Γράφει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Ο προοδευτικός άνθρωπος διαφέρει από τον συντηρητικό στον τρόπο που αντιμετωπίζει πολιτικά την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης. Για τον πρώτο κάθε Κοινωνικό Μοντέλο οφείλει να προνοεί για την δίκαια κατανομή του παραγόμενου πλούτου («δικαιοσύνη στον πλούτο», είναι το σύνθημα εδώ), ενώ ο δεύτερος συγκροτεί το αντιληπτικό του σύστημα και το ήθος του στη βάση της δικαιοσύνης στην φτώχεια.
Στην αριστερή κουλτούρα της νεωτερικότητας επικράτησε για ιστορικούς λόγους ασφαλώς, η συντηρητική έως αντιδραστική/συμπλεγματική κοσμοαντίληψη της σχέσης «φτώχεια-πλούτος» και έτσι η αποκρυστάλλωση της έννοιας της δικαιοσύνης στο πλαίσιο της φτώχειας. Ο πλούτος είναι που προκαλεί την τάση της κοινωνικής ανισότητας, επειδή στην καπιταλιστική παραγωγή, ο πλούτος βασίζεται πάνω στη φτώχεια, άρα η δικαιοσύνη – σύμφωνα με τους συντηρητικούς της αριστεράς – δεν μπορεί παρά να θεμελιώνεται πάνω στην φτώχεια και όχι στον πλούτο που έρχεται να διαταράξει την ισότητα των φτωχών, προκαλώντας και νομιμοποιώντας τάσεις για ανισότητα και αποκλεισμό.
Αυτό προφανώς αποτελεί στρεβλή κατανόηση/ερμηνεία του Μαρξ και των υπολοίπων στοχαστών του σοσιαλισμού πριν από αυτόν, όπως και της εποχής του, αλλά δεν έχει σημασία! Ήταν, με ιστορικούς όρους, αναγκαία αυτή η διαστρέβλωση για την ανάπτυξη του σοσιαλιστικού κινήματος της νεωτερικότητας (ουσιαστικά από τα μέσα του 18ου αιώνα μέχρι το 1990 και την κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού») στη βάση της πολιτικής νομιμοποίησης ενός οικονομισμού (οικονομικός συγκεντρωτισμός από το κόμμα-κράτος), που είχε έννοια την βιομηχανική εποχή της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά δεν έχει σήμερα.
Αυτή η συντηρητικού χαρακτήρα διαστρέβλωση της σοσιαλιστικής φιλοσοφίας κατέληξε πολύ φυσιολογικά στο να εγκωμιάζεται και να εξαγνίζεται η φτώχεια, λαμβάνοντας τον χαρακτήρα μιας εξισωτικής γενίκευσης της εξαθλίωσης, που προβλήθηκε ως ηθικό και αγαθό από αριστερές κυβερνήσεις και αριστερούς κυβερνήτες. Κάπως έτσι φτάσαμε ακόμη και σήμερα η αριστερή στάση να ορίζεται από την δικαιοσύνη στην φτώχεια.
Τραγικό σφάλμα ή απλώς αριστερός συντηρητισμός και «μαρξιστικός ορθολογισμός», που αναιρεί ωστόσο την βασική ιδέα του ίδιου του σοσιαλισμού, ο οποίος φαινόταν να απελευθερώνεται θεωρητικά από τα λενινιστικά του, διαστρεβλωτικά του δεσμά την σημερινή περίοδο της μετανεωτερικότητας. Εδώ, πλέον μιλούσαμε για ισότητα στον πλούτο και όχι για ισότητα στην φτώχεια, όσοι αριστεροί/προοδευτικοί ευρωπαϊστές (: Ευρωπαϊκή αριστερά) ενσκήψαμε στην ανάγκη δημιουργίας μιας κοινωνικής θεωρίας για τον ευρωπαϊσμό για την οργάνωση και λειτουργία ενός δίκαιου Κοινωνικού Μοντέλου στην ΕΕ.
