Γράφει ο Ceteris Paribus
Δεν είναι τυχαίο ότι η έννοια-κλειδί που χρησιμοποιείται πλέον από όλες τις πλευρές όσον αφορά το ελληνικό πρόγραμμα είναι η «ανάπτυξη» – μαζί και όλα τα σχετικά επίθετα: αναπτυξιακός/ή κ.λπ. Ο κύκλος της «εσωτερικής υποτίμησης» ολοκληρώθηκε με την ολοκλήρωση της δημοσιονομικής προσαρμογής (με τα πρόσφατα μέτρα για το αφορολόγητο, τις συντάξεις και την περικοπή επιδομάτων για την περίοδο ύστερα από το τέλος του υπάρχοντος προγράμματος) και την έξοδο από την επταετή περίοδο ύφεσης (2009-2015). Τον διαδέχεται λοιπόν η «αναπτυξιακή» φάση του μνημονιακού προγράμματος.
Στη φάση της «εσωτερικής υποτίμησης» το κεντρικό ζήτημα για τους δανειστές ήταν η υποτίμηση των αξιών (από μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές δαπάνες, που αφορούν το σκέλος των δαπανών του προϋπολογισμού, μέχρι την αξία των εθνικών assets, όπως αξία δημόσιας περιουσίας και υπό ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων, αλλά και αξία ενεργητικού ιδιωτικών επιχειρήσεων), σε μια ιδιότυπη διαδικασία «εκκαθάρισης εν λειτουργία» προσαρμοσμένης σε πτωχευμένο κράτος, ώστε να μεγιστοποιηθεί το «μέρισμα» των δανειστών από το εθνικό προϊόν στο σήμερα και ταυτόχρονα να διασφαλιστεί και στο μέλλον.
Στην «αναπτυξιακή» φάση του μνημονιακού προγράμματος, το στοίχημα είναι να επιμεριστεί το «μέρισμα» της ανάπτυξης ανάμεσα στα συμφέροντα που εκπροσωπούν οι δανειστές και στην ελληνική πλευρά. Αυτό και μόνο αυτό είναι το νόημα της περιβόητης «ρύθμισης του χρέους»: ο επιμερισμός αυτού του «μερίσματος» μέσα από την αλγεβρική σχέση τεσσάρων μεγεθών: ρυθμών ανάπτυξης – πρωτογενών πλεονασμάτων – συνολικών δαπανών για την εξυπηρέτηση του χρέους (χρεολύσια + τόκοι) – μεσομακροπρόθεσμων μέτρων για το χρέος.
Η γαλλική πρόταση δεν ήταν κάποιου είδους «εξυπηρέτηση» προς την Ελλάδα, αλλά προσπάθεια να γεφυρωθεί το χάσμα εκτιμήσεων για τους μεσομακροπρόθεσμους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μεταξύ ΔΝΤ (που τους προσδιόριζε σε 1% μεσοσταθμικά) και Κομισιόν-Γερμανίας (που τους προσδιόριζαν σε 1,3% μεσοσταθμικά).
Πώς θα κατανεμηθεί το «μέρισμα» της ανάπτυξης μεταξύ Ελλάδας και δανειστών ή των συμφερόντων που εκπροσωπούν; Όχι μόνο δευτερογενώς, δηλαδή με τον προσδιορισμό του παραγόμενου εθνικού προϊόντος που θα κατευθυνθεί σε αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων, αλλά και πρωτογενώς, με δύο τρόπους: «μέρισμα» των δανειστών και των συμφερόντων που εκπροσωπούν στην ιδιωτικοποίηση του εθνικού πλούτου (ιδιωτικοποιήσεις επιχειρήσεων, υποδομών και ενδεχομένως στρατηγικών εθνικών assets όπως οι υδρογονάνθρακες), αλλά και με τη συμμετοχή και «ενορχήστρωση» των όρων για τη χρηματοδότηση επενδυτικών προγραμμάτων. Ας τα δούμε με τη σειρά.
