Ολόκληρες σελίδες, περιγράφοντας τον δολοφόνο του, είχε αφιερώσει στο τελευταίο του βιβλίο ο αδικοχαμένος συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας. Αυτό ήταν που οδήγησε την αστυνομία στον εντοπισμό και τη σύλληψη του δράστη. Στο έργο του με τίτλο «Ο θησαυρός του χρόνου», που κυκλοφόρησε μόλις μία ημέρα πριν την άγρια δολοφονία του, ο συγγραφέας μιλώντας για τον αγοραίο έρωτα και περιγράφοντας σκηνές από ένα μπαρ στο κέντρο της Αθήνας, «συστήνει» στους αναγνώστες τον άνθρωπο που έμελλε να του κόψει με τόσο απάνθρωπο τρόπο το νήμα της ζωής.
Η σκηνή που ο ήρωας του βιβλίου γνωρίστηκε με τον 25χρονο Στεφάν Μ. περιγράφεται ως εξής: «Ο Σωτήρης μού προτείνει μια θέση στον κόκκινο καναπέ και ψιθυριστά στο αυτί μού δείχνει έναν νεαρό. “Είναι καλό παιδί”, μου λέει, “κι έχει προσόντα”. Το μάτι του σπιθίζει πονηρά. “Άσε τα προσόντα”, του λέω, “είναι έμπιστος;” “Όσο έμπιστοι είναι όλοι τους. Τουλάχιστον, δεν ακούστηκε ποτέ κάτι γι’ αυτόν”. Αλλά και για τα παιδιά που έπαιρνε ο Παζολίνι δεν είχε ακουστεί τίποτα γι’ αυτά. Ο νεαρός είναι Ρουμάνος, για την ακρίβεια Ρουμανο- τσιγγάνος, κι αντίθετα με τους δικούς μας μαυριδερούς γύφτους έχει γκριζογάλανα μάτια και λευκό δέρμα. Τα ελληνικά του είναι αρκετά καλά, χωρίς να μπορεί να πει κανείς ότι έχει φοιτήσει με δάσκαλο τον Μπαμπινιώτη ή τον Μαρωνίτη».
Η συνέχεια του βιβλίου στη σελίδα 223 είναι η ακόλουθη: « “Πώς σε λένε;”
“Λούνα”, μου λέει, “όπως το φεγγάρι. Είμαι από το Καλαράσι κι έχω τρία χρόνια στην Αθήνα”. Τον κερνάω μια βότκα λεμόνι, πίνω κι εγώ ένα Gordon’s Space».
«“Με συγχωρείτε που σας ρωτώ”, διακόπτει τις σκέψεις μου το παιδί, ο Λούνα, “θα φύγουμε μαζί;”», διαβάζει κανείς σε άλλη σελίδα του βιβλίου, ενώ η συνέχεια είναι η εξής: «Παίρνω τον Λούνα και φεύγουμε. Χωριστά ο καθένας για να μη δώσουμε στόχο. Είναι λιγόλογος, ευγενής και έχει ωραία πόδια. Όπως γρήγορα ανακάλυψα, διαθέτει ολόκληρο πελατολόγιο στο Ίντερνετ. Κανονικός επαγγελματίας. Τον χαζεύω. Περισσότερο από όμορφος είναι ελκυστικός. Και ακίνδυνος. Δεν με πειράζει ο πληρωμένος έρωτας. Στο βάθος είναι ανέξοδος. Δεν παίζονται αισθήματα. Παραείναι ακριβά τα αισθήματα για να τα σκορπίζουμε στον πρώτο τυχόντα».
«Μου αρέσει ο Λούνα. Είναι πωρωμένος και συνάμα αθώος, ένα παιδί που παίζει τον ζιγκολό και το απολαμβάνει. Έχει ένα μεγάλο προσόν. Ποτέ του δεν μιλάει για χρήματα. Κι ας είναι πεινασμένος, το κρύβει. Σαν πάρει θάρρος, ανοίγει το ψυγείο, κι αν βρει κάτι φαγώσιμο, το εξαφανίζει, σωστό πιράνχας. Και πίνει τους χυμούς όπως τα φίδια το γάλα. Αν έχω κάποιο παλιό ρούχο, μου το ζητά με ευγένεια, κι αν το ηλεκτρικό καλοριφέρ δεν λειτουργεί, μου ζητάει την άδεια να το πουλήσει ή να το επισκευάσει για το σπίτι του. Έχει οικογένεια. Γυναίκα και παιδί. Αυτοί όλοι οι Τσιγγάνοι απανταχού της γης παντρεύονται μωρά. Έθιμο της φυλής των Ρομά. Κι ακόμα, ο Λούνα είναι εύθυμος. Βάζει στο κινητό του ένα τραγούδι της πατρίδας του και το τραγουδά κι ο ίδιος», αναφέρεται στη σελίδα 227.
Σημειώνεται πως ο Στεφάν Μ. συνελήφθη την Τρίτη στην πλατεία Βικτωρίας και μετά από πολύωρη ανάκριση «έσπασε» και ομολόγησε ότι ήταν ο άνθρωπος που βρέθηκε στο σπίτι του συγγραφέα στην Κυψέλη. Ο Ρομά από την Ρουμανία υποστήριξε ότι έπειτα από λογομαχία έσπρωξε τον συγγραφέα με αποτέλεσμα ο Κουμανταρέας να χτυπήσει και να βρει τραγικό θάνατο. Ωστόσο ο ιατροδικαστής, αφού εξέτασε το νεκρό συγγραφέα, είχε αποφανθεί ότι αιτία θανάτου ήταν ο στραγγαλισμός. Οι αστυνομικοί αναζητούν έναν ακόμη ομοεθνή του συλληφθέντα ηλικίας 29 ετών, ενώ δακτυλικά αποτυπώματα και γενετικό υλικό των δύο βρέθηκαν στο διαμέρισμα του συγγραφέα.