Γράφει ο Ceteris Paribus
Σε έναν κόσμο απίστευτης ρευστότητας και αστάθειας, τίποτε δεν μένει ανέγγιχτο, σταθερό και αναλλοίωτο. Ούτε ασφαλώς και το πρότζεκτ της καθαρής εξόδου από τη μνημονιακή επιτήρηση. Προς το παρόν δεν αμφισβητείται το πρότζεκτ αυτό καθ’ αυτό, αμφισβητούνται όμως αρχικές παραδοχές του. Γίνεται «βαρύ κι ασήκωτο». Όχι μόνο η κυβέρνηση αλλά και η Ελλάδα, θα οδηγηθεί στην «καθαρή» έξοδο (αν οι διεθνείς εξελίξεις δεν ανατρέψουν το ίδιο το βασικό σενάριο) δεμένη πισθάγκωνα.
Έχουμε διατυπώσει ξανά και τεκμηριώσει -όσο επιτρέπουν μια τέτοια τεκμηρίωση κείμενα που έχουν το χαρακτήρα αναπτυγμένου σχολίου- την άποψη ότι το πρόζτεκτ της «καθαρής» εξόδου είναι προϊόν ευρωπαϊκών και ελληνικών πολιτικών σκοπιμοτήτων κι όχι προϊόν ορθολογικού οικονομικού σχεδιασμού. Έχουμε πει επίσης ότι θα κινδυνεύσει με κατάρρευση από πιθανή κρίση στις διεθνείς αγορές, τοποθετώντας (με τα μέχρι στιγμής δεδομένα) το χρόνο μιας πιθανής τέτοιας κατάρρευσης στη διετία 2019-20. Όμως, η αναταραχή στις διεθνείς αγορές είναι ήδη γεγονός, και αυτό έχει συνέπειες «εδώ και τώρα»…
«Καχυποψία» και κρίση εμπιστοσύνης
Στην πλειονότητά τους, οι διεθνείς αναλυτές συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι οι μετοχές έχουν δει τα υψηλά τους επίπεδα και ότι μια παρατεταμένη αστάθεια, με διαρκή σκαμπανεβάσματα, είναι το πιθανότερο σενάριο για το 2018. Η κεντρική αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα (FED) υλοποιεί αταλάντευτα το σχέδιο αύξησης των αμερικανικών επιτοκίων, ο δε Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ πήρε για τα καλά το μονοπάτι του εμπορικού πολέμου. Αυτά τα δεδομένα κάνουν ήδη το κλίμα στη διεθνή οικονομία και τις αγορές «νευρικό» και εγκαθιστούν ξανά -αν και ελεγχόμενα και με ήπιες εκδηλώσεις μέχρι στιγμής- την ανασφάλεια στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις. Και, ως γνωστόν, η ανασφάλεια σκοτώνει την πρόβλεψη και την εμπιστοσύνη.
Όμως, αξιόπιστες προβλέψεις και εμπιστοσύνη είναι οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις της «καθαρής» εξόδου. Αν οι ίδιες οι αγορές δεν ξέρουν τι ξημερώνει αύριο και δεν μπορούν να κάνουν σχετικά ασφαλείς βραχυμεσοπρόθεσμες προβλέψεις, τότε τα πλέον φιλόδοξα πρότζεκτ (όπως η «καθαρή» έξοδος) πληρώνουν πρώτα το τίμημα της κρίσης εμπιστοσύνης, που επανεμφανίζεται.
Το αποτύπωμα της επανεμφανιζόμενης κρίσης εμπιστοσύνης αρχίζει να γίνεται εμφανές στη συμπεριφορά της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς. Η πτώση του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών κάτω από τις 800 μονάδες και η καταβαράθρωση των τραπεζικών μετοχών δεν είναι εικόνα που συνάδει με αισιόδοξες προοπτικές για την οικονομία και τις τράπεζες. Το «ερώτημα» για τις ελληνικές τράπεζες ξανατίθεται, καθώς οι ελεγκτές του SSM σκληραίνουν τις απαιτήσεις τους όσον αφορά τα stress tests που βρίσκονται εν εξελίξει. Η αισιοδοξία ότι οι ελληνικές τράπεζες θα περάσουν τα stress tests χωρίς να χρειαστούν νέα κεφάλαια σε αυτή τη φάση δεν είναι πλέον ακλόνητη – κάθε άλλο. Η αισιοδοξία ότι θα μπορούσαν να αντλήσουν με άνεση κεφάλαια από την αγορά τώρα ακόμη και για μια μικρής έκτασης ανακεφαλαίωση, επίσης δεν είναι ακλόνητη – για να το πούμε «κομψά».