Πόση ανάπτυξη θα «δεσμεύσει» το χρέος;
Όταν λέμε ότι το χρέος «δεσμεύει» ανάπτυξη, εννοούμε δύο πράγματα: Πρώτο, πόσο «χώρο» αφήνουν για την ανάπτυξη τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, και δεύτερο, τι ποσοστό του ΑΕΠ θα δαπανάται για τοκοχρεολύσια. Όπως γνωρίζουμε, με την απόφαση του Eurogroup καθορίστηκαν και τα δύο: Με τον πρωτοφανώς μεγάλο «χώρο» που δεσμεύεται για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, δεν απομένει και πολύς χώρος για την ανάπτυξη. Στη διεθνή οικονομική ιστορία δεν υπάρχει προηγούμενο χώρας που να κατάφερε να παραγάγει επί 5 συνεχόμενα χρόνια πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ και στη συνέχεια πλεονάσματα πάνω από 2% του ΑΕΠ επί 37 συναπτά έτη!
Οι δανειστές έβαλαν εδώ το κάρο μπροστά από τα άλογα, αποτολμώντας ένα πείραμα παγκόσμιας και ιστορικής πρωτοτυπίας: θέτοντας πρωτοφανείς στόχους για υψηλά πλεονάσματα, δημιουργούν όλες τις προϋποθέσεις για νέα βύθιση της οικονομίας. Αντί να θέσουν τον πήχη με τα πρωτογενή πλεονάσματα χαμηλά, ώστε να επιτευχθούν τα βέλτιστα αποτελέσματα για του ρυθμούς ανάπτυξης (που στο κάτω-κάτω μειώνουν ταχύτερα το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ), έκαναν το αντίθετο, με κίνδυνο να προκληθεί και το αντίστοιχο αποτέλεσμα: καχεκτικοί ρυθμοί ανάπτυξης ή και εγκλωβισμός ξανά σε ένα σπιράλ ύφεσης. Μην ξεχνάμε εξάλλου ότι δεν υπάρχει οικονομική θεωρία που να έχει καταργήσει τον οικονομικό κύκλο με την ανοδική και την καθοδική του φάση (ανάπτυξη, επιβράδυνση ή και ύφεση) και να προβλέπει διαρκή ανάπτυξη εις τους αιώνες των αιώνων…
Εδώ έρχεται το δεύτερο παράδοξο της ρύθμισης του Eurogroup: αν ισχύσει, εξειδικευτεί και ποσοτικοποιηθεί η γαλλική ρήτρα για τη σύνδεση των μέτρων για το χρέος για το χρέος με τους ρυθμούς ανάπτυξης, βάσει αυτής πρέπει πρώτα να αποδειχθεί ότι τα υψηλά πλεονάσματα βυθίζουν την ανάπτυξη ώστε να ληφθούν μέτρα ελάφρυνσης του χρέους! Αυτό ισοδυναμεί με την εξής φόρμουλα: θα πάρουμε μέτρα για το χρέος, αφού όμως πρώτα καταστρέψουμε με τα υψηλά πλεονάσματα τις βάσεις της ανάπτυξης! Προφανώς, όχι η οικονομική θεωρία αλλά η κοινή λογική επιβάλλει την αντίθετη ακριβώς σκέψη!
Βεβαίως, αυτός ο παραλογισμός δεν οφείλεται σε κάποιον ανεξέλεγκτο ιό του ανορθολογισμού που έχει προσβάλει τους οικονομικούς αναλυτές των δανειστών και ιδιαίτερα της Γερμανίας, αλλά σε δύο άλλους, πεζούς και εξόχως πολιτικούς λόγους: Πρώτο, στο οικονομικό συμφέρον: η Γερμανία, ως ο μεγαλύτερος πιστωτής πλέον του ελληνικού κράτους, δεν θέλει μέτρα για το χρέος διότι θα χάσει χρήματα από τόκους και χρεολύσια. Γιατί όμως οι Γάλλοι, για παράδειγμα, που είναι επίσης πιστωτές, ή το ΔΝΤ, θέλουν μέτρα ελάφρυνσης; Για λόγους διαφορετικής πολιτικής στρατηγικής και διαφορετικών συμφερόντων: Η μεν Γαλλία με μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους θέλει να ανοίξει τη «μεγάλη πόρτα» της αμοιβαιοποίησης και της «αλληλεγγύης», προσβλέποντας σε μια διαφορετική Ευρώπη όπου η ίδια θα αισθάνεται πιο άνετα κουβαλώντας τα δικά της προβλήματα, το δε ΔΝΤ γιατί είναι ο κατεξοχήν εγγυητής του αξιόχρεου για τις παγκόσμιες αγορές και δεν θέλει να πληγεί περαιτέρω η αξιοπιστία του υπογράφοντας ένα πρόγραμμα γεμάτο παραλογισμούς – η γερμανική κυβέρνηση δεν έχει ανάλογα προβλήματα αξιοπιστίας, όχι μόνο γιατί είναι προσωρινή και μετράει περισσότερο το πολιτικό κόστος αλλά και γιατί η Γερμανία εγγυάται για τον εαυτό της και για κανέναν άλλο…
