Γράφει ο Δημήτρης Λιάκος*
Η είσοδος του 2020 δεν σηματοδοτεί μόνο την αφετηρία μιας νέας δεκαετίας αλλά σημειολογικά αφορά το χρονολογικό κλείσιμο μιας ιστορικής περιόδου. Μια περίοδος που στιγματίστηκε από την χρεοκοπία της χώρας και τις κοσμογονικές αλλαγές που επήλθαν ως αποτέλεσμα των διαχρονικά αναποτελεσματικών πρακτικών και επιλογών. Μια δεκαετία επώδυνη σε πολλαπλά επίπεδα που κλείνει όμως με την κατάσταση πιο σταθερή και σταδιακά βελτιούμενη. Η συνέχιση των προσπαθειών κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να κλείσουν τα ανοιχτά μέτωπα και να αντιμετωπιστούν θετικά οι απαιτήσεις του σήμερα και οι προκλήσεις του αύριο.
Στην δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, που πιθανότατα θα χαρακτηριστεί ως η δεκαετία των μνημονίων, είναι γεγονός ότι έγιναν πολλές και σημαντικές τομές αλλά καταγράφηκαν και σοβαρά λάθη. Από την εμπειρία μου ως υπεύθυνος συντονιστής για την υλοποίηση της συμφωνίας του 3ου προγράμματος, θεωρώ ότι η εκδήλωση της κρίσης είχε ως συνέπεια τα μνημόνια, διαφωνώντας με την άποψη ότι τα προγράμματα προσαρμογής προκάλεσαν την κρίση. Οι επιπτώσεις της κάκιστης διαχείρισης των δημοσιονομικών από το μέσο της προηγουμένης δεκαετίας σε συνδυασμό: α) με την εμμονή σε ένα μοντέλο μεταβιβάσεων και δανεισμού, β) την ρητορική των «εύκολων» λύσεων και γ) την προάσπιση συμφερόντων προς άγραν «πελατών – ψηφοφόρων», οδήγησαν τη χώρα στην αναγκαιότητα ενεργοποίησης του προστατευτικού «διχτυού» των προγραμμάτων στήριξης.
Είναι αληθές ότι τα προγράμματα προσαρμογής είχαν σοβαρά προβλήματα δομής κάτι που παραδέχθηκαν οι σχεδιαστές τους, γεγονός που στοίχισε κοινωνικά και οικονομικά. Η κρίση θα ήταν μικρότερη σε ένταση και διάρκεια αν υπήρχε: α) σε πολιτικό επίπεδο, μια διαφορετική αντίληψη για το λεγόμενο «κόστος» και την δημιουργία ευρύτερων συναινέσεων και σε β) σε τεχνικό, μια ισορροπία από την πρώτη στιγμή μεταξύ της απαραίτητης δημοσιονομικής εξυγίανσης και των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Στο σκέλος της δημοσιονομικής πολιτικής τα αποτελέσματα θα ήταν καλύτερα αν είχαν μελετηθεί πιο ορθολογικά τόσο οι προτεραιότητες και οι ποσοτικοποιήσεις (πηγές μείωσης δαπανών και ενίσχυσης εσόδων, πολλαπλασιαστές μέτρων κ.α.) όσο και οι χρονικότητες (χρόνοι έναρξης φορολογικών μέτρων και παρεμβάσεων για την βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους).
Όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις, πρέπει να παραδεχθούμε τη διαχρονική αδυναμία του πολιτικού συστήματος στην μη έγκαιρη προώθηση των απαραίτητων μετασχηματισμών που θα επέφεραν εκτός της επίλυσης των παθογενειών και την «απελευθέρωση» του υγιούς παραγωγικού δυναμικού. Βασική παραδοχή αποτελεί επίσης η διαπίστωση της αναγκαιότητας της πλειονότητας των εφαρμοσμένων μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, η συσχέτιση σε αρχικό στάδιο των αλλαγών με τα μέτρα λιτότητας συνέβαλλε στην αρνητική εννοιολογική επιβάρυνση των μεταρρυθμίσεων και χρειάστηκε σημαντική προσπάθεια για την μεταβολή του πρόσημου.
Ωστόσο αυτή η περίοδος είχε θετικά στοιχεία που πρέπει να διαφυλάξουμε και να ενισχύσουμε, προκειμένου να αποτελέσουν τη βάση για τη συνέχιση των προσπαθειών. Αδιαμφισβήτητα οι πολίτες υπέστησαν τεράστιες θυσίες, μεγάλα μέρη του πληθυσμού φτωχοποιήθηκαν και περιθωριοποιήθηκαν. Η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους δεν είναι καθήκον της πολιτείας μόνο ως ανταμοιβή των προσπαθειών αλλά, υπό προοδευτικό πρίσμα, απαραίτητη προϋπόθεση για την ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής και της διάχυσης των ωφελειών της.
Η δημοσιονομική ισορροπία και η επιτυχημένη διαχείριση του δημόσιου χρέους δημιουργεί έναν καθαρό διάδρομο τουλάχιστον 15 ετών. Υπάρχουν περιθώρια που επιτρέπουν τη λήψη στοχευμένων μέτρων αυξημένης πολλαπλασιαστικής επίδρασης δίνοντας ώθηση στο σύνολο των μακροοικονομικών μεγεθών.
