Γράφει ο Δημήτρης Λιάκος*
Η επόμενη μέρα ενδέχεται να φέρει για πρώτη φορά τον σχηματισμό μιας τρικομματικής κυβέρνησης, παρά το γεγονός ότι είναι πιθανή η ανανέωση της συνεργασίας μεταξύ των δυο παραδοσιακών δυνάμεων, SPD και CDU/CSU.
Η διεξαγωγή των εκλογών στην Γερμανία αποτελεί διαχρονικά ένα σημαντικό πολιτικό γεγονός καθώς το αποτέλεσμα τους επιδρά πέραν των ορίων της γερμανικής επικράτειας σε ευρωπαϊκό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η διαφορά των φετινών εκλογών έγκειται σε δυο σημεία, την αποχώρηση της Άγκελα Μέρκελ από την καγκελαρία μετά από μια μακρά θητεία 16 ετών και το μεγάλο ποσοστό αναποφάσιστων ψηφοφόρων λίγες μέρες πριν από το άνοιγμα της κάλπης, γεγονός πρωτοφανές στην πολιτική ιστορία της ισχυρότερης χώρας της Ευρώπης.
Αναμφισβήτητα η κληρονομιά της Α. Μέρκελ στην πολιτική ιστορία της Γερμανίας και της Ευρώπης είναι ιδιαίτερα σημαντική και ασφαλώς η συνολική διαδρομή της θα αποτελέσει αντικείμενο ανάλυσης για τους ιστορικούς του μέλλοντος. Υπό την ηγεσία της η Γερμανία εξελίχθηκε στην ισχυρότερη δύναμη της γηραιάς ηπείρου και σε έναν σημαντικό παράγοντα στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα. Η συμβολή της στα ελληνικά θέματα αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο (και) για την εγχώρια πολιτική ιστορία. Από την μια, η υπέρμετρα σκληρή και απαιτητική στάση της κατά την μνημονιακή περίοδο, που η ίδια παραδέχθηκε ειλικρινώς προ λίγων εβδομάδων, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές εξελίξεις και προκάλεσε έντονα αρνητικά συναισθήματα σε μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Από την άλλη, η αποφασιστική θέση της για την αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος, παρά τις έντονες αντιθέσεις της γερμανικής πολιτικής σκηνής αλλά και αρκετών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, απέτρεψαν την εκδήλωση μιας νέας κρίσης συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την μη διαχειρίσιμη γιγάντωση της ανθρωπιστικής κρίσης στην Μεσόγειο. Παράλληλα με τη σταθερή στάση της σε συνεργασία με διάφορες ηγεσίες της Ευρώπης – μεταξύ των οποίων και η Ελληνική – συνέβαλε στην αποκατάσταση των ευρωπαϊκών ιδεωδών του ουμανισμού και της αλληλεγγύης – που είναι αλήθεια ότι απειλήθηκαν (και) εκείνη την περίοδο – γεγονός που πρέπει της πιστωθεί ως θετική παρακαταθήκη.
