Οι προκλήσεις και οι αβεβαιότητες για το 2023 είναι σημαντικές, ενώ συνδυαστικά με τα υπάρχοντα προβλήματα των ανεπούλωτων πληγών των πρόσφατων κρίσεων αυξάνουν το αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών.
Το 2022 ήταν το έτος κορύφωσης της αλληλουχίας κρίσεων των τελευταίων τριών χρόνων με το αποτύπωμα τους να προβλέπεται να παραμένει ανεξίτηλο στο μεσομακροπρόθεσμο διάστημα. Πανδημία, πληθωρισμός, ενεργειακή κρίση, γεωπολιτική αστάθεια, ανισότητες και κλιματική αλλαγή είναι τα κυριότερα πεδία που το πολιτικό σύστημα θα κληθεί να διαχειριστεί και εντός του 2023. Το γεγονός ότι βιώνουμε ένα σύνολο έντονων αβεβαιοτήτων και απρόβλεπτων εκβάσεων καθιστά ως ιδιαίτερα δύσκολη την κατάθεση προβλέψεων οικονομικού χαρακτήρα.
Όσον αφορά τους ρυθμούς ανάπτυξης η παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να υποχωρήσει σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα το 2023, με τις πιθανότητες καταγραφής ύφεσης να είναι σημαντικά αυξημένες. Βασικοί παράγοντες καθορισμού των τάσεων θα είναι η διατήρηση (ή μη) των πληθωριστικών πιέσεων που ξεκίνησαν να καταγράφονται από το γ’ τρίμηνο του 2021, οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών σχετικά με το ύψος των επιτοκίων και τον χρόνο απόσυρσης των λοιπών μέτρων νομισματικής στήριξης και ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Θεωρώντας την εξέλιξη της εμπόλεμης κατάστασης συντελεστή υψηλής αβεβαιότητας με άγνωστη κατάληξη, η νομισματική πολιτική οφείλει να είναι πιο ορθολογική, με τρόπο που πέραν της επίτευξης των καταστατικών στόχων να συμπεριλάβει τους οικονομικούς και κοινωνικούς κινδύνους που θα προκύψουν από μια απότομη άνοδο των επιτοκίων, ειδικά στον ευρωπαϊκό χώρο. Η ανάλυση των δηλώσεων ανώτατων αξιωματούχων της ΕΚΤ δείχνει τη διάθεση διατήρησης επιθετικής στάσης σχετικά με τις επικείμενες αυξήσεις των επιτοκίων του ευρώ, ούτως ώστε ο πληθωρισμός να επανέλθει στο επίπεδο του 2%. Η ρητορική σημαντικών μελών του Δ.Σ. της ΕΚΤ αποτυπώνει την πρόθεση λήψης των αναγκαίων μέτρων για τον περιορισμό των πιθανοτήτων ο πληθωρισμός να λάβει ισχυρά δομικά χαρακτηριστικά, έχοντας ως κύριο στόχο τον περιορισμό της ενεργού ζήτησης.
Ωστόσο, αξίζει να υπογραμμισθεί ότι οι παρατηρούμενες ανατιμητικές τάσεις δεν οφείλονται στην ζήτηση αλλά στην προσφορά, επομένως η «βίαιη» προσπάθεια μείωσης της ζήτησης πιθανότατα θα οδηγήσει σε αυξημένη ανεργία και σε οικονομική στασιμότητα μέχρι του βαθμού καταγραφής αρνητικών ρυθμών ανάπτυξης. Παράλληλα οι παραινέσεις προς τις κυβερνήσεις και τις επιχειρήσεις για την τήρηση σθεναρής αντίστασης στις πιέσεις συνδικάτων για σημαντικές αυξήσεις των μισθών και η σύσταση ταυτόχρονου περιορισμού των δημοσιονομικών – επιδοματικών ενισχύσεων προκειμένου να αποφευχθεί η ανατροφοδότηση του πληθωρισμού θα οδηγήσει στην μείωση του πραγματικού εισοδήματος (που ήδη συμβαίνει) και στην επιδείνωση της θέσης των εργαζόμενων και στην ενίσχυση των ανισοτήτων.
Την ίδια στιγμή δεν πρέπει να υποτιμάται το αυξημένο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, που τόσο η διαχείριση όσο και η αναχρηματοδότηση τους καθίσταται πιο δυσχερής όταν τα επιτόκια διαμορφώνονται σε υψηλότερα επίπεδα. Η μεταφορά των συνεπειών σε πολιτικό επίπεδο θα συμβάλει αρνητικά στην περαιτέρω μεταστροφή των προτιμήσεων των ευρωπαίων πολιτών σε πιο ακραίους και λαϊκίστικους πολιτικούς σχηματισμούς, αυξάνοντας τα προβλήματα συνοχής της ευρωπαϊκής οικογένειας και των πιθανοτήτων προώθησης κοινών αποτελεσματικών λύσεων. Μια εναλλακτική οικονομική πρόταση θα ήταν η χρονική μετατόπιση επίτευξης του στόχου για τον πληθωρισμό, ο εκσυγχρονισμός του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου και ο καλύτερος συντονισμός – συγχρονισμός με την νομισματική πολιτική προκειμένου να κινητοποιηθούν επενδύσεις που θα συμβάλλουν στην ενίσχυση των επενδύσεων και της τελικής προσφοράς και η ανάληψη μεγαλύτερου κοινού κινδύνου μέσω της περαιτέρω αμοιβαιοποίησης του χρέους για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών. Ταυτόχρονα σε εθνικό επίπεδο κρίνεται απαραίτητη η διατήρηση της δημοσιονομικής – μακροοικονομικής ισορροπίας που αφενός θα προκαλεί τη σταθερή μείωση του δημόσιου χρέους αφετέρου δεν θα θέτει σε αμφισβήτηση τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας.
