Γράφει ο Γιάννης Νάκος
Με εντατικούς ρυθμούς συνεχίζεται η διαπραγμάτευση μεταξύ των θεσμών και της κυβέρνησης, προκειμένου να βρεθεί η χρυσή τομή για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με το δύσκολο ζήτημα της αξιολόγησης.
Όπως είναι ήδη γνωστό, η κυβέρνηση γύρισε πίσω από την εαρινή σύνοδο του Δ.Ν.Τ με επιπλέον μέτρα, πολλά εκ των οποίων -στο άκουσμα και μόνο- έχουν θορυβήσει αρκετούς στους κόλπους της κυβέρνησης.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα όσα γνωρίζουμε μέχρι στιγμής το «πακέτο» έχει προκαλέσει διαφωνίες σε αρκετά σημεία με τα κυριότερα να οριοθετούνται στο φορολογικό αλλά και ασφαλιστικό νομοσχέδιο.
Έτσι, έχουμε στο τραπέζι το αίτημα για αύξηση του βασικού συντελεστή ΦΠΑ από το 23% στο 24%, ενώ παράλληλα ακούγεται ότι δεν θα αυξηθεί ο μειωμένος συντελεστής από το 13% στο 14%.
Ακόμη, αξίζει να αναφερθεί το γεγονός πως στις διαπραγματεύσεις για τα δημοσιονομικά μεγέθη που βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη δεν έχει υπάρξει συμφωνία για τη φορολογία εισοδήματος.
Και αυτό έχει συμβεί, γιατί από την πλευρά της η κυβέρνηση επιμένει για αφορολόγητο όριο στις 9.091 ευρώ, ενώ από την πλευρά του το ΔΝΤ ζητείται η άμεση μείωσή του στις 8.182 ευρώ και από την ευρωπαϊκή πλευρά τίθεται να μειώνεται σταδιακά στο συγκεκριμένο ύψος.
Ο στόχος για την διαπραγμάτευση
Όπως έχω τονίσει επανειλημμένως ο σταθερός στόχος της κυβέρνησης είναι να κλείσει η αξιολόγηση εντός του Απριλίου, ενώ πλέον στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων βρίσκονται και τα στοιχεία της Eurostat για την πορεία της οικονομίας το 2015.
Ασφαλιστικό
Σαρωτικές είναι οι αλλαγές στο ύψος αλλά και στην είσπραξη των εισφορών για το σύνολο των ασφαλισμένων, καθώς ορίζονται ενιαίοι κανόνες για μισθωτούς του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, εργαζομένους με μπλοκάκι, δημοσιογράφους, αγρότες, ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους.
Το σχέδιο νόμου
Θα προβλέπει εισφορά 20% επί των ετήσιων εισοδημάτων (μισθωτοί, επαγγελματίες) από 1-1-2017 για τον κλάδο σύνταξης. Τα πρώτα 5 χρόνια της σταδιοδρομίας οι επαγγελματίες δικαιούνται εκπτώσεις στις εισφορές. Ειδικά για τα πρόσωπα, παλαιούς και νέους ασφαλισμένους, τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση του ΕΤΑΑ, καθώς και για τους οικονομολόγους ασφαλισμένους στον ΟΑΕΕ και εγγεγραμμένους στο Οικονομικό Επιμελητήριο, το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης ανέρχεται μηνιαίως σε 14% για τα πρώτα δύο (2) έτη από την πρώτη τους υπαγωγή στην ασφάλιση, σε 17% για τα επόμενα τρία (3) έτη και σε 20% για το διάστημα μετά το πέμπτο έτος της υπαγωγής τους στην ασφάλιση.
Εκπτώσεις έως και 50% για την τριετία 2017-2019 προβλέπονται επίσης για τους επιστήμονες ασφαλισμένους του ΕΤΑΑ. Για το διάστημα από 1-1-2017 έως και 31-12-2020, για τους ελεύθερους επαγγελματίες του ΕΤΑΑ προβλέπεται έκπτωση της τάξης του 50% που θα αρχίζει από εισοδήματα έως 13.000 ευρώ (έναντι 10.000 ευρώ της αρχικής διάταξης) και θα μειώνεται κατά 1% ανά 1.000 ευρώ ώστε να μηδενιστεί για εισοδήματα άνω των 58.000 ευρώ.
Δηλαδή, σε εισόδημα 20.000 ευρώ η έκπτωση θα είναι 42%, για τα 30.000 ευρώ στο 32%, μέχρις ότου πέσει στο 5% για τα 58.000 ευρώ. Για μεγαλύτερα εισοδήματα δεν προβλέπεται έκπτωση.
Η σχετική διάταξη προβλέπει επίσης ότι οι εκπτώσεις θα ισχύουν και για τους κάτω της πενταετίας αυτοαπασχολούμενους που υπάγονται σε ευνοϊκό καθεστώς (14% για τρία χρόνια και 17% για τα υπόλοιπα δύο, αντί 20%). Προϋπόθεση, το καθαρό φορολογητέο εισόδημα από την ασκούμενη δραστηριότητά τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος να είναι άνω των 5.616 ευρώ. Ειδικά για αυτή την κατηγορία η προσαρμογή 50% εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που το φορολογητέο εισόδημα ανέρχεται μεταξύ 5.616 και 10.000 ευρώ.
Αύξηση εισφορών σταδιακά κατά 20% έως το 2022 προβλέπεται για τους αγρότες. Ειδικότερα, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς αυξάνεται ως εξής: από 1-7-2015 έως 31-12-2016 το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κλάδου κύριας σύνταξης αυξάνεται κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώνεται σε ποσοστό 10%, επί των υφιστάμενων κατά τη δημοσίευση του νόμου ασφαλιστικών κατηγοριών.
Από 1-1-2017 σημαντικές αλλαγές
Οι υφιστάμενες ασφαλιστικές κατηγορίες καταργούνται και το ποσό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς υπολογίζεται ως ποσοστό επί του φορολογητέου εισοδήματος, αναγόμενο σε μηνιαία βάση. Το κατώτατο ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα ορίζεται ως το ποσό που αναλογεί στο 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
Επιπροσθέτως, από 1-1-2017 και έως 31-12-2017 το ποσοστό των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών επί του φορολογητέου εισοδήματος διαμορφώνεται σε 14%. Για το διάστημα από 1-1-2018 και έως 31-12-2018 το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς διαμορφώνεται σε ποσοστό 16%, από 1-1-2019 και έως 31-12-2019 αυξάνεται σε 18%, από 1-1-2020 και έως 31-12-2020 διαμορφώνεται σε 19%, από 1-1-2021 και έως 31-12-2021 διαμορφώνεται σε 19,5% και από 1-1-2022 και εντεύθεν διαμορφώνεται στο τελικό ποσοστό 20%. Ακόμη, στο 20% του καθαρού εισοδήματος θα αντιστοιχεί και το ποσοστό εισφοράς των ελεύθερων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολούμενων επιστημόνων.
Το συμπέρασμα
Αυτό το οποίο μπορεί να εξαχθεί είναι πως με την κατάργηση των ασφαλιστικών ταμείων και τη δημιουργία ενός ενιαίου φορέα ασφάλισης συντελείται μια σειρά αλλαγών στο κομμάτι των εισφορών που καλούνται να πληρώνουν μισθωτοί, συνταξιούχοι, αλλά και ελεύθεροι επαγγελματίες που το μόνο σίγουρο είναι πως θα δημιουργήσουν αλυσιδωτές αντιστάσεις πολιτικού και κοινωνικού περιεχομένου με απρόβλεπτες διαστάσεις.