Δυστυχώς η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, φαίνεται – στο πλαίσιο εφαρμογής του Τρίτου Μνημονίου – να εσωτερικεύει τις πλέον συντηρητικές αντιλήψεις της αριστεράς στο ζήτημα. Μελετώντας τις ανακοινώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων ως προς την κατεύθυνση και το γενικό σχήμα των φορολογικών παρεμβάσεων, του νέου φορολογικού και κοινωνικού καθεστώτος στην Ελλάδα δηλαδή, καταλήγεις στο συμπέρασμα πως το μήνυμα, ή η αρχή του Κοινωνικού Μοντέλου του Αλέξη είναι «δικαιοσύνη στη φτώχεια».
Πράγματι, το νέο φορολογικό σύστημα είναι δικαιότερο ως προς την διαχείριση της φτώχειας, ως προς την κατανομή της φτώχειας στην Ελλάδα και όχι του πλούτου. Και αυτό αναπόφευκτα, επειδή δομείται στην βάση της ενίσχυσης και διεύρυνσης της εσωτερικής υποτίμησης, στην βάση της καταστροφής της εθνικής οικονομίας και όχι σε ένα πρόγραμμα ανάπτυξης. Είναι, με άλλα λόγια, αυτό καθεαυτό το πλαίσιο της συμφωνίας του Αλέξη Τσίπρα με την κ. Μέρκελ και τους παράγοντες της Τρόικας που οδηγεί αναπόφευκτα σε στρατηγικές ακραίου αριστερού συντηρητισμού, αν επιθυμούμε να έχει πραγματιστική βάση η έννοια της δικαιοσύνης. Κάπως έτσι η κοινωνική δικαιοσύνη έρχεται απλώς να νομιμοποιήσει πολιτικώς την φτωχοποίηση, αναπαράγοντας ωστόσο τα πλέον αντιδραστικά στερεότυπα του λενινισμού.
Η ισοπέδωση του βιοτικού επιπέδου των δύο τρίτων της ελληνικής κοινωνίας με έμμεσους και άμεσους φόρους και η δικαιότερη κατανομή των δημοσιονομικών βαρών μεταξύ αυτών, δεν είναι αριστερή πολιτική με την έννοια της κοινωνικής προόδου, δεν θα μπορούσε με καμία λογική να θεωρηθεί προοδευτική πολιτική. Πρόκειται για μία μορφή κλασικού συντηρητισμού, επενδυμένου με σοσιαλιστικό ιδεολόγημα, πράγμα που αποτελεί μία κοινή σοσιαλιστική φάρσα.
Κατά την μετανεωτερική και μεταβιομηχανική εποχή που διανύουμε, ιδιαίτερα εδώ στην Ευρώπη, ο αριστερός συντηρητισμός σε ο, τι αφορά στην έννοια της δικαιοσύνης στην φτώχεια, έχει την μορφή μιας δραματικά απατηλής πολιτικής αφήγησης, που έρχεται από το παρελθόν με ένα διαλεκτικό τρόπο να δοξάσει το νεοφιλελευθερισμό και την απόλυτη κυριαρχία της οικονομικής ελευθερίας πάνω σε όλες τις άλλες, καθώς προκαλεί βίαιη εξίσωση των γενικών εισοδημάτων της μεσαίας τάξης πάνω σε μία νοητή γραμμή που ορίζει αυθαίρετα και αριθμητικά το επίπεδο της φτώχειας σε μία κοινωνία.
Με άλλα λόγια, είναι η επέκταση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού με την μορφή του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού σε ο, τι αφορά στην Ελλάδα, που οδηγεί στον αριστερό συντηρητισμό για να αντιμετωπισθεί έτσι υποκριτικά το μείζον Κοινωνικό Ζήτημα που προκαλείται αντικειμενικά από την εφαρμογή της στρατηγικής της Τρόικας στην πράξη. Και αυτόν τον ρόλο, όπως φαίνεται από τις πρώτες ανακοινώσεις και διαρροές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που προέκυψε ως ανασχηματισμός της προηγούμενης μετά τις προχθεσινές εκλογές, ανέλαβε να παίξει ο Αλέξης Τσίπρας.
Κακό αυτό και χειρότερο δεν θα μπορούσε να είναι για τον ίδιο προσωπικά, αλλά και την σύγχρονη μη-λενινιστική αριστερά στην Ελλάδα και διεθνώς. Έτσι συμβαίνει όπου η μη-λενινιστική αριστερά δομεί την πραγματικότητα στη βάση λενινιστικών στερεοτύπων και ενός «μαρξιστικού ορθολογισμού», ο οποίος αναθεματίζει τον πλούτο την ώρα που εξαγνίζει την φτώχεια!
