Του Σπύρου Ριζόπουλου
Παραδοσιακά, στην πολιτική πραγματικότητα, η ΔΕΘ αποτελεί το σημαντικότερο, μέσα σε κάθε χρονιά, σημείο απολογισμού και κριτικής για την εκάστοτε κυβέρνηση.
Η σημερινή κυβέρνηση οδεύει προς τη δεύτερη ΔΕΘ της θητείας της, έχοντας συμπληρώσει ήδη 14 μήνες στη εξουσία. Και μάλιστα, μόλις δημοσιεύθηκε μια δημοσκόπηση που της δίνει προβάδισμα 17 μονάδων. Αν μη τι άλλο δείχνει ότι έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει ακλόνητη έχοντας προς το παρόν τη μέγιστη εμπιστοσύνη των Ελλήνων. Όμως στην πολιτική δεν υπάρχει τίποτε μόνιμο.
Σε αυτό το χρονικό διάστημα λοιπόν, η κυβέρνηση έχει δοκιμάσει και έχει αναπτύξει όλα τα μοντέλα διοίκησης με τα οποία θα πορευτεί για την τετραετία, ενστερνιζόμενη ως βασικό πλαίσιο αυτό ενός νέου επιτελικού κράτους.
Πέρυσι τέτοια εποχή σε ένα αντίστοιχο άρθρο μου είχα αναλύσει την έννοια του επιτελικού κράτους.
Όπως είχα αναφέρει τότε αποδεικνύεται και στην πράξη ότι το επιτελικό κράτος, είτε αρέσει είτε δεν αρέσει οφείλει να είναι πρωθυπουργοκεντρικό. Μια κυβέρνηση πρέπει να εμπιστεύεται ή τις ικανότητες ή την αφοσίωση των στελεχών της. Άρα πρέπει να επιλέγει ακριβώς αυτούς που θέλει με όποια κριτήρια θέλει.
Σε κάθε περίπτωση υποστηρίζω ότι για να κυβερνηθεί η χώρα ο πρωθυπουργός θα πρέπει να ξηλώνει και να ράβει από την αρχή το δικό του σύστημα. Μόνο έτσι μπορεί να κυβερνήσει αποτελεσματικότερα έχοντας και την πλήρη ευθύνη για τις επιλογές του. Σε αυτή βάση θα κριθεί στο τέλος. Ντεμί λογικές στο επιτελικό κράτος δεν χωρούν.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΟΜΗ ΤΟΥ,
το επιτελικό κράτος της συγκεκριμένης κυβέρνησης έχει διαμορφωθεί ως εξής:
Είναι ένα σύστημα τεσσάρων ομόκεντρων κύκλων.
- Ο πρώτος κύκλος είναι ο στενός κύκλος και αποτελείται από τρία πρόσωπα συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού.
- Ο δεύτερος αποτελείται από το ευρύτερο πρωθυπουργικό επιτελείο στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το υβριδικό συμβούλιο εθνικής ασφάλειας.
- Ο τρίτος είναι οι υφυπουργοί του και οι γενικοί του γραμματείς που είναι απολύτως αφοσιωμένοι και ελεγχόμενοι, πράγμα που αποδείχθηκε και στον τελευταίο μίνι ανασχηματισμό.
- Ο τέταρτος κύκλος, παρότι θεωρητικά σημαντικότερος, είναι οι υπουργοί που αποδεικνύεται ότι είναι επιτελικοί σε σχέση με το Μαξίμου κατά το δοκούν.
Αναμενόμενα, πολύς λόγος γίνεται όμως για το αν αυτό το σύστημα είναι σήμερα «Μητσοτακικό». Εφόσον είναι πρωθυπουργοκεντρικό, αυτονόητα δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Τώρα τα βαρίδια τα έχει το «Μητσοτακικό», πριν τα είχε το «Καραμανλικό».
Εδώ έγκειται η μεγάλη επιτυχία της Αριστεράς μετά τη Μεταπολίτευση. Κατάφερε ενώ έχασε τον εμφύλιο να δημιουργήσει την ψευδεπίγραφη αίσθηση ένα επικοινωνιακού και ηθικού πλεονεκτήματος το οποίο διαχρονικά είχε τεράστια επικοινωνιακή και κοινωνική επιτυχία.
Δημιούργησε εσωτερικές ενοχές στους οργανωμένους και μη της κεντροδεξιάς αντίληψης με αποτέλεσμα να αυτοϋποβάλλονται με ηθικοπλαστικά διλήμματα.
Το ότι αυτή η στάση της αριστεράς είναι επιδερμική και επικοινωνιακά έξυπνη αποδεικνύεται πολύ απλά από το γεγονός ότι κατά την τετραετία διακυβέρνησης Τσίπρα, ως άλλοθι απέναντι στην πραγματικότητα που αντιμετώπιζε, χρησιμοποιήθηκε πολλαπλά η φράση «είμαστε η κυβέρνηση αλλά δεν ελέγχουμε την εξουσία». Μάλιστα το πρόταγμα της συγκεκριμένης αντίληψης το έδωσε σε συνέντευξή της η ίδια η σύζυγος του τότε πρωθυπουργού, η οποία ίσως ενδόμυχα αποκάλυπτε πόσο σημαντικό είναι να ελέγχεις την εξουσία για να κυβερνήσεις.
Έκανα αυτή την παρένθεση γιατί τη θεώρησα απαραίτητη καθότι αναλώνεται πολύς χρόνος περισσότερο απ’ τους ίδιους τους μανδαρίνους της ΝΔ σε κάτι στο οποίο οποιοσδήποτε πρωθυπουργός αν σέβεται τον εαυτό του οφείλει να κάνει για να λειτουργήσει πιο σωστά. Και από αυτό δεν εξαιρείται κανείς. Μάλιστα προβλέπω ότι εφόσον επιστρέψει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία θα δομηθεί ακριβώς με τα ίδια χαρακτηριστικά του κράτους που σήμερα στηλιτεύει.
Ως προς την ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ του, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που διανύουμε
θα περιοριστώ στη διαχείριση των συνεπειών του κορωνοϊού και το έλλειμμα παραγωγής πολιτικής που δειλά δειλά αρχίζει να διαπιστώνεται.
Είναι αναμφισβήτητο ότι η κυβέρνηση λειτούργησε σωστά στη συγκεκριμένη φάση και στους τέσσερις κύκλους του επιτελικού κράτους.
Σήμερα όμως η κατάσταση αυτή έχει αλλάξει και οι «συνταγές» των πρώτων μηνών δεν μπορούν πλέον να αποδώσουν.
Η πρόκληση βρίσκεται καθέτως στον δεύτερο, τρίτο και τέταρτο κύκλο του επιτελικού κράτους. Πολιτικά πρόσωπα αυτών των κύκλων δείχνουν αμήχανα και φοβισμένα απέναντι στην επόμενη μέρα και… τσαλαβουτούν για να βρουν ένα ρόλο στο πρόστιμο, στη μάσκα και στο παγούρι χάνοντας την μεγάλη εικόνα. Και δεν μπορούν να τοποθετηθούν με πολιτικές προτάσεις είτε λόγω απειρίας είτε λόγω έλλειψης τόλμης.
Δεν υπάρχουν σήμερα πολιτικές προτάσεις ευφάνταστες που θα μπορέσουν να αποδείξουν στην κοινή γνώμη και στην κοινωνία ότι είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει κορωνοϊός η ζωή πρέπει να συνεχιστεί και να βγούμε από τη ζώνη του λυκόφωτός του.
Το πρόβλημα καθίσταται πολύ μεγαλύτερο από την αδυναμία εκείνων που χάραξαν τη συγκεκριμένη στρατηγική σχέσεων με τα media στα οποία πρωτίστως διοχέτευαν τις υγειονομικές επισημάνσεις στρατηγικού χαρακτήρα το Μάρτιο, στηρίζοντας δηλαδή τις πολιτικές του lock down. Σήμερα φαίνεται καθαρά η αδυναμία τους να πείσουν αυτά τα media ότι το φτηνό «κυνήγι μαγισσών» είναι αυτό που αναπαράγει το φόβο, καθαρά χάριν του εντυπωσιασμού και όχι των αναγκών της χώρας.
Η απειρία όσων ασχολήθηκαν με το συγκεκριμένο κομμάτι δείχνει ότι δεν διδάχθηκαν από τη συμπεριφορά των media στα χρόνια των μνημονίων. Και αυτή είναι η αλήθεια.
Πρακτικά σήμερα οι πολίτες, εάν θέλουμε να επιστρέψει ο καθένας στην προ κορωνοϊού καθημερινότητα, πρέπει να αποδεχθούμε ακριβώς το αντίθετο από αυτό το οποίο συζητείται μέχρι σήμερα.
Ενώ όλοι αναλώνονται σε απίστευτες θεωρίες για το πως θα αλλάξει η ζωή μας θα έπρεπε να αγωνιζόμαστε ακριβώς για το αντίθετο. Πως θα μάθουμε να ζούμε με ακόμη ένα πρόβλημα γιατί αυτό είναι η ζωή.
Αντί να ενημερωνόμαστε καθημερινά με το ποιος ιχνηλατείται θα πρέπει να ασχολούμαστε μόνο με το πως -έχοντας προτάξει τη έννοια της ατομικής ευθύνης- το Μαξίμου να προτάξει το τι κάνει ως προς την κυβερνητική ευθύνη. Γιατί πολύ απλά ο πολίτης ενδιαφέρεται και θέλει να νοιώθει την ασφάλεια ότι υπάρχουν επαρκείς υποδομές σε ΜΕΘ, γιατρούς και νοσοκόμους.
Πρέπει λοιπόν άμεσα η κυβέρνηση να φύγει από τη λογική του superman και να πει ξεκάθαρα: «Εσείς κάνετε ότι μπορείτε ως Έλληνες, τα πηγαίνετε πολύ καλά και η δική μας δουλειά είναι να αποκαταστήσουμε το ΕΣΥ για να μπορέσουμε αντιμετωπίσουμε τη νέα ενδεχόμενη έξαρση. Και αυτό θα κάνουμε».
Με λίγα λόγια, να αποδειχθεί ότι ενώ «ξεκλείδωνε» η χώρα από ένα κομμάτι του επιτελικού κράτους, ένα άλλο έστηνε μια νέα πραγματικότητα.
Επικαλούμαι τη ΔΕΘ ως νέα αφετηρία γιατί στη ΔΕΘ πρέπει να αλλάξει η πολιτική φρασεολογία.
Η χιλιοειπωμένη φράση «νέα τάξη πραγμάτων» και οι επικλήσεις στον παππού, τη γιαγιά, το εγγόνι, τη θεία και το θείο αποτελούν λεξιλόγιο της εποχής του lock down, την εποχή που ο φόβος ήταν απαραίτητος. Όσο συνεχίζεται η χρήση αυτή της φρασεολογίας δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να αναπαράγουμε το φόβο. Πρακτικά όλη η συζήτηση με την επίκληση του θυμικού, του συναισθηματικού και του φιλότιμου έρχεται σε σύγκρουση με το γεγονός ότι όλα αυτά τελείωσαν με το άνοιγμα της χώρας στον τουρισμό.
Εδώ όμως έρχεται η στιγμή της μεγάλης αλήθειας και η μεγάλη αλήθεια είναι μία:
Μάσκα ίσον φόβος. Φόβος ίσον εσωστρέφεια. Εσωστρέφεια ίσον καταστροφή της οικονομίας. Καταστροφή της οικονομίας ίσον μόνιμη ζημιά σε βάθος χρόνου, ανέχεια και τελικά πολλοί περισσότεροι θάνατοι.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σαφέστατα παραμένει κυρίαρχος στο πολιτικό σκηνικό και αυτό τον «επιβαρύνει» με την ευθύνη να δείξει τον δρόμο
Αν όχι στη ΔΕΘ γιατί προηγείται του ανοίγματος της σχολικής χρονιάς όπου έχει γίνει ολόκληρη επένδυση πολιτικής γύρω από τη μάσκα, ο ίδιος τολμηρά πρέπει σύντομα να την αφαιρέσει από το πρόσωπό του.
Θα το καταστήσω όσο πιο σαφές γίνεται: Η διακυβέρνηση της χώρας πρέπει να φύγει από τα χέρια των επιδημιολόγων.
Ακόμη και η πρόσφατη δημοσκόπηση απέδειξε κατά βάση ότι η συντριπτική πλειοψηφία σέβεται την κυβερνητική πολιτική εφαρμόζοντάς την. Ας μην «παραμυθιαζόμαστε» όμως, κανείς δεν θέλει να τη φοράει.
Με την ίδια λοιπόν πειθαρχία που εμπεδώθηκε, η μάσκα πρέπει με την ίδια τόλμη να αφαιρεθεί.
Τότε μόνο θα στρώσει και η οικονομία και θα επέλθει η κανονικότητα.