Σημαντικές μεταρρυθμίσεις έλαβαν χώρα, όπως στο φορολογικό και στο ασφαλιστικό σύστημα, στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, στο άνοιγμα αγορών και υπηρεσιών, στην ενίσχυση των κανόνων διαφάνειας κ.α. Αναγκαίες τομές έγιναν επίσης στην ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, των δημοκρατικών κοινωνικών δικαιωμάτων και στην βελτίωση της εργατικής νομοθεσίας. Ο κατάλογος των δομικών αλλαγών είναι μακρύς και ουσιαστικός ενώ η επίδραση τους καταγράφεται ως θετική. Παρόλα αυτά αρκετές ακόμα μεταρρυθμίσεις βρίσκονται στο στάδιο της υλοποίησης (κτηματολόγιο, ψηφιοποίηση δημοσίου κ.α.), και πρέπει να ολοκληρωθούν λόγω της σπουδαιότητας τους για τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό της οικονομίας.
Αν σε αυτά προσθέσουμε τη συσσωρευμένη εμπειρία και παραδεχθούμε με ειλικρίνεια τα λάθη της τελευταίας 20ετίας, το σημείο εκκίνησης για τη νέα δεκαετία κρίνεται ως ικανοποιητικό, συγκρίνοντας το με το αντίστοιχο του 2009. Αποβάλλοντας αναχρονιστικές λογικές και νοοτροπίες μπορούμε να εκμεταλλευτούμε τις δυνατότητες μας, να δημιουργήσουμε ένα σύγχρονο κράτος που θα ανταποκρίνεται στις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες. Οι προκλήσεις της νέας περιόδου είναι σημαντικές αλλά δεν μπορούμε να συνεχίζουμε να μεμψιμοιρούμε και να χρησιμοποιούμε την κρίση ως μόνιμη δικαιολογία.
Η αντιμετώπιση των προκλήσεων απαιτεί αφενός πολιτική βούληση και αφετέρου την ύπαρξη ενός αναλυτικού σχεδίου για το μέλλον. Η αρχή έγινε με την αναπτυξιακή στρατηγική που εμπεριέχει τους στόχους και τα μέσα για την επιτάχυνση της εξελικτικής διαδικασίας της οικονομίας και της κοινωνίας συνολικά. Η στρατηγική θα πρέπει να ανανεώνεται τακτικά αναλόγως των εξελίξεων, των δεδομένων και των προταγμάτων της κάθε περιόδου. Ως αδυναμία της ελληνικής οικονομίας πρέπει να τονισθεί ότι είναι η έλλειψη συγχρονισμού με τη διεθνή τάση. Η παγκόσμια οικονομία δείχνει σημάδια κόπωσης ενώ οι πολιτικές αποφάσεις στα πεδία των εμπορικών σχέσεων και της γεωπολιτικής επιδεινώνουν τις μελλοντικές προοπτικές.
Βασικοί στόχοι της χώρας για την επόμενη δεκαετία είναι: α) η διαφύλαξη της δημοσιονομικής ισορροπίας, β) η επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης, γ) η ενίσχυση της απασχόλησης, δ) ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα, ε) η βελτίωση του κοινωνικού κράτους, στ) η αναβάθμιση του γεωπολιτικού ρόλου, ζ) η εμβάθυνση της δημοκρατίας. Εργαλεία/μέσα για την επίτευξη των στόχων είναι η συνεχής βελτίωση του φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος, η ψηφιοποίηση του κράτους, η επίλυση του προβλήματος του ιδιωτικού χρέους, η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, η προσέλκυση ξένων επενδύσεων και η ενθάρρυνση του εγχώριου ιδιωτικού τομέα, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, η αναβάθμιση της παιδείας, ο εκσυγχρονισμός του Συντάγματος και της νομοθεσίας, η επιτάχυνση της δικαιοσύνης, η βελτίωση των διεθνών σχέσεων κ.α.
Οι σημαντικότερες προκλήσεις του μέλλοντος, με πολλαπλή και διεθνή διάσταση, με τις οποίες θα βρεθεί αντιμέτωπο κάθε κράτος είναι η 4η βιομηχανική επανάσταση, η κλιματική αλλαγή, το προσφυγικό/μεταναστευτικό και η διεύρυνση των ανισοτήτων. Οι επιπτώσεις τους είναι ήδη καταγεγραμμένες αλλά το μέγεθος των μελλοντικών επιδράσεων τους άγνωστο.
Στο πεδίο της τεχνολογικής «επανάστασης», ο κίνδυνος για την Ελλάδα είναι να παραμείνει στη δεύτερη ταχύτητα των εξελίξεων, προκαλώντας συνέπειες στην ανάπτυξη, την απασχόληση, στην παραμονή των νέων επιστημόνων. Για να εισέλθουμε στο club των «ευνοημένων» κοινωνιών απαιτείται η ενεργοποίηση και ο συντονισμός όλων των διαθέσιμων δημόσιων και ιδιωτικών εργαλείων, από τα φορολογικά κίνητρα, την δημιουργία «έξυπνων» εργαλείων χρηματοδότησης και την υιοθέτηση διεθνών best practices έως την αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος και κατά συνέπεια της επικρατούσας κουλτούρας.
Όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, με τις επιπτώσεις της να έχουν ήδη προκαλέσει τραγικές συνέπειες, θα πρέπει να συνειδητοποιηθεί η επίδραση της σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας. Οικονομία, υποδομές, βιομηχανική και γεωργική παραγωγή, εργασιακές σχέσεις, παιδεία, θετικές και κοινωνικές επιστήμες, τεχνολογία, εκμετάλλευση ενεργειακών πόρων, μετακινήσεις πληθυσμών είναι μερικά μόνο από τα πεδία που επιδρά η κλιματική αλλαγή. Χωρίς υπερεθνικές συνεργασίες και δέσμευση στους επιμέρους στόχους, λήψη μέτρων, ανταλλαγή τεχνογνωσίας και εμπειρίας, κανείς μόνος δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει αυτήν την πρόκληση.
Στο επίπεδο του προσφυγικού/μεταναστευτικού πέραν των εθνικών πολιτικών, απαιτείται διεθνής συνεργασία για την αντιμετώπιση τόσο των γενεσιουργών αιτιών όσο και στον διαμοιρασμό των βαρών. Δυστυχώς η στροφή σε συντηρητικές επιλογές και ο εναγκαλισμός μεγάλου μέρους του πολιτικού συστήματος με ακροδεξιές προσεγγίσεις δεν δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια ολιστική και κοινή αντιμετώπιση. Εκείνο που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι μελλοντικά οι μεταναστευτικές ροές θα προκαλούνται τόσο για λόγους γεωπολιτικούς όσο και για λόγους οικονομικούς αλλά και κλιματικούς.
Η διεύρυνση των ανισοτήτων (εισόδημα, πλούτος, κίνδυνος φτώχειας) σε συνδυασμό με το πρόβλημα της πρόσβασης στις ευκαιρίες αλλά και στις παρεχόμενες κοινωνικές υπηρεσίες (εκπαίδευση, υγεία, πολιτισμός) αποτελούν έναν σημαντικό δυνητικό κίνδυνο για το δημοκρατικό υπόδειγμα που κυριαρχεί στον σύγχρονο κόσμο από τον 20ο αιώνα. Η κοινωνική συνοχή και το επίπεδο εμπιστοσύνης στους θεσμούς και στις δημοκρατικές λειτουργίες αμφισβητείται, λαϊκίστικα προτάγματα βρίσκουν ευήκοα ώτα λόγω της φτωχοποίησης και της περιθωριοποίησης σημαντικών κομματιών της κοινωνίας. Η άσκηση μιας αναθεωρημένης κοινωνικής πολιτικής είναι επιτακτική ανάγκη τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο πχ. θέσπιση κατώτατου μισθού στην Ε.Ε., διαφύλαξη και ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, προκειμένου να αποκατασταθεί η κοινωνική συνοχή και να διαχυθούν οι θετικές επιπτώσεις της ανάπτυξης στο σύνολο των πολιτών.
Σε όλα τα παραπάνω επίδικα η αμήχανη και αδύναμη στάση του προοδευτικού πολιτικού χώρου είναι χαρακτηριστική. Οι πολιτικές δυνάμεις που στοχεύουν στην επανάκτηση του ρόλου τους στα δρώμενα οφείλουν να προχωρήσουν στην επεξεργασία και τη διαμόρφωση ενός εναλλακτικού και ταυτόχρονα ελκυστικού σχεδίου. Οφείλουν και πρέπει να εμπνεύσουν την κοινωνία των πολιτών στην κατεύθυνση της χειραφέτησης και της ενεργής συμμετοχής. Είναι κοινή διαπίστωση ότι η σοσιαλδημοκρατία και η αριστερά σε διεθνές επίπεδο δεν κατόρθωσαν, μετά την εκδήλωση της κρίσης του 2008, να δώσουν απαντήσεις και να πείσουν τις κοινωνικές πλειοψηφίες σε υπαρκτά ζητήματα και αναζητήσεις. Μεμονωμένες εξαιρέσεις αποτέλεσαν η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Οι δυο ιστορικά πολιτικοί χώροι θα πρέπει να αποκτήσουν μια νέα ταυτότητα, δίνοντας απαντήσεις στα σύγχρονα ερωτήματα αναζητώντας πεδία συνεργασίας μεταξύ τους. Διαφορετικά η συντηρητική στροφή που παρατηρείται στο μεγαλύτερο μέρος του Δυτικού κόσμου, θα αποκτήσει διαστάσεις ενδεχομένως μη αναστρέψιμες. Θετικές είναι οι διαπιστώσεις και οι αναλύσεις ωστόσο πρέπει να περάσουμε στη φάση των προτάσεων και των πράξεων.
*O Δημήτρης Λιάκος είναι Οικονομολόγος και διετέλεσε Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα την περίοδο 2016 – 2019.