Αυτά, αναγνώστη μου, είναι που θα έπρεπε να ανατρέψει η προοδευτική αριστερά στην Ελλάδα. Αλλά, πού είναι η προοδευτική αριστερά, πού βρίσκονται οι προοδευτικοί αριστεροί που αντιλαμβάνονται πως η φτώχεια στο μετανεωτερικό μας σύμπαν δεν πρέπει να μετριέται μόνο με βάση το εισόδημα και μάλιστα το τεκμαιρόμενο αυθαιρέτως εισόδημα;
Η φτώχεια, φίλε μου, δεν μπορεί να περιορίζεται εννοιολογικά μόνον στις υλικές ανάγκες της επιβίωσης, αλλά να επεκτείνεται στην εκπαίδευση, τη συμμετοχή, την προσωπική ελευθερία, τον σεβασμό της αξιοπρέπειας, το μοίρασμα των κοινών αγαθών. Έτσι βλέπει τη φτώχεια ένας σύγχρονος προοδευτικός άνθρωπος, ο οποίος απεχθάνεται το αφήγημα «δικαιοσύνη στη φτώχεια» για να αντιμετωπίσει την αναγκαία και ριζοσπαστική αναθεώρηση του Κοινωνικού Μοντέλου στην Ελλάδα, με όρους παραγόμενου πλούτου, όπως γίνεται αντιληπτή η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης στο πλαίσιο της Κοινωνικής Δημοκρατίας, η οποία ήρθε η στιγμή να αποκτήσει οντότητα στην επικαιρότητα, πετώντας στο καλάθι της ιστορίας την φθαρμένη και διεφθαρμένη σοσιαλδημοκρατία του τρίτου δρόμου της ύστερης νεωτερικότητας.
Ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να κατανοήσει πως υπηρετεί έναν ξεπερασμένο ιστορικά, αριστερό συντηρητισμό. Αντίθετα, η οδός της προόδου για την Ελλάδα προϋποθέτει να μεταβάλλει εντελώς αντίληψη, αφήγηση και πρακτική περί «κοινωνικής δικαιοσύνης» και να συμμερισθεί την άποψη ημών των προοδευτικών, που βλέπουμε τη φτώχεια ως ένα σύστημα υψηλής πολυπλοκότητας, το οποίο για να αντιμετωπιστεί απαιτεί την εισαγωγή πολλών κριτηρίων (μεταβλητών). Τα κριτήρια αυτά δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με τα κριτήρια της Τρόικας, τα οποία δεν αμφισβητεί διόλου η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.
Μέσω αυτών των κριτηρίων που εισάγονται για την δημιουργία του νέου Κοινωνικού Μοντέλου στην Ελλάδα των επόμενων δεκαετιών, υποβαθμίζονται οι αντικειμενικές δυνατότητες/ικανότητες των δύο τρίτων του ελληνικού λαού. Και το ζήτημα, αναγνώστη μου, είναι αντιθέτως, πώς θα ενεργοποιήσουμε τις ικανότητές μας, πώς δεν θα εγκλωβιστούμε σε ηρωικές φάρσες αριστερής ρητορείας που εμφανίζουν μία αριστερή κυβέρνηση να μάχεται και να «ματώνει» πολεμώντας τον κακό εχθρό, το νεοφιλελευθερισμό, τη στιγμή κατά την οποία πολιτεύεται με τις δικές του κατηγορίες περί φτώχειας – των αναγκαίων για τη στοιχειώδη επιβίωση – και όχι με εκείνες του «τι θα λείψει από τον άνθρωπο που φτωχοποιείται, οδηγώντας τον στον αποκλεισμό».
Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα αντί να επιχειρεί να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη στη στέρηση, θα έπρεπε να ενδιαφερθεί να σπάσει τον φαύλο κύκλο της στέρησης για να αποκατασταθεί η δυνατότητα του φτωχού να προσφέρει στην κοινωνία και να βελτιώσει με βιοοικονομικούς όρους το επίπεδο της ζωής του. Αυτό σημαίνει πρόοδος και αν δεν το κάνει ο κ. Τσίπρας, σύντομα θα κληθεί να το πράξει κάποιος άλλος, ο οποίος παραδόξως, δεν θα χρειαζόταν απαραίτητα να αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερός!