αποφάσεις των εγκριτικών οργάνων.
Η επόμενη μέρα
Σήμερα λοιπόν, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και τις πληροφορίες, ετοιμάζεται ένα δεύτερο επικοινωνιακό τσουνάμι με αφορμή τα κόκκινα δάνεια των κομμάτων. Την ίδια ώρα δηλαδή που τα κόκκινα δάνεια στη χώρα φτάνουν τα 100 δισ. ευρώ, θα αναζητηθεί κάθαρση μόνον για τα 280 εκατομμύρια των κομμάτων.
Και επαναλαμβάνουμε: Αν διαπιστωθεί ότι τα χρήματα κατέληξαν σε συγκεκριμένες τσέπες και τραπεζικούς λογαριασμούς η Δικαιοσύνη οφείλει να παρέμβει και να καταλογίσει ευθύνες και ποινές. Αν όμως πρόκειται απλώς για σπατάλες υπέρ των κυβερνητικών τους επιδιώξεων τότε δυστυχώς η ανακίνηση ποινικών ζητημάτων όχι μόνον δεν οδηγεί πουθενά αλλά κυρίως θα ταλαιπωρήσει δεκάδες ανώτερα και μεσαία τραπεζικά στελέχη χωρίς κανένα τελικό αποτέλεσμα.
Η Δικαιοσύνη όμως έχει τον πρώτο λόγο. Η κυβέρνηση πολιτικά μπορεί να κρίνει, να επικρίνει και να καταδικάσει. Αλλά δεν μπορεί να χρησιμοποιεί υποθέσεις προηγούμενων δεκαετιών για να κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Εάν μπορεί ας τις κερδίσει με το έργο της, περιορίζοντας τα λάθη της και εφαρμόζοντας τις υποσχέσεις της.