Γράφει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Τα πράγματα είναι απλά. Το Τρίτο Μνημόνιο, που αποτελεί την γενική συμφωνία του Αλέξη Τσίπρα σε ένα νέο πρόγραμμα δανεισμού από την τρόικα – χωρίς καν να ολοκληρωθεί/εκταμιευθεί το προηγούμενο – της ίδιας μάλιστα μεθοδολογίας με τα προηγούμενα, αποτελεί μια συνθήκη υπανάπτυξης για την Ελλάδα. Δηλαδή μια συμφωνία με τους εταίρους-δανειστές της χώρας που κλειδώνει μια αντιπαραγωγική και αντιδημοκρατική πορεία υπανάπτυξης με διεύρυνση της εσωτερικής υποτίμησης. Και σε αυτό συμφωνούν τα κόμματα της κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, που διεκδικούν την ψήφο του ελληνικού λαού, υπό το διαρκές σύνθημα «πάση θυσία στο ευρώ».
Γιατί; Για λόγους αυτοσυντήρησης. Είναι παραδόξως αυτή η κλειδωμένη πορεία στην υπανάπτυξη με την μορφή της συντεταγμένης πτώχευσης και φτωχοποίησης των δύο τρίτων της ελληνικής κοινωνίας, που διασφαλίζει την συνέχεια του καθεστώτος της μεταπολίτευσης του 1974 – του παλαιού, όπως λέει ο κύριος Τσίπρας – το οποίο ήρθε στα πράγμα για να ανατρέψει ο ΣΥΡΙΖΑ! Αν η ευρωζώνη δεν ήταν μία νομισματική ένωση με την μεθοδολογία του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού, αλλά μία δημοκρατική οικονομική ένωση, τότε θα αναλάμβανε με δικά της μέσα και στο δικό της γενικό πλαίσιο, να αντιμετωπίσει την πιστωτική κρίση της Ελλάδας, η οποία σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα είχε καν εμφανιστεί! Σε αυτή την περίπτωση το πρόβλημα στην καπιταλιστική λειτουργία της Ελλάδας, που συναρτάται απολύτως με το δραματικό και χρόνιο διαθρωτικό πρόβλημα στην παραγωγή και στα δημοσιονομικά, θα είχε αντιμετωπιστεί με την ανάδειξη πραγματικά νέων πολιτικών δυνάμεων στη χώρα μας, οι οποίες θα βρίσκονταν σε αντίθεση με το πελατειακό καθεστώς της μεταπολίτευσης του 1974, όπως και με την σκανδαλώδη κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα που συνδέεται με αυτό. Σε αυτή την περίπτωση το «νέο» και το προοδευτικό θα ανέτειλαν φυσιολογικά, περιθωριοποιώντας το «παλαιό» και το συντηρητικό.
Ωστόσο, η ευρωζώνη δεν θέλησε να αποδεχτεί και να διαχειριστεί την πολιτικοποίηση του ελληνικού ζητήματος, καθώς η ίδια είναι μία βαθύτατα αντιδημοκρατική και καιροσκοπική δομή, η οποία δεν έκανε λάθη στην αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης της – όπως επιχειρεί να δείξει ο Γιάνης Βαρουφάκης και άλλοι – αλλά απλούστατα δεν θα μπορούσε να πράξει αλλιώς παραμένοντας ως πολιτική δομή αναλλοίωτη. Αυτό ακριβώς ήταν και το στοίχημα της διανόησης και της προοδευτικής ακαδημαϊκής κοινότητας που δυσκολεύονται να αντιληφθούν οι δήθεν ρεαλιστές συντηρητικοί και νεοσυντηρητικοί: αυτοί σαδομαζοχιστικά πιστεύουν πως καλώς τα δύο τρίτα του ελληνικού λαού φτωχοποιούνται βίαια και καλώς ακολουθείται η πορεία υπανάπτυξης της χώρας, καθώς δεν είμαστε συνετοί, δεν ακολουθήσαμε τους κανόνες της ευρωζώνης, δεν σεβαστήκαμε το ευρώ και εν τέλει «τα φάγαμε όλοι μαζί»! Πρόκειται για τους ίδιους που διακήρυσσαν ότι «χώρες του ευρώ δεν πτωχεύουν»! Και τους ίδιους που, ενώ «βολεύονταν» ή κέρδιζαν με υπερτιμολογήσεις και σκανδαλώδεις συμβάσεις με το δημόσιο και στο δημόσιο, εμφανίζονταν να κάνουν σπονδή στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος ήταν φύσει αδύνατον να αναπτυχθεί στο πλαίσιο ενός πολύ σκληρού νομίσματος, ως προς την τεχνολογική και παραγωγική του δυναμική!