Το παραγωγικό κενό και ο κίνδυνος της πρόσκαιρης ευφορίας
Για χώρες ου εξέρχονται από μακρά περίοδο ύφεσης, υπάρχει ένα κρίσιμο μέγεθος που επηρεάζει αποφασιστικά το ύψος των ρυθμών ανάπτυξης ύστερα από την έξοδο από τον υφεσιακό κύκλο: το παραγωγικό κενό. Είναι το αργούν, λόγω ύφεσης και μειωμένης ζήτησης, παραγωγικό δυναμικό, το οποίο μπορεί να ξαναλειτουργήσει χωρίς νέες επενδύσεις μόλις οι ρυθμοί ανάπτυξης γίνουν θετικοί και η ζήτηση αυξηθεί. Στην Ελλάδα, που έχει χάσει στη διάρκεια της επταετούς ύφεσης λίγο πάνω από 26% του ΑΕΠ της, το παραγωγικό κενό υπολογίζεται σε λιγότερο από 10%. Οι ελληνικές επιχειρήσεις -και αναφερόμαστε στο σύνολο κι όχι στις ειδικές περιπτώσεις, στον κανόνα και όχι στις εξαιρέσεις- πρώτα θα καλύψουν αυτό το κενό, ύστερα θα απαλλαγούν από το βουνό των συσσωρευμένων βραχυχρόνιων και μακροχρόνιων υποχρεώσεων και θα μοιράσουν μέρισμα στους μετόχους τους και μετά απ’ όλα αυτά θα σκεφτούν για νέες επενδύσεις. Η όποια μείωση της φορολογίας των κερδών έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να έρθει άμεσα ούτε θα είναι θεαματική ώστε να υπάρξει από αυτή την πηγή αποθεματοποίηση για επενδύσεις.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο (παρότι εξαιρετικά αξιοπερίεργο σε μία χώρα όπου ο τομέας της εγχώριας κατανάλωσης είναι ο πρώτος σε συμβολή στο ΑΕΠ) ότι όλοι περιμένουν το θαύμα από τις ξένες επενδύσεις. Όμως και εδώ, οι ξένες επενδύσεις -πλην ελάχιστων εξαιρέσεων- αφορούν περισσότερο τη συμμετοχή στο πρότζεκτ των ιδιωτικοποιήσεων, όπου τα εθνικά assets έχουν γίνει πολύ ελκυστικά λόγω μεγάλης μείωσης της αξίας τους… Όμως σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μιλάμε στην κυριολεξία για νέες επενδύσεις, αλλά για επιχειρήσεις που αλλάζουν ιδιοκτησιακό καθεστώς – οι επενδύσεις επέκτασης, εκσυγχρονισμού κ.λπ. θέλουν το χρόνο τους και είναι πάντα «προσεκτικές». Ακόμη και για τις μεγάλες υποδομές (αεροδρόμια, σιδηρόδρομος, λιμάνι Πειραιά), αυτοί που «τόλμησαν», ήταν εταιρείες που είτε εκπροσωπούν ισχυρά κράτη είτε έχουν τις πλάτες ισχυρών κρατών (Κίνα, Γερμανία, Ιταλία). Τουλάχιστον για μερικά χρόνια ακόμη, λίγοι ξένοι επενδυτές θα αποτολμήσουν να ξεκινήσουν «από το μηδέν» μια μεγάλη επένδυση. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχουν αποδείξεις ούτε καν ενδείξεις για ένα πακτωλό ξένων παραγωγικών επενδύσεων που περιμένουν κάποια ρύθμιση για το χρέος ή το QE για να «μπουκάρουν»…
Τι θα γίνει λοιπόν όταν σε μία τριετία – τετραετία καλυφθεί το παραγωγικό κενό και η όποια δυναμική από την ιδιωτικοποίηση μεγάλων υποδομών και επιχειρήσεων; Εδώ έρχονται τα επενδυτικά σχέδια με δανεικά, μέσω σύνθετων σχημάτων χρηματοδότησης που θα μανατζάρουν αυτοπροσώπως συμφέροντα που εκπροσωπούνται από τους δανειστές. (βλέπε τον επόμενο μεσότιτλο)
Ωστόσο, στο όνομα ποιου ορθολογισμού αντί να κατευθυνθεί στις επενδύσεις ένα μεγαλύτερο μέρος του εθνικού προϊόντος, αυτό δεσμεύεται με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για την αποπληρωμή του χρέους, με αποτέλεσμα να καταλήγουμε στην «ανάπτυξη με δανεικά», δηλαδή με αύξηση του ιδιωτικού χρέους;
Ο μεγάλος κίνδυνος είναι προφανής: ύστερα από μερικά χρόνια ευφορίας και υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει κάποια δυσμενής εξέλιξη στη διεθνή συγκυρία που θα διακόψει πρόωρα και «άδοξα» αυτή την ευφορία, με ρυθμούς ανάπτυξης 2-3% που θα κάμουν χαρούμενους τους δανειστές με τα θηριώδη πλεονάσματα του 3,5%, μια νέα βύθιση. Το τι θα συμβεί τότε, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο που όμως προδιαγράφεται σαφώς, κανείς δεν μπορεί να το προβλέψει – άλλωστε κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα γίνει σε ένα χρόνο και δύο μήνες από τώρα, με τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος…
Εκεί καταλήγει ο παραλογισμός των «αντίστροφων» ρυθμίσεων για ρυθμούς ανάπτυξης – πρωτογενές πλεόνασμα – μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Μια χώρα που έχει χάσει το 26% του ΑΕΠ της σε μία επταετία, δεν μπορεί να επουλώσει τις πληγές αν δεν βάλει στο παιχνίδι της ανάπτυξης την εγχώρια κατανάλωση και τις δημόσιες επενδύσεις και αν η ελάφρυνση του χρέους δεν τεθεί σαν προϋπόθεση της ανάπτυξης – κι όχι σαν μέτρο για να επιβιώσουν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα παρά την καταστροφή της ανάπτυξης απ’ αυτά ακριβώς τα πλεονάσματα!
Έξοδος στις αγορές: αυξάνοντας τις ετήσιες δαπάνες για τόκους έως και 5 δισ. ευρώ
Και αν δεν φτάνουν όλα αυτά, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι σύμφωνα με την ανακοίνωση του Eurogroup, μεσοπρόθεσμα (αυτό το «μεσοπρόθεσμα» δεν έχει διευκρινιστεί, αλλά υποθέτουμε ότι αφορά σίγουρα το διάστημα μέχρι και το 2022) το ύψος των τοκοχρεολυσίων θα ανέρχεται στο 15% του ΑΕΠ. Αν αφαιρέσουμε το 3,5% του πρωτογενούς πλεονάσματος, απομένει ένα 11,5% του ΑΕΠ που θα πρέπει η Ελλάδα να αντλεί από τις αγορές. Με τα σημερινά επίπεδα του ΑΕΠ, αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 20 δισ. ευρώ ετησίως νέο δανεισμό από τις αγορές. Δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί επιτόκιο δανεισμού μικρότερο του 4,5%. Αυτά τα νέα δάνεια θα αντικαταστήσουν δάνεια του EFSF, του ESM και των κρατών-μελών – το ΔΝΤ σύντομα θα αποπληρωθεί. Η διαφορά επιτοκίου θα είναι σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 2%. Αυτό σημαίνει επιβάρυνση των τόκων κάθε χρόνο με 400 εκατ. ευρώ – με βάση το σημερινό ΑΕΠ, γιατί με το μελλοντικό, που θα αυξάνεται, θα ανέβει.
Μόλις περάσει το -απροσδιόριστο ακόμη- μεσοπρόθεσμο διάστημα, ο ρυθμός αντικατάστασης των χαμηλότοκων δανείων του EFSF και του ESM από υψηλότοκα νέα δάνεια από την αγορά θα επιταχυνθεί, αφού τα τοκοχρεολύσια θα ανέλθουν σε 20% του ΑΕΠ.
