Μετά από τρεις αιώνες κοινής ύπαρξης με την Αγγλία, η Σκωτία θα μπορούσε να αποσυνδεθεί από αυτή την μακροχρόνια πορεία υπό τη σκέπη της Μ. Βρετανίας, με το δημοψήφισμα της Πέμπτης. Γιατί υπάρχει αυτή η επιθυμία για ανεξαρτητοποίηση από τη Μ. Βρετανία; Ποιες είναι οι ιστορικές συνιστώσες της σύγκρουσης; Όπως αναφέρει, η Fiona Simpkins, Γαλοσκωτσέζα, λέκτορας στο Πανεπιστημίου Lyon – 2, που ειδικεύεται στη σύγχρονη Σκωτία, ένας από τους παράγοντες – κλειδί στην παρούσα σύγκρουση είναι οι διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις της Αγγλίας και της Σκωτίας. Οι Σκωτσέζοι είναι πιο αριστεροί από τους Άγγλους που έχουν μια πιο συντηρητική και δεξιά πολιτική τάση, εξηγεί η ίδια.
Το σκωτσέζικο αυτονομιστικό κίνημα ξεκίνησε στις αρχές του 20ου αιώνα. «Το Σκωτικό Εθνικό Κόμμα (SNP, κόμμα της κεντροαριστεράς υπέρ της αυτονομίας της Σκωτίας, που βρίσκεται σήμερα στην εξουσία στο ημιαυτόνομο Κοινοβούλιο της Σκωτίας) ιδρύθηκε το 1934. Όμως, ήταν στη δεκαετία του 1960 που το SNP άρχισε πραγματικά να κερδίζει έδαφος», σημειώνει η Simpkins μιλώντας στη Liberation.
«Το αυτονομιστικό κίνημα της Σκωτίας έχει χωριστεί εδώ και πολύ καιρό στους υπέρμαχους της σταδιακής και βαθμιαίας πορείας προς την ανεξαρτησία («σταδιακούς» σε ελεύθερη μετάφραση) και τους «φονταμεταλιστές», που θεωρούν ότι δεν υπάρχει καμία ενδιάμεση επιλογή», εξηγεί η ίδια.
Σε ό,τι αφορά την ιστορία του δημοψηφίσματος ανεξαρτησίας που θα διεξαχθεί την Πέμπτη, η Simpinks σημειώνει: «Το 1979, ένα πρώτο δημοψήφισμα για την αποκέντρωση, δηλαδή την αποκέντρωση του Ουέστμινστερ και τη δημιουργία ενός Σκωτικού Κοινοβουλίου, είχε μετατραπεί σε φιάσκο. Το SNP βρέθηκε στη συνέχεια σε δεινή θέση. Ήταν τελικά οι Εργατικοί που έφεραν σε πέρας τη δημιουργία Σκωτικού Κοινοβουλίου, που λειτούργησε για πρώτη φορά το 1999, ως αποτέλεσμα μιας αξιοσημείωτης πολιτικής συμφωνίας. Από την πλευρά του το SNP επωφελήθηκε σε μεγάλο βαθμό από αυτήν. Και η νίκη του με απόλυτη πλειοψηφία, στις εκλογές που οδήγησαν στο Σκωτικό Κοινοβούλιο του 2001, του επέτρεψε να προχωρήσει στο δημοψήφισμα της ανεξαρτησίας της 18ης Σεπτεμβρίου».
Πώς έφτασε όμως η Σκωτία μετά από τρεις αιώνες κοινής πορείας με την Αγγλία, να θέλει τώρα να κάψει τις γέφυρες; «Στον 18ο και τον 19ο αιώνα, η Σκωτία απολάμβανε μελάγο βαθμό αυτονομίας. Βέβαια, από την ένωση των δύο βασιλείων το 1603, η έδρα του στέμματος ήταν στο Λονδίνο. Όμως, από τη σύμβαση της ένωσης των Κοινοβουλίων του Λονδίνο και της Σκωτίας, το 1707, οι Σκωτσέζοι έλαβαν τρεις βασικές εξαιρέσεις: Την ανεξαρτησία της Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας, την ανεξαρτησία του εκπαιδευτικού συστήματος, και την αυτονομία της Δικαιοσύνης (το σκωτσέζικο δίκαιο είναι διαφορετικό από το αγγλικό). Έτσι, στην καθημερινή ζωή, που επηρεαζόταν σε μεγάλο βαθμό από τις ενορίες, οι Σκωτσέζοι είχαν από καιρό την αίσθηση της αυτονομίας από το Λονδίνο. Οι βασιλείς από την πλευρά τους, πήγαιναν σπάνια στη Σκωτία, τουλάχιστον μέχρι την βασιλεία της Βικτόρια. Ωστόσο, καθώς η επιρροή της Εκκλησίας μειωνόταν και το πολιτικό σύστημα εξελισσόταν, ο ασφυκτικός κλοιός της Αγγλίας άρχισε να γίνεται αισθητός», εξηγεί η καθηγήτρια.
