Γράφει ο Ζαχαρίας Λουδάρος
Follow @LOUDPLUS
Φαντάζομαι κανείς δεν ήταν τόσο αφελής και ουτοπιστής ώστε να πιστεύει πως ο Τσίπρας είχε κάποια μαγική μεθοδολογία για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους και συνακόλουθα για τη σχέση της χώρας με τους δανειστές της. Αν και ειπώθηκαν από μέρους του και «κάποιες κουβέντες παραπάνω» , ειδικά με τις αναφορές στους «ζουρνάδες», τα «νταούλια» και τους «χορούς» των αγορών, λίγο – πολύ όλοι καταλάβαιναν πως επρόκειτο για τον ρητορικό οίστρο στο τελευταίο μίλι προς την κατάκτηση της εξουσίας, για πρώτη φορά από την Αριστερά.
Εν τέλει, οι 100 μέρες που προηγήθηκαν δεν άλλαξαν την Ευρώπη. Δεν θα μπορούσαν άλλωστε, καθώς κάτι τέτοιο θα συνιστούσε παραβίαση βασικών νόμων της ιστορικής εξέλιξης. Η Αριστερά, ιστορική κληρονόμος του λενινιστικού βοναπαρτισμού, σε πολλές περιπτώσεις, έχει επιδείξει περισσότερη σπουδή στην ιδεολογική στοχοπροσήλωση, υποτιμώντας τους αντικειμενικούς περιορισμούς της πραγματικότητας. Κι αυτό την έχει οδηγήσει διαχρονικά σε μικρότερα ή μεγαλύτερα «Βατερλώ».
Το ενθαρρυντικό με τον Αλέξη Τσίπρα είναι πως δεν φαίνεται να ακολουθεί αυτή την αδιέξοδη στρατηγική «ιδεολογικής καθαρότητας» κι έτσι, τόσο κατά τη διάρκεια των 100 ημερών που προηγήθηκαν όσο και σήμερα πολύ περισσότερο, κόβει το τιμόνι όσο χρειάζεται για να κρατάει την Ελλάδα «πάνω στο δρόμο» και να μη βγει εκτός σε κάποια «επικίνδυνη στροφή». Στην ουσία κάνει αυτό για το οποίο πήρε εντολή από τον ελληνικό λαό καθώς σε καμία περίπτωση δεν εξουσιοδοτήθηκε να κάνει «σοσιαλιστική επανάσταση», ούτε ασφαλώς να επιφέρει ανατροπές στους στρατηγικούς γεωπολιτικούς προσανατολισμούς της χώρας. Η κοινή συνισταμένη της βούλησης του εκλογικού σώματος όπως αποτυπώθηκε στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου αφορούν σε δύο πολύ βασικά ζητούμενα: την ανάκτηση έστω και μέρους της εθνικής κυριαρχίας καθώς αυτή είχε καταρρακωθεί βάναυσα από τις κυβερνήσεις που προηγήθηκαν και την εκ νέου σύγκλιση των πολιτικών σε ένα «κοινωνικό κέντρο», καθώς η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου είχε επιλέξει τη δεξιά ακρότητα.
Γι αυτό και εξακολουθεί να έχει τη στήριξη των πολιτών έτσι όπως αυτή καταγράφεται δημοσκοπικά. Μόλις χθες, μεσούσης της συζήτησης περί συμφωνίας και μέτρων, δημοσκόπηση της Palmos Analysis δίνει διαφορά 20,2 μονάδων ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ. Στην πρόθεση ψήφου ο ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνει ποσοστό 36,7%, η ΝΔ 16,5%, το Ποτάμι 6,1%, η Χρυσή Αυγή 5,4%, το ΚΚΕ 3,9%, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες 3,1%, το ΠΑΣΟΚ 2,5%.
Σύμφωνα με την έρευνα και στο ερώτημα ποιος είναι καταλληλότερος για πρωθυπουργός ο Αλέξης Τσίπρας ή ο Αντώνης Σαμαράς, το 57% θεωρεί καταλληλότερο τον Αλέξη Τσίπρα, το 21% τον Αντώνη Σαμαρά και ποσοστό 18% απαντά κανένας από τους δύο. Επίσης το 46% πιστεύει ότι θα υπάρξει συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών, το 29% απαντά «μάλλον ναι», το 9% απαντά «όχι», ποσοστό 10% απαντά «μάλλον όχι». Στο ερώτημα αν η διαπραγμάτευση μπορεί να χαρακτηριστεί σκληρή από την κυβέρνηση το 43% απαντά «σκληρή», το 29% «ανύπαρκτη» και το 22% την χαρακτηρίζει «ήπια».
Με βασικό πλεονέκτημα τον ρεαλισμό των πολιτών, ο πρωθυπουργός είναι σε θέση να κλείσει επιτυχώς τη διαπραγμάτευση και να τη θέσει στην έγκριση του ελληνικού λαού. Το αν θα σκίζει τα ιμάτιά του ο Πρετεντέρης και η Τρέμη που μέχρι χθες κινδυνολογούσαν «μας βγάζουν από το ευρώ» και τώρα χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τις «αδικίες των οριζόντιων μέτρων» είναι το λιγότερο που θα πρέπει να τον απασχολεί. Όπως δεν πείθουν κανέναν και οι κωλοτούμπες των Σαμαρά και Βενιζέλου, οι οποίοι αίφνης από το «πάση θυσία στο ευρώ και στην Ευρώπη», τώρα ανακαλύπτουν τα «αγνά φιλολαϊκά τους αισθήματα», κατανοώντας προφανώς πως με τη συμφωνία ο πολιτικός χρόνος τους εκπνέει οριστικά και αμετάκλητα.
Ο Τσίπρας κρατάει τα κλειδιά των εξελίξεων, καθώς κατανοεί ευφυώς πως ο ένοικος του Μεγάρου Μαξίμου σε αυτές τις κρίσιμες ιστορικές στιγμές για την Ελλάδα, θα πρέπει να μοιάζει περισσότερο με ένα οπαδό της αριστοτελικής μεσότητας και λιγότερο με έναν «επαναστάτη ποπολάρο». Έχει σαφώς καλύτερη γνώση των διεθνών συσχετισμών για να πιστεύει ακόμη πως μπορεί να αλλάξει την Ευρώπη, αλλά ταυτόχρονα έχει και την βεβαιότητα πως πάση θυσία πρέπει να αλλάξει την Ελλάδα. Αλλά αυτό θα το επιτύχει μόνο με τη συναίνεση και την έγκριση των πολιτών. Υπό αυτή την έννοια το δημοψήφισμα δεν είναι «αναγκαίο κακό», ούτε θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν τέτοιο. Καθώς το πολιτικό και δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εισχωρεί αναγκαστικά στο εθνικό κράτος, απομειώνοντας τη συνταγματική του ουσία, είναι πρωτοβουλία ισχυρού πολιτικού συμβολισμού αλλά και ουσίας.
Οι μεγάλες ιστορικές τομές θα πρέπει να σφραγίζονται από τον λαό για να είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένες. Αυτό έκανε και ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής με το δημοψήφισμα του 1974, το οποίο έθεσε τους νέους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού κι αποτέλεσε τη συντακτική πράξη της Μεταπολίτευσης. Αυτό οφείλει να κάνει και ο Αλέξης Τσίπρας ξεπερνώντας δισταγμούς, αιτιάσεις και δεύτερες σκέψεις, εμπιστευόμενος το ρεαλισμό και τη συλλογική σοφία του κοινωνικού σώματος, ώστε να εγκαθιδρύσει τη Νέα Μεταπολίτευση και να αλλάξει την Ελλάδα.