Με μέσο ετήσιο δανεισμό 20-30 δισ. ευρώ ετησίως, το σύνολο των δανείων του επίσημου τομέα (EFSF, ESM και διακρατικός δανεισμός) θα αντικατασταθεί από νέα, υψηλότοκα δάνεια της αγοράς. Τότε, η επιβάρυνση σε τόκους θα ανέλθει σε περίπου 5 δισ. ευρώ ετησίως…
Αυτό προβλέπεται ότι θα είναι το «μέρισμα» των αγορών στην ελληνική ανάπτυξη – η οποία σαν τον μυθικό Αίαντα, είναι «τιμωρημένη» να σηκώνει στου ώμους της τον κόσμο όλο…
Αναπτυξιακή επιτροπεία
Έχουμε ήδη γράψει ότι ένα μέρος των «αναπτυξιακών» μέτρων θα είναι το αντικείμενο της επερχόμενης τρίτης αξιολόγησης. Το Eurogroup το προδιαγράφει με την εξής παράγραφο της ανακοίνωσής του:
«Το Eurogroup, επίσης, συγχαίρει τις ελληνικές αρχές για την υιοθέτηση νομοθεσίας που θα θέσει σε εφαρμογή των προτάσεων του ΟΟΣΑ για ενίσχυση του ανταγωνισμού, της παροχής αδειών για επενδύσεις και του περαιτέρω «ανοίγματος» των κλειστών επαγγελμάτων. Καλωσορίζουμε τη δέσμευση της Ελλάδας να συνεχίσει να πορεύεται σε αυτό το μεταρρυθμιστικό μονοπάτι».
Αυτή είναι η «προκαταβολή», που βαρύνει σαν δέσμευση την κυβέρνηση, για να υπάρξουν τα επόμενα. Ποια είναι αυτά; Λέει η ανακοίνωση του Eurogroup (ζητώ συγγνώμη από τον/την αναγνώστη/στρια για την παράθεση κουραστικών αποσπασμάτων, αλλά πιστέψτε με έχουν τη σημασία τους):
«Παράλληλα το ΔΝΤ καλεί την Ελλάδα και τους θεσμούς αλλά και όλα τα τρίτα εμπλεκόμενα μέρη να αναπτύξουν και να στηρίξουν μία ολιστική αναπτυξιακή στρατηγική, έως το τέλος του έτους, ούτως ώστε να υπάρξει βελτίωση στο επενδυτικό κλίμα. Θα πρέπει να εξετασθούν και οι εναλλακτικές εξεύρεσης επιπλέον κεφαλαίων από εθνικές αναπτυξιακές τράπεζες και άλλους διεθνείς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς (όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης).
Το Eurogroup στηρίζει τις προσπάθειες των ελληνικών αρχών να εργαστούν με τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στη δημιουργία μίας Εθνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας η οποία θα συντονίζει την εφαρμογή προωθητικών ενεργειών. Το Eurogroup καλεί Ελλάδα, Κομισιόν και τους διεθνείς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς να συνεργαστούν και να ενισχύσουν τις διόδους των βιώσιμων επενδυτικών projects. Θα πρέπει να γίνουν ενέργειες ώστε να υπάρξει τεχνική στήριξη από το European Investment Authority Hub».
Εδώ μαθαίνουμε χρήσιμα πράγματα:
Ότι το ΔΝΤ καλεί «την Ελλάδα, τους θεσμούς αλλά και άλλα εμπλεκόμενα τρίτα μέρη» για διαμόρφωση «ολιστικής αναπτυξιακής στρατηγικής», απευθυνόμενο ονομαστικά σε ευρωπαϊκούς χρηματο-οικονομικούς οργανισμούς, ενώ στη δεύτερη παράγραφο το Eurogroup απευθύνεται σε Ελλάδα, Κομισιόν και διεθνείς χρηματο-οικονομικούς οργανισμούς.
Ότι μια τέτοια στρατηγική πρέπει να έχει διαμορφωθεί μέχρι το τέλος του έτους: που ισοδυναμεί με έκκληση, αλλά και δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης, ότι η τρίτη αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί ταχύτατα.
Ότι, επομένως, μιλάμε για εξεύρεση κεφαλαίων από Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, αλλά και Παγκόσμια Τράπεζα (που δεν αναφέρεται ονομαστικά, αλλά υπονοείται), ενώ ως τεχνικός σύμβουλος καλείται το European Investment Authority Hub. Στο σύνολό τους, ιδιωτικοί οργανισμοί, που σημαίνει ότι οι ελπίδες για δημόσια αναπτυξιακή βοήθεια με πρόσθετους ευρωπαϊκούς πόρους μέσω του… μυθικού ταμείου Γιουνκέρ, αποδεικνύονται φρούδες…
Ότι η Ελλάδα δεν θα δανειστεί από αυτούς για να καταστρώσει η ίδια ένα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο, αλλά αντίθετα όλοι αυτοί θα διαμορφώσουν την «ολιστική αναπτυξιακή στρατηγική». Ένα είδος δηλαδή διεθνούς αναπτυξιακής επιτροπείας.
