Τα άτομα που λαμβάνουν δημοφιλή φάρμακα για απώλεια βάρους, όπως το Ozempic ή το Wegovy, μπορεί να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο σοβαρών στομαχικών προβλημάτων, διαπιστώνει έρευνα που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη (05/10) στην επιστημονική επιθεώρηση «Journal of the American Medical Association».
Πρόκειται για την πρώτη μελέτη του είδους της, λένε οι ερευνητές, που διαπιστώνει σχέση μεταξύ της χρήσης των φαρμάκων που ονομάζονται αγωνιστές του GLP-1, και του κινδύνου γαστρεντερικών παθήσεων. Οι αγωνιστές του GLP-1 περιλαμβάνουν τη σεμαγλουτίδη – τη δραστική ουσία των Ozempic και Wegovy – και τη λιραγλουτίδη, τη δραστική ουσία του Saxenda. Και τα δύο φάρμακα παρασκευάζονται από τη Novo Nordisk.
«Αν και σπάνια, η συχνότητα εμφάνισης αυτών των ανεπιθύμητων παρενεργειών μπορεί να συμβεί. Το έχω δει να συμβαίνει», δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας Μοχίτ Σόντι, φοιτητής ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας στο Βανκούβερ.
Τα φάρμακα αναπτύχθηκαν αρχικά για τους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, αλλά αργότερα διαπιστώθηκε ότι είναι αποτελεσματικά και για την απώλεια βάρους. Ωστόσο τα συγκεκριμένα φάρμακα μπορεί να προκαλέσουν γαστρεντερικές παρενέργειες, συμπεριλαμβανομένων του κοιλιακού πόνου, της ναυτίας και του εμέτου, όπως έδειξαν κλινικές δοκιμές. Πιο πρόσφατα, καθώς η δημοτικότητα των φαρμάκων αυξήθηκε κατακόρυφα, υπήρξαν αναφορές ασθενών που εμφάνισαν στομαχική παράλυση, γνωστή ως γαστροπάρεση.
Η νέα έρευνα, η οποία βασίζεται σε ιατρικούς φακέλους 5.000 ασθενών από το 2006 έως το 2020, εξέτασε τα ποσοστά των ανθρώπων που εμφάνισαν ένα από τα τέσσερα σοβαρά γαστρεντερικά προβλήματα – ασθένεια της χολής, γαστροπάρεση, παγκρεατίτιδα ή απόφραξη του εντέρου – αφού τους συνταγογραφήθηκε ένα από τα φάρμακα απώλειας βάρους. Περίπου 4.100 από τους ασθενείς συνταγογραφήθηκαν λιραγλουτίδη, περίπου 600 σεμαγλουτίδη και 650 το φάρμακο απώλειας βάρους βουπροπιόνη-ναλτρεξόνη, το οποίο δεν είναι αγωνιστής του GLP-1.
Το Wegovy εγκρίθηκε το 2021. Ωστόσο, το Ozempic, το οποίο επίσης περιέχει σεμαγλουτίδη, εγκρίθηκε το 2017 και ορισμένοι γιατροί το συνταγογραφούν για απώλεια βάρους.
Τα άτομα που συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη είχαν όλα ιστορικό παχυσαρκίας αλλά δεν είχαν εμφανίσει διαβήτη, ο οποίος από μόνος του μπορεί να προκαλέσει γαστροπάρεση. Σε σύγκριση με τα άτομα που έπαιρναν βουπροπιόνη-ναλτρεξόνη, τα άτομα που λάμβαναν φάρμακο αγωνιστή του GLP-1 διέτρεχαν υψηλότερο κίνδυνο παγκρεατίτιδας, απόφραξης του εντέρου και γαστροπάρεσης, σύμφωνα με τη μελέτη. Οι ερευνητές δεν παρατήρησαν αύξηση του κινδύνου για καταστάσεις που επηρεάζουν τη χοληδόχο κύστη, το ήπαρ και τους χοληφόρους πόρους.
Παγκρεατίτιδα εμφανίστηκε σε ποσοστό περίπου 5 περιπτώσεων ανά 1.000 χρήστες σεμαγλουτίδης και σε 8 περιπτώσεις ανά 1.000 χρήστες λιραγλουτίδης. Η πάθηση προκαλεί έντονο πόνο στην κοιλιά και σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτεί νοσηλεία και χειρουργική επέμβαση. Η γαστροπάρεση παρατηρήθηκε σε ποσοστό περίπου 10 περιπτώσεων ανά 1.000 χρήστες σεμαγλουτίδης και 7 περιπτώσεων ανά 1.000 χρήστες λιραγλουτίδης. Η κατάσταση, η οποία μπορεί να είναι δύσκολα αντιμετωπίσιμη, προκαλεί σοβαρή ναυτία, έμετο και κοιλιακό πόνο.
«Μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής», δήλωσε ο Σόντι.
Εντερική απόφραξη –απόφραξη του λεπτού ή του παχέος εντέρου με αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της προώθησης του εντερικού περιεχομένου και την συσσώρευση του στο σημείο της βλάβης- παρατηρήθηκε σε ποσοστό 8 περιπτώσεων ανά 1.000 χρήστες της λιραγλουτίδης.
Ο Σόντι δήλωσε ότι αν και οι περιπτώσεις είναι σπάνιες, η ευρεία δημοτικότητα των φαρμάκων σημαίνει ότι αν 1 εκατομμύριο άνθρωποι λαμβάνουν τα εν λόγω φάρμακα, δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι θα μπορούσαν να τις εμφανίσουν.
Η Άλισον Σνάιντερ, εκπρόσωπος της Novo Nordisk, ανέφερε σε δήλωσή της ότι «η ασφάλεια των ασθενών αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα» της εταιρείας. Οι ετικέτες των προϊόντων Wegovy και Saxenda περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τις πιθανές παρενέργειες, συμπεριλαμβανομένης της παγκρεατίτιδας, της οξείας νόσου της χοληδόχου κύστης, του ειλεού και της καθυστερημένης γαστρικής κένωσης, πρόσθεσε.
«Συνεργαζόμαστε στενά με τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ για τη συνεχή παρακολούθηση του πρωτοκόλλου ασφάλειας των φαρμάκων μας», δήλωσε η Σνάιντερ.
Ο Δρ. Άντρες Ακόστα, γαστρεντερολόγος στην Mayo Clinic, δήλωσε ότι τα ευρήματα δείχνουν ότι τα φάρμακα GLP-1 είναι γενικά ασφαλή, αλλά μπορεί να ενέχουν κίνδυνο σοβαρών γαστρεντερικών παρενεργειών.
«Λέω στους ασθενείς μου από την αρχή ότι πρέπει να καταλάβουμε ότι όλα τα φάρμακα, συμπεριλαμβανομένων των GLP-1, ενέχουν πιθανούς κινδύνους», δήλωσε ο Ακόστα, ο οποίος δεν συμμετείχε στην έρευνα. «Και γνωρίζουμε ότι τα φάρμακα GLP-1 μπορεί να προκαλέσουν ναυτία, τάση για εμετό και γαστροπάρεση», σημείωσε.
Παρόλα αυτά, ο Ακόστα δεν επηρεάστηκε από τα ευρήματα της μελέτης καθώς όπως είπε, ορισμένες από τις παρενέργειες που αναφέρονται θα μπορούσαν να είναι αποτέλεσμα της ταχείας απώλειας βάρους των ασθενών και όχι των φαρμάκων. Είπε ότι θα ήθελε να δει μια μεγάλη τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη κλινική δοκιμή με άτομα που έλαβαν τα φάρμακα ή εικονικά φάρμακα. Οι κλινικές δοκιμές που διεξήγαγαν οι φαρμακευτικές εταιρείες πριν από την έγκριση των φαρμάκων δεν ήταν αρκετά μεγάλες για να ανιχνεύσουν σπανιότερες παρενέργειες, εξήγησε ο Σόντι.
Η Δρ. Σόνα Λέβι, ειδική στην ιατρική της παχυσαρκίας και ιατρική διευθύντρια του βαριατρικού κέντρου Tulane στη Νέα Ορλεάνη, δήλωσε ότι δεν θα αλλάξει τις πρακτικές συνταγογράφησης των φαρμάκων GLP-1 εξαιτίας της νέας μελέτης.
«Εξακολουθούμε να πρέπει να είμαστε προσεκτικοί», δήλωσε. «Αυτό απλώς τονίζει ακόμη περισσότερο, όπως και πολλά πράγματα στο παρελθόν, ότι αυτά τα φάρμακα πρέπει να ρυθμίζονται από έναν γιατρό ή έναν ιατρικό πάροχο που θα έχει το ιστορικό του ασθενούς, θα τον παρακολουθεί στενά και θα διακόψει το φάρμακο εάν εμφανιστούν αυτές οι παρενέργειες», συμπλήρωσε.
Η Δρ. Σούζαν Σπρατ, ενδοκρινολόγος και ανώτερη ιατρική διευθύντρια του Γραφείου Διαχείρισης της Υγείας του Πληθυσμού στο Duke Health στη Βόρεια Καρολίνα, συμβούλευσε τους ασθενείς στους οποίους συνταγογραφούνται φάρμακα GLP-1 να ξεκινούν με τη χαμηλότερη δόση και να την αυξάνουν σταδιακά, περιμένοντας τουλάχιστον τέσσερις έως έξι εβδομάδες πριν αυξήσουν τη δόση.
ΠΗΓΗ: NBC