Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Δεν έχει καμία σημασία αν ο Γιάννης Μπουτάρης είναι 75 χρονών. Δεν έχει, επίσης, καμία σημασία, αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τις απόψεις του. Τα έχει αυτά η πολιτική, δεν συμφωνούμε όλοι με όλους. Αυτό που έχει σημασία, όμως, είναι ότι δεν μπορεί κανείς να επιτίθεται με κλωτσιές, καρατιές, μπουνιές, σπρωξιές και βρισιές σε έναν δήμαρχο, επειδή δεν του αρέσουν αυτά που λέει.
Δεν είναι η πρώτη φορά από το 2010 και μετά που βλέπουμε όχλο να την πέφτει μαζικά σε έναν πολιτικό. Κάθε φορά η ίδια αίσθηση, το ίδιο σφίξιμο στο στομάχι. Πότε ο Κωστής Χατζηδάκης, πότε ο Πέτρος Ευθυμίου, πότε ο Γιώργος Κουμουτσάκος, πότε κάποιος άλλος.
Τα ονόματα, ίσως, δεν έχουν και τόση σημασία. Σημασία έχει η απελευθέρωση της βίας. Και η εν μέρει κανονικοποίησή της. Γιατί, μπορεί τα πολιτικά κόμματα εν χορώ να καταδίκασαν την επίθεση στον Γιάννη Μπουτάρη -πράγμα που είναι μια πρόοδος σε σχέση με τα πρώτα μνημονιακά χρόνια- και μπορεί επίσης και πολλοί πολίτες να την καταδικάσαμε απερίφραστα, αλλά αυτοί που προπηλάκισαν τον Γιάννη Μπουτάρη έτυχαν ευρείας υποστήριξης: και από πολίτες στα κοινωνικά δίκτυα που προσπάθησαν να μας πείσουν ότι… φταίει το θύμα -όπως σε εκείνη τη φαλλοκρατική αντίληψη για τον βιασμό-, έως πολιτικούς που είτε προσπαθούν να καβαλήσουν το κύμα της οργής είτε προσπαθούν να ξαναφτιάξουν την πολιτική τους καριέρα ως εκφραστές του όχλου.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα της Ε.Ε., με νόμους και κανόνες. Είναι ευχής έργο να ταυτοποιηθούν γρήγορα και να συλληφθούν όσοι επιτέθηκαν στον δήμαρχο. Αυτό θα είναι μια μικρή νίκη του κράτους δικαίου εναντίον όσων νομίζουν ότι η αυτοδικία και ο τραμπουκισμός είναι η δόκιμη έκφραση της όποιας οργής ή δυσαρέσκειας μπορεί να αισθάνονται.
Το πρόβλημα, όμως, είναι ευρύτερο και έχει να κάνει με την ίδια τη βία: αντί, ως κοινωνία, συνολικά και συλλογικά να την αποστρεφόμαστε και να την καταδικάζουμε ρητά και απερίφραστα, υπάρχουν πολλοί συμπολίτες μας που ηδονίζονται από επιθέσεις σε πολιτικά πρόσωπα. Και υπάρχουν και άλλα πολιτικά πρόσωπα που, εντοπίζοντας πεδίο ευκαιρίας, προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την έκφραση της λαϊκής δυσαρέσκειας στην πιο πρωτόγονη μορφή της και να εμφανιστούν ως αυθεντικοί εκφραστές του λαϊκού αισθήματος.
Οι θιασώτες της βίας, είτε αυτοί που την εξασκούν είτε αυτοί που τη χειροκροτούν από τον καναπέ τους, δεν είναι υποχρεωτικά ένα κράμα μαυροντυμένης «ντουλάπας» και ακροδεξιού ινστρούχτορα. Μπορεί να είναι οι «νοικοκυραίοι της διπλανής πόρτας». Άνθρωποι που μέχρι το 2010 «δεν είχαν δώσει κανένα δικαίωμα». Και ακόμα και σήμερα, δεν είναι υποχρεωτικό να είναι απολύτως εξαθλιωμένοι, ισοπεδωμένοι από τη μνημονιακή πραγματικότητα. Μπορεί να είναι εργαζόμενοι, να διατηρούν ακόμα ένα επίπεδο ζωής κι όμως να επικροτούν τις πιο ακραίες μορφές βίας και ρατσισμού. Η μισαλλοδοξία είναι στάση ζωής και δεν εκδηλώνεται υποχρεωτικά θορυβωδώς, αλλά πολλές φορές και υποδόρια. Κρύβεται στα «αλλά». «Καταδικάζω τη βία, αλλά…», για παράδειγμα.
Για να ξαναφτιάξουμε τη χώρα, για να λέμε ότι έχουμε σοβαρό μέλλον μετά το τέλος του Μνημονίου, δεν πρέπει απλά να αποκατασταθεί η δυνατότητα της κυβέρνησης να νομοθετεί αυτοδύναμα. Πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι ή έστω η μεγάλη πλειοψηφία ότι η βία δεν είναι κανονικότητα. Ότι μπορούμε να διαφωνούμε, χωρίς να δερνόμαστε. Και ότι ο πρωτογονισμός δεν είναι πολιτική έκφραση. Τότε, ναι, θα μπορούμε να μιλάμε για επιστροφή στην κανονικότητα.