Όσον αφορά το κλίμα της φετινής προεκλογικής περιόδου, στο επίκεντρο των συζητήσεων βρέθηκαν κυρίως ζητήματα εσωτερικού ενδιαφέροντος τα οποία αναμένεται να αποτελέσουν σημαντικό μέρος της ατζέντας των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης συνεργασίας. Οι κύριοι μονομάχοι Σοσιαλιστές (SPD), Χριστιανοδημοκράτες (CDU) αλλά και οι δυναμικά επανερχόμενοι “Πράσινοι” προσπάθησαν να επικοινωνήσουν τις βασικές θέσεις για θέματα όπως η φορολογία, η κοινωνική πολιτική, η ανάπτυξη, το ασφαλιστικό σύστημα, η κλιματική αλλαγή. Ωστόσο κύριο μέλημα τους καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ήταν η αποφυγή του μεγάλου πολιτικού λάθους που θα επηρέαζε αρνητικά τη στάση των ψηφοφόρων. Να υπογραμμισθεί ότι δεν καταγράφηκε ουσιαστική συζήτηση για τα ευρωπαϊκά θέματα, αφήνοντας τις σχετικές αποφάσεις στα μελλοντικά καθήκοντα του επόμενου κυβερνητικού συνασπισμού. Σε αυτό το πλαίσιο δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το εύρημα δημοσκόπησης για το δίκτυο RND σύμφωνα με το οποίο το 77% των ψηφοφόρων θεωρεί ως “΄κενή περιεχομένου” την προεκλογική εκστρατεία όλων των κομμάτων.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να υπογραμμισθεί η αξιοζήλευτη διαφορετική πολιτική κουλτούρα του γερμανικού πολιτικού κόσμου σε σύγκριση με αρκετές χώρες της Ευρώπης. Πέραν του γεγονότος ότι ο σχηματισμός συμμαχικών κυβερνήσεων διαχρονικά θεωρείται ως δεδομένο, ταυτόχρονα για το σύνολο των κομμάτων που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις θεωρείται υποχρέωση η κατάθεση συγκεκριμένων και κοστολογημένων προγραμματικών θέσεων. Στη συνέχεια το αποτέλεσμα των συζητήσεων μεταξύ των διαπραγματευτικών ομάδων εγκρίνεται από ειδικά συνέδρια των κομμάτων προκειμένου να δοθεί η έγκριση τόσο της συμμετοχής όσο και των επιμέρους προγραμματικών συμφωνιών. Το τελικό κείμενο του κυβερνητικού συνασπισμού είναι ένα αναλυτικότατο πρόγραμμα χιλιάδων σελίδων στο οποίο εμπεριέχονται οι δεσμεύσεις των κομμάτων που θα απαρτίζουν το νέο κυβερνητικό σχήμα. Η παραπάνω διαδικασία ενδέχεται να τραβήξει σε μάκρος, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές του 2017 που ανέλαβε καθήκοντα στις 14.03.2018 ενώ η εκλογική διαδικασία είχε λάβει χώρα την 24.09.2017.
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις η διαφορά μεταξύ Σοσιαλιστών (SPD) και Χριστιανοδημοκρατών (CDU) είναι στα όρια του στατιστικού λάθους (2,5%), με την πρόθεση ψήφου να δίνει 25% και 23% αντίστοιχα. Ακολουθούν οι “Πράσινοι” (Grunen) με 16%, οι Φιλελεύθεροι (FDP) με 12%, η Ακροδεξιά (AfD) 10%, το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) βρίσκεται στο 6%, ενώ τα υπόλοιπα κόμματα συγκεντρώνουν 8%. Εντυπωσιακό είναι το ποσοστό των αναποφάσιστων που ξεπερνάει το 25%, που όπως προαναφέρθηκε αποτελεί πρωτοφανές γεγονός. Όπως γίνεται κατανοητό η μάχη στην κυριολεξία θα κρατήσει ως την τελευταία στιγμή.
Σε επίπεδο προσώπων ξεχώρισε η προσωπικότητα του νυν Υπουργού Οικονομικών και υποψηφίου του SPD, Όλαφ Σόλτς, που στο ενδεχόμενο νίκης του ιστορικότερου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Ευρώπης θα είναι ο επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας και πρώτος σοσιαλιστής μετά την εποχή Γ. Σρέντερ. Σύμφωνα με τις μετρήσεις της κοινής γνώμης ο Ο. Σόλτς ήταν ο “νικητής” των τριών debates που διεξήχθησαν κατά την προεκλογική περίοδο επικρατώντας τόσο απέναντι στον Άρμιν Λάσετ του CDU όσο και της υποψήφιας των Grunen, Αναλένα Μπέρμποκ.