Το χειρότερο: αρχίζει να αμφισβητείται η βιωσιμότητα του σχεδίου για μικρή ή και καθόλου ανακεφαλαίωση το 2018 και μεγάλη ανακεφαλαίωση το 2019. Το πρόβλημα παρουσιάζεται ως εξής: αν οι τράπεζες «ζοριστούν» να αντλήσουν από την αγορά κεφάλαια για μια μικρή ανακεφαλαίωση τώρα, τότε η κρίση εμπιστοσύνης για τη μεγάλη ανακεφαλαίωση του 2019 θα γενικευτεί. Ακόμη όμως και αν επικρατήσουν μετριοπαθείς απόψεις, όπως του κ. Ντράγκι, για καθόλου ανακεφαλαίωση τώρα, η ανασφάλεια για τους όρους και την επιτυχία της μεγάλης ανακεφαλαίωσης του 2019 θα ενισχύεται.
Στην επανεμφανιζόμενη «καχυποψία» των αγορών προστίθεται η πάγια «καχυποψία» του ΔΝΤ για τις μακροοικονομικές παραμέτρους του ελληνικού προγράμματος. Το Ταμείο αμφισβητεί ότι τα πλεονάσματα 3,5% από εφέτος μέχρι και το 2022 θα επιτευχθούν χωρίς νέα μέτρα και γι’ αυτό ζητεί
Αυτή η ανασφάλεια και αυτά τα ερωτήματα αποτυπώνονται στο ταμπλό του Χ.Α.
«Καχύποπτη» αγορά = βαριές πολιτικές εγγυήσεις
Όταν οι αγορές «δυστροπούν», τότε αναβαθμίζεται η ανάγκη διεθνών πολιτικών εγγυήσεων. Και αυτό σημαίνει ότι η «καθαρή» έξοδος, που ούτως ή άλλως δεν θα ήταν και τόσο… καθαρή, θα γίνει ακόμη πιο «βαριά». Για να εγγυηθούν στις αγορές ότι έχουν τον πλήρη έλεγχο του ελληνικού πρότζεκτ, οι Ευρωπαίοι δανειστές θα ζητήσουν με τη σειρά τους από την Ελλάδα βαριές εγγυήσεις. Οι πολιτικές σκοπιμότητες παραμένουν στο ακέραιο και μάλιστα ενισχύονται. Αυτό σημαίνει ότι η έξοδος θα είναι τύποις «καθαρή» – χωρίς νέα χρηματοδότηση (ούτε νέο πρόγραμμα ούτε προληπτική πιστωτική γραμμή).
Ωστόσο, το «συμβόλαιο» της εξόδου, δηλαδή η συμφωνία του καλοκαιριού, θα ισοδυναμεί με λεπτομερή και συγκεκριμένη δέσμευση της Ελλάδας πάνω σε ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων «χωρίς αναισθητικό». Η λίστα για τη δημόσια περιουσία που θα περάσει στο «υπερταμείο» θα είναι αναλυτική και με αυστηρά χρονοδιαγράμματα – ο «κόσμος» των ΔΕΚΟ θα πάψει να υπάρχει. Η λίστα των ιδιωτικοποιήσεων, επίσης. Τα -νέα- μέτρα για την «αποπολιτικοποίηση» του Δημοσίου, το ίδιο κ.ο.κ.
Όσον αφορά το χρέος, η όποια ρύθμιση δεν θα έχει διαρθρωτικό χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα τρεχουσών διευθετήσεων σε ζητήματα που εκκρεμούν: επιστροφή κερδών της ΕΚΤ και των άλλων κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν (σε δόσεις και υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να συμμορφώνεται προς τα υποδείξεις…) και αποπληρωμή του χρέους προς το ΔΝΤ από τον ESM με έκδοση νέων ομολόγων με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο.
Για όλα τα υπόλοιπα θα τεθούν ρήτρες όχι μόνο τύπου «γαλλικής φινέτσας» (ρήτρα ανάπτυξης) αλλά και γερμανικού προτεσταντισμού (μέτρα μόνο αν δεν αμφισβητηθούν τα έως τώρα «κεκτημένα» του προγράμματος και αν υλοποιηθεί απαρέγκλιτα το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που θα συμφωνηθεί στην υπερ-αξιολόγηση του καλοκαιριού). Μόνο με ένα τέτοιο συμβόλαιο «σιδηράς πειθαρχίας» και σκληρών δεσμεύσεων θα στέρξουν οι Ευρωπαίο δανειστές στο να μην αλλάξουν οι έως σήμερα μάκρο παραδοχές του ελληνικού προγράμματος, να υπάρξει «διαζύγιο» με το ΔΝΤ (που θα παραμείνει στο πρόγραμμα σαν σύμβουλος) και να αποπληρωθεί το ελληνικό χρέος προς αυτό, να μην έρθει νωρίτερα (το 2019) η μείωση του αφορολόγητου μαζί με τη μείωση των συντάξεων. Από την άλλη, μόνο με τέτοιες σκληρές δεσμεύσεις της ελληνικής πλευράς η εγγύηση των Ευρωπαίων δανειστών -χωρίς το ΔΝΤ πλέον- προς τις αγορές θα έχει στοιχειώδη πειστικότητα.
Όταν οι αγορές «δυστροπούν», οι εγγυήσεις των δανειστών γίνονται πιο «βαριές», το πολιτικό βάρος τους για την κυβέρνηση πιο ασήκωτο και η «καθαρή» έξοδος πιο «βρόμικη»…