Όσον αφορά την κλιματική αλλαγή τα επαναλαμβανόμενα δραματικά επεισόδια του 2022 ανέδειξαν την αναγκαιότητα προτεραιοποίησης του προβλήματος στα κορυφαία ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει άμεσα η ανθρωπότητα. Θεωρείται βέβαιο ότι τα φαινόμενα της κλιματικής κρίσης θα είναι πιο συχνά, πιο έντονα και πιο καταστροφικά προκαλώντας μακροχρόνιες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Δεν έχει γίνει αντιληπτό ότι η αντιμετώπιση των κλιματικών επιπτώσεων δεν μπορεί να περιορισθεί στα εθνικά σύνορα. Ως εκ τούτου η επίτευξη των επιμέρους στόχων προϋποθέτει την ταυτόχρονη δέσμευση και εφαρμογή των προληπτικών μέτρων από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, ενώ κρίνεται ως αυτονόητη η από κοινού ανάληψη του αυξημένου κόστους.
Τα παραπάνω απαραίτητα στοιχεία είναι αδύνατον να πραγματωθούν αν δεν συγκροτηθεί μια παγκόσμια συναντίληψη για μια κοινώς αποδεκτή πολιτική που θα στοχεύει τόσο στην πρόληψη των κινδύνων όσο και στην αποφυγή πιθανών μελλοντικών συγκρούσεων, για μια σειρά ζητήματα όπως το νερό, η ενέργεια, η μετανάστευση κ.α. αντί της σημερινής προσέγγισης που περιορίζεται στην αποκατάσταση των ζημιών και των καταστροφών σε εθνικό επίπεδο. Από την μεριά της η οικονομική πολιτική οφείλει να επανακαθορίσει τους στόχους της και να προσανατολίσει τα μέσα της προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης των κλιματικών κινδύνων, απελευθερώνοντας και κινητοποιώντας πόρους για σημαντικού μεγέθους επενδύσεις στην «πράσινη» μετάβαση, στην ενεργειακή ασφάλεια και επάρκεια, στην ενίσχυση των υποδομών, στην εκπαίδευση των πολιτών και στην αποθεματοποίηση πόρων για την κάλυψη των έκτακτων αναγκών λόγω καταστροφών. Ειδικά για το θέμα των «κλιματικών επενδύσεων» η επικείμενη διαπραγμάτευση για το νέο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης (Σύμφωνο Σταθερότητας) δίνει μια πρώτη τάξεως ευκαιρία για την ενσωμάτωση αντίστοιχων ιδεών και προσεγγίσεων παρά το γεγονός ότι η κατατεθειμένη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κρίνεται ως άτολμη, λόγω του φόβου αντιδράσεων των «φειδωλών» χωρών του Βορρά.
Το ζήτημα της όξυνσης των ανισοτήτων υπό το πρίσμα των πρόσφατων αλλεπάλληλων κρίσεων που επέτειναν το καταγεγραμμένο πρόβλημα των τελευταίων τριάντα ετών, επιβάλει την αλλαγή της στάσης των πολιτικών δυνάμεων, ειδικά εκείνων με προοδευτικό πρόσημο και προσανατολισμό. Η άμβλυνση κάθε μορφής ανισοτήτων και η ταυτόχρονη ενδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών αποτελεί συστατικό παράγοντα επίτευξης της βιώσιμης και συμπεριληπτικής ανάπτυξης. Ως εκ τούτου η αντιστροφή της παρατηρούμενης τάσης προϋποθέτει τον σχεδιασμό και την υλοποίηση μιας ολιστικής και συνεκτικής πολιτικής που εκκινώντας από την ενίσχυση των εισοδημάτων και των εργασιακών δικαιωμάτων να διαπερνά το κοινωνικό κράτος, την ενίσχυση της δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων και τη διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής. Η οικονομική πολιτική μέσω της μακροοικονομικής/ αναπτυξιακής και της δημοσιονομικής/φορολογικής διάστασης της αποτελεί ένα αναπόσπαστο μέρος του πλέγματος των απαραίτητων πολιτικών μείωσης των ανισοτήτων ωστόσο κρίνεται απαραίτητος ο συγχρονισμός του στόχου αυτού με τους υπόλοιπους που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ως γενικός κανόνας αξίζει να σημειωθεί ότι χωρίς την επίτευξη της κοινωνικής συνοχής και την πρόοδο του συνόλου της κοινωνίας η οικονομική πολιτική θεωρείται αποτυχημένη.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι οι προκλήσεις και οι αβεβαιότητες για το 2023 είναι σημαντικές, ενώ συνδυαστικά με τα υπάρχοντα προβλήματα των ανεπούλωτων πληγών των πρόσφατων κρίσεων αυξάνουν το αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών. Σε αυτό το περιβάλλον οι όποιες προβλέψεις είναι επισφαλείς ωστόσο αποτελεί καθήκον της πολιτείας η προώθηση πολιτικών που συμβάλουν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων, στην επίλυση των διαχρονικών παθογενειών και των μεταρρυθμιστικών εκκρεμοτήτων και στη φροντίδα των πολιτών, με προτεραιότητα στα πιο ευάλωτα στρώματα. Όσον αφορά το σκέλος της οικονομικής πολιτικής μέλημα της είναι η επίτευξη των επιμέρους στόχων και η εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών που θα έχουν ένα διττό θετικό αποτέλεσμα, την σταθερά αυξανόμενη παραγωγή πλούτου και τη δίκαιη/συμπεριληπτική αναδιανομή του.
(Ο Δημήτρης Λιάκος είναι οικονομολόγος, σύμβουλος στρατηγικής ΕΝΑ, πρώην υφυπουργός)
Το κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα ieidiseis.gr