Η επόμενη μέρα ενδέχεται να φέρει για πρώτη φορά τον σχηματισμό μιας τρικομματικής κυβέρνησης, παρά το γεγονός ότι είναι πιθανή η ανανέωση της συνεργασίας μεταξύ των δυο παραδοσιακών δυνάμεων, SPD και CDU/CSU. Αν τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων αποτυπωθούν και στις κάλπες ο σχηματισμός κυβέρνησης θα απαιτήσει τη συνεργασία τριών κομμάτων, με τα μέσα ενημέρωσης να δίνουν στις πιθανές συνθέσεις χαρακτηριστικές ονομασίες. Πιο αναλυτικά τα σενάρια που βλέπουν το φως της δημοσιότητας είναι τα εξής: (α) Κυβέρνηση “Φανάρι” (κόκκινο – πράσινο – κίτρινο), αποτελούμενη από Σοσιαλιστές (SPD) – Πράσινους (Grunen) – Φιλελεύθερους (FDP) , που φαίνεται να δίνει καθαρή πλειοψηφία. Μειονέκτημα η αντίθεση FDP στην κοινωνική ατζέντα του SPD και στην “πράσινη” πρόταση των Grunen.
Παράλληλα ο επικεφαλής των Φιλελεύθερων Κριστιάν Λίντνερ θέτει ως όρο την ανάληψη του νευραλγικού Υπουργείου Οικονομικών από το κόμμα του. Σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές το εν λόγω σενάριο συγκεντρώνει αρκετές πιθανότητες να αποτελέσει την κυβέρνηση της επόμενης ημέρας. (β) Κυβέρνηση “Τζαμάικα” (μαύρο – πράσινο – κίτρινο) με CDU, Πράσινους και Φιλελεύθερους. Το σχήμα είχε συζητηθεί και στις προηγούμενες εκλογές χωρίς αποτέλεσμα. Βασική προϋπόθεση υλοποίησης του συγκεκριμένου σεναρίου είναι η νίκη των Χριστιανοδημοκρατών, ενώ για τους Πράσινους δεν θα αποτελούσε το ιδανικό σενάριο. (γ) Κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών – Πράσινων – Αριστεράς (Die Linke), με την “κωδική” ονομασία “κόκκινο – κόκκινο – πράσινο”. Οι θέσεις των τριών κομμάτων μπορούν να συνθέσουν μια διαφορετική ατζέντα για την κοινωνική πρόνοια και την “πράσινη” μετάβαση. Ο Ο. Σόλτς δεν αποκλείει την πιθανότητα η σύνθεση του κυβερνητικού συνασπισμού να έχει την παραπάνω μορφή, ωστόσο θέτει ως προαπαιτούμενο τη δέσμευση των κομμάτων στην συμμετοχή στο ΝΑΤΟ.
Με βάση τα δημοσκοπικά δεδομένα η συγκεκριμένη σύνθεση είναι οριακή για την επίτευξη της απαραίτητης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Να σημειωθεί ότι οι Χριστιανοδημοκράτες στην προσπάθεια τους να συσπειρώσουν τη βάση τους προτάσσουν ως κίνδυνο την ενδεχόμενη συμμετοχή της Αριστεράς στο επόμενο κυβερνητικό σχήμα. (δ) Κυβέρνηση “Κένυα” (κόκκινο – μαύρο – πράσινο) μέσω της συνεργασίας Σοσιαλδημοκρατών – Χριστιανοδημοκρατών και Πράσινων. Οι πιθανότητες υλοποίησης του παραπάνω σχήματος είναι περιορισμένες λόγω των διαφορετικών κατευθύνσεων πολιτικών των τριών κομμάτων και της διαφαινόμενης διαφωνίας του SPD σε μια τέτοια εξέλιξη. Σε κοινοβουλευτικό επίπεδο ο συγκεκριμένος συνασπισμός θα είχε άνετη πλειοψηφία. (ε) Λιγότερες πιθανότητες έχει η δημιουργία του σχήματος “Γερμανία” (μαύρο – κόκκινο – κίτρινο), με την συμμετοχή Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλιστών – Φιλελεύθερων. Σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης θα είναι μια μακρά διαδικασία, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα θα ειπωθεί από την Α. Μέρκελ.
