Οι ελληνικές τράπεζες επέστρεψαν στο προσκήνιο, επισημαίνει η Deutsche Bank σε σημερινή της έκθεση όπου προχωρά σε αλλαγή των τιμών-στόχων και των συστάσεων που δίνει για τις μετοχές τους, βλέποντας μάλιστα περιθώρια για ράλι εώς και 50%.
Ειδικότερα αναβαθμίζει την Εθνική σε σύσταση buy από hold με νέα τιμή-στόχο τα 8,30 ευρώ από 7,10 ευρώ πριν τοποθετώντας την στην κορυφαία θέση των επιλογών της από την Ελλάδα. Παράλληλα, σε buy διατηρεί την Alpha Bank με τιμή-στόχο τα 2,15 ευρώ από 2,00 ευρώ πριν, σε hold διατηρεί την Τράπεζα Πειραιώς με τιμή-στόχο τα 3,95 ευρώ από 3,3 ευρώ πριν και τέλος buy είναι η σύσταση για την Eurobank με νέα τιμή-στόχο τα 2,40 ευρώ από 2,05 ευρώ πριν.
Έτσι, για την Εθνική βλέπει περιθώρια ανόδου 44%, για την Alpha Bank 45%, για την Πειραιώς 29% και για την Eurobank 50%.
Νέο ορόσημο για την αντίληψη της αγοράς το placement της Εθνικής
Όπως τονίζει η Deutsche Bank, οι ισχυρές επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών από τις αρχές του 2023 αντικατοπτρίζουν τη ραγδαία αλλαγή στο κλίμα των επενδυτών μετά από τους ισχυρούς ρυθμούς στο μέτωπο της κερδοφορίας και την ισχυρή συσσώρευση κεφαλαίων.
Ωστόσο, οι μετοχές τους έχουν υποχωρήσει τον τελευταίο καιρό, λόγω των κινήσεων ρευστοποίησης κερδών των επενδυτών και ιδιαίτερα των ανησυχιών για την αποεπένδυση των συμμετοχών του κράτους στο μετοχικό του κεφάλαιο.
Ειδικότερα, οι λόγοι των πιέσεων που είχαν υποστεί οι μετοχές τους είναι πιθανότατα δύο: i) η ήδη ισχυρή απόδοση από τις αρχές του έτους η οποία και είχε ήδη ωθήσει την γερμανική τράπεζα να υποβαθμίσει την Εθνική και την Πειραιώς σε Hold στα τέλη Ιουνίου, και ii) το γεγονός ότι οι όγκοι συναλλαγών έχουν συρρικνωθεί σημαντικά, πιθανώς εν όψει των κινήσεων αποεπένδυσης του ΤΧΣ.
Θεωρεί ότι ο συνδυασμός των ισχυρών επιδόσεων των ελληνικών τραπεζών και του τέλους των ανησυχιών για overhang μετοχών μετά την πλήρη αποεπένδυση σε Eurobank και Alpha, σε συνδυασμό με την πρόσφατη τοποθέτηση του 22% της Εθνικής, δείχνει ότι οι επενδυτές φαίνεται να είναι περισσότερο από πρόθυμοι να απορροφήσουν το “νέο χαρτί” στην αγορά. Και συνολικά, η υψηλή ζήτηση για την τοποθέτηση της Εθνικής Τράπεζας (8x) δείχνει πόσες πιθανές επενδύσεις σε ελληνικές τράπεζες είχαν καθυστερήσει τους τελευταίους μήνες.
Επιπλέον, το αποτέλεσμα από αυτή την τοποθέτηση θα πρέπει να είναι θετικό, όχι μόνο για τις μετοχές της Εθνικής, αλλά γενικότερα, καθώς όχι μόνο μειώθηκε σημαντικά ο κίνδυνος overhang, αλλά θα ενισχυθεί η ρευστότητα της αγοράς, οδηγώντας σε αύξηση του όγκου συναλλαγών. Αυτό μπορεί να βοηθήσει τις ελληνικές τράπεζες να προσελκύσουν σταδιακά μεγαλύτερους επενδυτές (ειδικά long-only), ασκώντας ενδεχομένως κάποια θετική πίεση στις τιμές των μετοχών.
Τα παραπάνω οδηγούν την Deutsche Bank να γίνει πιο αισιόδοξη γενικότερα για τις ελληνικές τράπεζες και ειδικά για την Εθνική.
Συνολικά, όπως τονίζει, οι τράπεζες εξακολουθούν να προσφέρουν ελκυστικές αποτιμήσεις, με τους δείκτες P/E για το 2024 να βρίσκονται τώρα στο εύρος του 5x και τους δείκτες λογιστικής αξίας P/TBV στο 0.5-0.8x για απόδοση ιδίων κεφαλαίων RoTE στο 10-15% (που είναι χαμηλά για τα ισχυρά πλεονάζοντα κεφάλαια σε ορισμένες περιπτώσεις, πιθανότατα επιτρέποντας την επανέναρξη των μερισμάτων το 2024), βάζοντας πιθανότατα τις ελληνικές τράπεζες ξανά στο προσκήνιο.
Όπως εξηγεί, οι αλλαγές στις τιμές-στόχους την οδηγούν στην αναβάθμιση της Εθνικής σε buy, ενώ διατηρεί τις υπόλοιπες συστάσεις αμετάβλητες, με την Eurobank και την Alpha Bank να αξιολογούνται επίσης με buy και την Πειραιώς με hold.
Η Deutsche Bank εκτιμά ότι οι ισχυρές επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών θα συνεχιστούν, με τα καθαρά έσοδα από τόκους να κορυφώνονται στο τέταρτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους ή στο πρώτο τρίμηνο του 2024, λόγω της αύξησης του κόστους χρηματοδότησης, ενώ στη συνέχεια χάρη στην πιστωτική επέκταση η ανθεκτικότητα των μεγεθών τους θα διατηρηθεί.
Επιπλέον, κατά τη γερμανική τράπεζα, τα κόστη αναμένεται να διατηρηθούν υπό έλεγχο, ενώ τα επίπεδα προβλέψεων θα συνεχίζουν να υποχωρούν σταδιακά λόγω της βελτίωσης της ποιότητας του ενεργητικού.
Αυτό σημαίνει ότι οι αποδόσεις τους θα κινηθούν σε παρόμοια επίπεδα με αυτά των ευρωπαϊκών τραπεζών, παρά το γεγονός ότι οι κεφαλαιακοί δείκτες CET1 αναμένεται να φτάσουν το 15% – 18% έως το 2024.
Πηγή capital.gr