Οι ειδήσεις δεν τελειώνουν εδώ, παρόλο που η επόμενη είτε κρύβεται πίσω από τις γραμμές είτε προκύπτει από ήδη γνωστά δεδομένα ή στοιχεία του ρεπορτάζ:
Πρόκειται για την Εθνική Αναπτυξιακή Τράπεζα η οποία μέλλει να ιδρυθεί. Για την οποία δεν έχουμε κανένα δεδομένο όσον αφορά το ποιοι και πόσα θα εισφέρουν στο μετοχικό της κεφάλαιο, γνωρίζουμε όμως αρκετά για να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι δεν θα είναι «εθνική» αλλά επίσης υπό διεθνή επιτροπεία: Το δικό μας ρεπορτάζ λέει ότι, βάσει του σχεδιασμού των δανειστών, πυρήνας της θα είναι το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης (ΕΤΕΑΝ). Η δομή του ΕΤΕΑΝ είναι σήμερα αμιγώς κρατική, αλλά προορίζεται για μερική ή ολική ιδιωτικοποίηση μέσω της συνεργασίας του, τεχνικής και χρηματοδοτικής, με τις αντίστοιχες αναπτυξιακές τράπεζες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Βρετανίας – σε αυτό αναφέρεται η φράση της ανακοίνωσης του Eurogroup «να εξετασθούν και οι εναλλακτικές εξεύρεσης επιπλέον κεφαλαίων από εθνικές αναπτυξιακές τράπεζες»…
Μικρή λεπτομέρεια-υπόμνηση για την έντονη διάσταση γερμανικού -και όχι μόνο, αλλά και της «ανιδιοτελούς φίλης» Γαλλίας, όπως και της Ιταλίας- «μεριδίου» στην ελληνική ανάπτυξη: υποψήφιος γερμανός εταίρος της ελληνικής Εθνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας θα είναι η KFW, η τράπεζα μέσω της οποίας η Γερμανία συμμετέχει στο δανεισμό της Ελλάδας – μια μικρή λεπτομέρεια «σύγκρουσης συμφερόντων» που, πάνω στο ζήλο για την κατανομή των μεριδίων πάνω στη μελλοντική ελληνική ανάπτυξη, παραγνωρίστηκε…
Δεν πρόκειται λοιπόν για το «διαμοιρασμό των ιματίων» της ελληνικής ανάπτυξης μόνο δευτερογενώς, μέσω της σχέσης ρυθμών ανάπτυξης – πρωτογενών πλεονασμάτων – ετήσιου ύψους δαπανών για τοκοχρεολύσια – μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, αλλά και πρωτογενώς, στην «πηγή»: η κατάστρωση του αναπτυξιακού σχεδίου, η τεχνική του επιτήρηση, οι όροι για την εξεύρεση πόρων (επιτόκια δανεισμού κεφαλαίων, σύνθεση δανεισμού) θα ανήκουν σε ένα διεθνές δίχτυ ιδιωτικών θεσμών και ξένων κρατικών τραπεζών. Μια αναπτυξιακή επιτροπεία που δεν εγκαθίσταται απλώς για να μη «σπαταλήσουν οι Έλληνες τα αναπτυξιακά κεφάλαια» (κάτι για το οποίο οι… Έλληνες είναι ασφαλώς απολύτως ικανοί), αλλά κυρίως για να επιμεριστεί και πρωτογενώς ένα γενναίο μέρισμα για τους ξένους εταίρους από την ελληνική ανάπτυξη.
Μια ανάπτυξη επιβαρημένη με τόσα «μερίσματα» και με τέτοια ασφυκτική επιτροπεία, συνιστά ένα πρωτοφανές παγκόσμιο πείραμα «καταναγκαστικής διεθνοποίησης» με «πειραματόζωο» χώρα-μέλος της Ευρωζώνης! Αν από το πείραμα θα επιβιώσει και η χώρα-μέλος ή μόνο το «πειραματόζωο», θα το δείξει η ζωή…