Σχετικά με τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου σκωτσέζικου εθνικισμού, η Simpkins εκτιμά ότι «δεν πρόκειται για έναν εθνικισμό με την έννοια του πατριωτισμού». «Οι Σκωτσέζοι είναι πολύ υπερήφανοι για τον πολιτισμό, την ιστορία και τον τόπο τους, συνεχώς αισθάνονται Σκωτσέζοι, δηλαδή διαφορετικοί, όμως δεν είναι αυτός ο βασικός παράγοντας που παίζει ρόλο στη “μάχη” της ανεξαρτησίας. Δεν πρόκειται για ένα κίνημα που εκκινεί από την σκωτσέζικη κουλτούρα αλλά για έναν πολιτικό εθνικισμό. Μια αντιπαράθεση μεταξύ δύο πολιτικών παραδόσεων», τονίζει η ίδια.
Δηλαδή, όπως αναφέρει η λέκτορας του Πανεπιστημίου Λυόν – 2, «οι Σκωτσέζοι είχαν πάντοτε μια πιο αριστερή στροφή, πιο κολεκτιβιστική από την αγγλική, οι οποίοι έχουν κάνει μια στροφή προς τη δεξιά. Από την εποχή του Τόνι Μπλερ, οι Σκωτσέζοι κατάλαβαν ότι οι Εργατικοί της Αγγλίας δεν είναι το ίδιο με το δικό τους Εργατικό Κόμμα. Επιπλέον, διαπίστωσαν ότι η ψήφος τους δεν λαμβάνεται υπόψη ισότιμα, καθώς αυτοί ψηφίζουν προς τα αριστερά και καταλήγουν με μια σειρά κεντροδεξιών και συντηρητικών κυβερνήσεων. Ο εθνικισμός αυξάνεται στη Σκωτία επειδή οι Σκωτσέζοι απορρίπτουν την πολιτική του Λονδίνου».
«Τελικά, αυτό που συμπεραίνουμε είναι ότι οι Σκωτσέζοι απορρίπτουν τον συντηρητισμό και τις πολιτικές λιτότητας του Λονδίνου. Στην εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ, οι Σκωτσέζοι ψήφιζαν τους εθνικιστές για να ασκήσουν πίεση στην κυβέρνηση. Σήμερα, ψηφίζουν υπέρ της ανεξαρτησίας επειδή φοβούνται ότι ο Ντέιβιντ Κάμερον θα επανεκλεγεί το 2015», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Οι υπέρμαχοι της ανεξαρτησίας της Σκωτίας, θεωρούν ότι οι εξουσίες του σκωτσέζικου Κοινοβουλίου είναι ανεπαρκείς. Όπως επισημαίνει η Simpkin, «το Κοινοβούλιο της Σκωτίας έχει το ελεύθερο των αποφάσεων σε όλα τα θέματα εκτός από τη μετανάστευση, τα θέματα ηθικής δεοντολογίας και κάποιες πτυχές της μακροοικονομίας», Όμως, «τα όρια είναι εντελώς ασαφή και η υπάρχουσα νομοθεσία περιπλέκει τα πράγματα. Για παράδειγμα, για ένα περιβαλλοντικό ζήτημα, η Σκωτία έχει δικαιοδοσία στα χωρικά της ύδατα αλλά όχι στα θέματα μεταφοράς». Επιπλέον, η Σκωτία «δεν έχει καμία δικαιοδοσία σε ό,τι αφορά τη φορολόγηση, που είναι από τους βασικούς παράγοντες του προβλήματος. Οι φόροι εισπράττονται από το Λονδίνο που στη συνέχεια τους αναδιανέμει μέσω ενός μηχανισμού που έχει δεχθεί πολλές επικρίσεις για την άνιση κατανομή των εσόδων του κράτους, και στην πραγματικότητα πάντα ευνοούσε τους Σκωτσέζους. Παρόλα αυτά, είναι δύσκολο να διεξάγει η Σκωτία μια ανεξάρτητη οικονομική πολιτική, όταν την εξουσία για την φορολογία την έχει η Αγγλία», προσθέτει.
Αυτό που απασχολεί περισσότερο τη Fiona Simpkins, είναι ότι ένα ένδεχόμενο «Ναι» στην ανεξαρτησία της Σκωτίας, ανοίγει νέο σειρά ερωτημάτων, όπως το ερώτημα της παραμονής ή όχι στη λίρα, της παραμονής ή όχι στην Ευρώπη». Το σίγουρο είναι, όπως αναφέρει, ότι η δημοσκόπηση που έδειξε προβάδισμα του «Ναι» προκάλεσε φόβο.