Η σημαντικότητα του ρόλου της Γερμανίας στις ευρωπαϊκές εξελίξεις αποτελεί κοινή ομολογία. Στην Ευρώπη μια σειρά από θέματα παραμένουν σε εκκρεμότητα παρά το γεγονός ότι θα καθορίσουν την πορεία της στο νέο διαφοροποιημένο διεθνές περιβάλλον. Η πανδημική κρίση, η κλιματική αλλαγή και το οξυμμένο πρόβλημα των ανισοτήτων αποτελούν τα κυρίαρχα επίδικα της εποχής μας και θεωρητικά τουλάχιστον θα έπρεπε να επηρεάζουν με ανάλογο τρόπο τις πολιτικές προτεραιότητες και αποφάσεις.
Μια αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων αναμένεται να ασκήσει πιέσεις πάνω στους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών, επομένως η επίτευξη ευελιξίας στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής κρίνεται ως απαραίτητη. Σε αυτό το πλαίσιο η θέση της Γερμανίας στις επικείμενες συζητήσεις για το Σύμφωνο Σταθερότητας, την μονιμοποίηση ενός έκτακτου μηχανισμού αντιμετώπισης κρίσεων – όπως έγινε με το Ταμείο Ανάκαμψης – τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό κ.α. θα είναι καθοριστική. Την ίδια στιγμή η επανεμφάνιση πληθωριστικών πιέσεων βάλλει εναντίον των κατεστημένων λογικών του γερμανικού συστήματος σχετικά με την ασκούμενη νομισματική πολιτική και το επίπεδο των ονομαστικών επιτοκίων. Η τραπεζική ενοποίηση στην Ευρωζώνη έχει διακοπεί εξαιτίας της αρνητικής στάσης αρκετών χωρών, προεξάρχουσας της Γερμανίας.
Η αναγκαία μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης αλλά και των ευρωπαϊκών θεσμών απαιτεί τη διαφοροποίηση των διαμορφωμένων θέσεων στην κατεύθυνση ενίσχυσης της Ευρώπης στο υπό διαμόρφωση παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο. Ταυτόχρονα οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις σε Αφγανιστάν και Αυστραλία διαμορφώνουν ένα νέο αλλά πιο σύνθετο περιβάλλον, καθιστώντας απαραίτητη την ουσιαστική επανεκκίνηση της συζήτησης για την κοινή πολιτική ασφάλειας, άμυνας, εξωτερικής πολιτικής, μεταναστευτικού/προσφυγικού ζητήματος. Τα παραπάνω δεδομένα δείχνουν ότι οι απαιτήσεις από τον μελλοντικό κυβερνητικό συνασπισμό της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης θα είναι μεγάλες και σύνθετες. Επομένως η σύνθεση της νέας κυβέρνησης θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις αποφάσεις για το μέλλον και το ρόλο της Ευρώπης.
Για παράδειγμα τυχόν ανάληψη του Υπουργείου Οικονομικών από το FDP, που είναι υπέρ της επιστροφής στους θεσπισμένους κανόνες μείωσης ελλειμμάτων και δημόσιου χρέους, ενδεχομένως να προκαλέσει αυξημένες εντάσεις μεταξύ των χωρών-μελών που είναι υπέρ της μεταρρύθμισης και της ευελιξίας του Συμφώνου Σταθερότητας. Μην διαφεύγει της προσοχής μας ότι θεωρείται βέβαιο ότι ο Γάλλος πρόεδρος Ε. Μακρόν τόσο λόγω της ανάληψης της προεδρίας της Ε.Ε. από 01.01.2022 όσο και κυρίως λόγω των εκλογών την προσεχή άνοιξη θα ξαναβάλει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων προτάσεις για την ισχυροποίηση του ρόλου της Ε.Ε., που ως προαπαιτούμενο έχει τη συμφωνία και της ισχυρής Γερμανίας. Χωρίς αμφιβολία το επόμενο έτος θα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον από πολιτική σκοπιά, με το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών να έχει καθοριστική σημασία ως προς την τελική κατεύθυνση των μελλοντικών αποφάσεων.
*O Δημήτρης Λιάκος είναι Έλληνας Οικονομολόγος, Πολιτικός και πρώην Υφυπουργός στον Πρωθυπουργό.