«Δεν σας φοβάμαι, έχω πίστη στον Αλλάχ» δήλωσε στο δικαστήριο στις Βρυξέλλες ο Σαλάχ Αμπντεσλάμ, ο μοναδικός επιζών από τους τρομοκράτες που ευθύνονται για τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου του 2015 στο Παρίσι, που στοίχισαν τη ζωή σε 130 ανθρώπους.
«Δεν θέλω να απαντήσω σε καμία ερώτηση, αλλά η σιωπή μου δεν με κάνει εγκληματία, είναι η υπεράσπισή μου» είπε ο 28χρονος κατηγορούμενος κατά την έναρξη της δίκης του, η οποία γίνεται υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας στην βελγική πρωτεύουσα και η οποία δεν αφορά τις τρομοκρατικές αυτές επιθέσεις, αλλά περιστατικό που προηγήθηκε της σύλληψής του τον Μάρτιο του 2016, όταν πυροβόλησε εναντίον των αστυνομικών που διεξήγαν έρευνα για τον εντοπισμό του.
«Τώρα υπάρχουν στοιχεία σε αυτήν την υπόθεση, χειροπιαστά, επιστημονικά στοιχεία, θα ήθελα να στηριχτούν σε αυτά και να μην στηριχτούν, να μην ενεργήσουν για να ικανοποιήσουν την κοινή γνώμη» συνέχισε ο Αμπντεσλάμ, περιβαλλόμενος από δύο αστυνομικούς με καλυμμένα πρόσωπα.
«Έχω πίστη στον Κύριό μου (…) Αυτό που διαπιστώνω είναι ότι οι μουσουλμάνοι δικάζονται και τους μεταχειρίζονται με τον χειρότερο τρόπο» πρόσθεσε ο γάλλος μαροκινής καταγωγής, ο οποίος είχε δηλώσει προηγουμένως στο δικαστήριο ότι δεν θέλει να τον φωτογραφίζουν κατά τη διάρκεια της δίκης του.
«Αυτό που διαπιστώνω», επανέλαβε, «είναι ότι οι μουσουλμάνοι δικάζονται και τους μεταχειρίζονται με τον χειρότερο τρόπο, ανελέητα, και ότι δεν υπάρχει το τεκμήριο της αθωότητας», συνέχισε, προτού αρχίσει να αναφέρεται στην θρησκεία. «Μαρτυρώ ότι δεν υπάρχει θεός πέραν του Αλλάχ, ο Μωάμεθ είναι ο υπηρέτης του και ο προφήτης του».
«Τώρα, κρίνετέ με, κάντε με ό,τι θέλετε, εγώ έχω πίστη στον Κύριό μου. Δεν σας φοβάμαι, δεν φοβάμαι τους συμμάχους σας, τους συνεργάτες σας, έχω πίστη στον Αλλάχ και αυτό είναι όλο, δεν έχω τίποτε άλλο να προσθέσω» κατέληξε.
Η υπόθεση για την οποία δικάζεται αυτήν την εβδομάδα στις Βρυξέλλες είναι μόνο το προοίμιο άλλης δίκης που θα διεξαχθεί μεταγενέστερα στο Παρίσι και θα αφορά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις οποίες συμμετείχε, από τις οποίες σκοτώθηκαν συνολικά 130 άνθρωποι.