Άρα, προφανώς οι συντηρητικοί και νεοσυντηρητικοί αυτοί, που απορούν ως ανιστόρητοι, γιατί σήμερα διακρίνουμε την ανάπτυξη της ελληνικής εθνικής οικονομίας από εκείνη της Λετονίας ή της Λιθουανίας, δεν ενδιαφέρονταν, όπως δεν ενδιαφέρονται και σήμερα για την βιοοικονομική ανάπτυξη του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα της ελληνικής εθνικής οικονομίας, αλλά αποκλειστικά για εκείνον των υπηρεσιών και ιδιαίτερα εκείνων των υπηρεσιών που αναπτύσσονται ως φούσκες με μπόλικο αέρα. Πρόκειται για αυτού του είδους τις υπηρεσίες που αυγάτισαν μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη, αφαιρώντας σκληρό ευρώ από τον παραγωγικό κύκλο και τροφοδοτώντας σε μεγάλο βαθμό την παραοικονομία και προσωπικούς λογαριασμούς στο εξωτερικό και στο εσωτερικό. Αυτοί είναι το παλαιό καθεστώς που παρά τις πρόσφατες ήττες στο εξωτερικό και στο εσωτερικό, συνεχίζει να «βγάζει γλώσσα» στην κοινωνία, εκμεταλλευόμενο την αβελτηρία της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ.
Η άλλη πιθανότητα περιθωριοποίησης αυτού του παλαιού καθεστώτος της μεταπολίτευσης του 1974 θα ήταν, αντί οι θεσμοί της ΕΕ και η ευρωζώνη για να σώσουν το δικό τους χρηματοπιστωτικό σύστημα που κερδοσκόπησε ελεεινά με την ευρω-ελληνική εθνική οικονομία και αγορά, αποφάσιζαν να επιτρέψουν στην Ελλάδα μία κανονική, ορθολογική σύμφωνα με τους κλασικούς της πολιτικής οικονομίας πτώχευση μετά την κρίση δανεισμού από την αγορά και εγκατάλειψη, ασφαλώς, του ευρώ, με την υιοθέτηση ενός εθνικού νομίσματος. Σε μία τέτοια περίπτωση, είναι προφανές πως θα είχε καταρρεύσει μέσα από οδυνηρές καταστάσεις, ολόκληρο το διακυβερνητικό καθεστώς της ΝΔ και του «όλον ΠΑΣΟΚ», μαζί με την διαπλοκή που αποτελεί και τον συνδετικό τους κρίκο, πέραν από μηχανισμό αναπαραγωγής τους.
Κι όμως ούτε το ένα συνέβη, ούτε το άλλο: ούτε η πολιτικοποίηση της ευρωζώνης οδήγησε στην φυσιολογική και υγιή διατήρηση της Ελλάδας στους κόλπους της, ενισχύοντας τον εκδημοκρατισμό και την παραγωγική ανασυγκρότηση, ούτε θα μπορούσαν ποτέ να επιτρέψουν η χώρα να θέσει σε νέα βάση την ανάπτυξή της, υπηρετώντας την δημοκρατία και την κοινωνική συνοχή στο πλαίσιο μιας ανασχεδιασμένης εθνικής οικονομίας με εθνικό νόμισμα. Εγώ, όπως γνωρίζεις, αναγνώστη μου, υποστήριξα με πάθος το πρώτο σενάριο, πιστεύοντας ότι το δεύτερο εκτός από δραματικά επώδυνο για την ίδια την κοινωνία, θα ήταν και πολλαπλά άδικο.
Αυτό, όμως, που συμβαίνει σήμερα και υπηρετεί πλέον με την σειρά του ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ που του απέμεινε, είναι ακόμη πιο αντικοινωνικό και άδικο γιατί είναι σφοδρά αντιδημοκρατικό και αντιαναπτυξιακό, ενώ εν τέλει θα οδηγήσει σε μία αλλόκοτη μορφή Grexit με «διπλό νομισματικό», όταν πλέον αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή για ρευστότητα στην αγορά. Είναι, με άλλα λόγια, αυτή η κλειδωμένη πορεία προς την υπανάπτυξη που θεσπίζεται με το Τρίτο Μνημόνιο, που δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε αυτό που δήθεν θέλουν να αποφύγουν το παλαιό καθεστώς και οι ανακαινιστές του υπό τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος για να βαδίσει αυτή την πορεία που χάραξε με το Τρίτο Μνημόνιο, εμφανίζεται πλέον από ριζοσπάστης της αριστεράς σε ριζοσπάστη του κέντρου, υποκαθιστώντας στην ουσία την συνέχεια του παπανδρεϊσμού – πράγμα που οδήγησε πιθανόν τον Γιώργο Παπανδρέου στην απόφαση να μην κατεβάσει το κόμμα του στις εκλογές! Δεν χρειάζεται! Την «δουλειά» της ανακαίνισης της μεταπολίτευσης του 1974 μπορεί να κάνει καλύτερα ο Αλέξης Τσίπρας!
Και το ερώτημα τώρα είναι, διαθέτει ο λαός το αντικλείδι της κλειδωμένης πορείας στην υπανάπτυξη; Θεωρητικά, ναι, με την μορφή της ψήφου του, ασφαλώς. Με ένα νέο ΟΧΙ – στο ίδιο πνεύμα με εκείνο του δημοψηφίσματος – στο παλαιό καθεστώς και στους ανακαινιστές του από τον ΣΥΡΙΖΑ στην κάλπη, θα μπορούσε να ξεκλειδώσει την δρομολογημένη πορεία υπανάπτυξης και έκπτωσης του δημοκρατικού φαινομένου στην Ελλάδα. Πρακτικά τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά ή εντελώς διαφορετικά: Οι πραγματικές δυνάμεις του ΟΧΙ στον εθνικό μας οικονομικό και πολιτικό κατήφορο, αντί να αποτελέσουν ένα κοινό μέτωπο για την υπεράσπιση της δημοκρατίας στην Ελλάδα και της στοιχειώδους δημοκρατίας και νομιμότητας στην ΕΕ, αναλώνονται σε μικροπολιτικά παιχνίδια εξουσιασμού, όταν δεν αλληλοακυρώνονται σε μία διαδικασία power-sharing και «ιδεολογικής καθαρότητας».
Αποτελεί ίσως εθνική τραγωδία αυτό που συμβαίνει αυτή την στιγμή: η καταστροφική πορεία προς την υπανάπτυξη και την αποδημοκρατικοποίηση, αντί να πολιτικοποιείται από τις δυνάμεις του ΟΧΙ, να αποπολιτικοποιείται με κατηγορίες μάλιστα που δεν έχουν καμία σχέση με μια σύγχρονη ανάλυση του Καταστατικού χαρακτήρα του Πραγματικού, όπως αυτός ορίζεται από την σημερινή διάσταση της ευρωζώνης και της ΕΕ, καθώς και της διαπλοκής στο εσωτερικό. Κάπως έτσι, το «αντικλείδι» φαντάζει … πολύ θεωρητικό.