O πληθυσμός της Ελλάδας υποχώρησε το 2023 στα επίπεδα του 1992, κατέγραψε μείωση για 12η διαδοχική χρονιά και έφερε τη χώρα ακόμη χαμηλότερα στην κατάταξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς Βέλγιο, Πορτογαλία, αλλά και Σουηδία αριθμούν περισσότερους κατοίκους.
O συναγερμός για το δημογραφικό ηχεί ασταμάτητα, καθώς όλοι οι δείκτες επιδεινώνονται. Η Ελλάδα έπεσε στη 13η θέση της Ευρώπης με βάση τον πληθυσμό της, ενώ πριν από την είσοδο στη μνημονιακή περίοδο φιγουράριζε στη 10η θέση. Είναι μια εξέλιξη που θα «χτυπήσει» σε όλα τα βασικά οικονομικά μέτωπα:
Στο ασφαλιστικό, καθώς η δαπάνη για την καταβολή των συντάξεων θα μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο λόγω της γήρανσης τη στιγμή που η συμμετοχή του κρατικού προϋπολογισμού θα «φουσκώνει» λόγω της μείωσης των εσόδων από τις ασφαλιστικές εισφορές.
Στην αγορά εργασίας, όπου η κάλυψη των καταγεγραμμένων αναγκών για τη λειτουργία των επιχειρήσεων θα γίνεται ολοένα και δυσκολότερη από ένα εργατικό δυναμικό η μέση ηλικία του οποίου θα γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη.
Ακόμη και στα φορολογικά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού, καθώς η μείωση του αριθμού των εργαζομένων «χτυπά» και στον φόρο εισοδήματος και στην έμμεση φορολογία.
Η εκτίμηση της Eurostat φέρνει τον πληθυσμό της Ελλάδας για το 2023 κάτω από τα 10,4 εκατομμύρια, με τη μείωση να ξεπερνά τους 700.000 ανθρώπους από το 2011 μέχρι σήμερα. Η κατρακύλα ξεκίνησε τη συγκεκριμένη χρονιά, ουσιαστικά με την είσοδο της χώρας στα μνημόνια. Το 2011 ήταν και η πρώτη χρονιά κατά την οποία οι θάνατοι άρχισαν να ξεπερνούν τις γεννήσεις, με αποτέλεσμα τη συνεχή μείωση του πληθυσμού. Η δε εγκατάλειψη της χώρας από τους νέους (το λεγόμενο brain drain) επέτεινε ένα ήδη υπαρκτό πρόβλημα. Το δημογραφικό δεν είναι ένα αποκλειστικά ελληνικό πρόβλημα. Είναι ευρωπαϊκό και παγκόσμιο. Τα στοιχεία, όμως, δείχνουν ότι η Ελλάδα το αντιμετωπίζει σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με άλλες χώρες και λόγω της «χαμένης» 10ετίας των μνημονίων. Αρκεί η σύγκριση με τέσσερις χώρες οι οποίες στις αρχές της προηγούμενης 10ετίας είχαν μικρότερο πληθυσμό συγκριτικά με την Ελλάδα:
Η Τσεχία μετρούσε το 2011 10,5 εκατομμύρια κατοίκους και σήμερα βρίσκεται οριακά υψηλότερα (10,55 εκατομμύρια).
Η Πορτογαλία είχε 10,6 εκατομμύρια πληθυσμό το 2011 και σήμερα 10,46 εκατομμύρια.
Η Σουηδία ήταν χαμηλά, στα 9,4 εκατομμύρια, το 2011 και το 2023 έχει ανεβάσει τον πληθυσμό της στα 10,52 εκατομμύρια.
Το Βέλγιο σήμερα έχει 11,75 εκατομμύρια κατοίκους και το 2011 είχε 11 εκατομμύρια.
Η σύγκριση της Ελλάδας και με τις τέσσερις αυτές χώρες καταλήγει στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα. Το 2011 είχαμε περισσότερους κατοίκους και σήμερα έχουμε λιγότερους, υποχωρώντας αντίστοιχες θέσεις στην κατάταξη των ευρωπαϊκών χωρών.
Δύο «αγκάθια»
Σημειώνεται ότι η μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας είναι αποτέλεσμα δύο «δυναμικών» που αναπτύχθηκαν ταυτόχρονα ειδικά με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης.
Η πρώτη δυναμική αφορούσε τη ραγδαία επιδείνωση του «ισοζυγίου» γεννήσεων – θανάτων. Τα αναλυτικά στοιχεία της Eurostat για όλες τις χώρες της Ε.Ε. δείχνουν ότι από το 1960 μέχρι και το 2010 ο πληθυσμός της χώρας κινούνταν ανοδικά χρόνο με τον χρόνο. Υπήρχαν χρονιές που οι γεννήσεις ξεπερνούσαν τους θανάτους ακόμη και κατά 160.000 άτομα. Στη 10ετία από το 2000 μέχρι το 2010, το ισοζύγιο παρέμεινε θετικό, αλλά στα επίπεδα των 20.000-30.000. Και φτάσαμε στο 2011, έτος κατά το οποίο οι θάνατοι ξεπέρασαν για πρώτη φορά τις γεννήσεις: 37 χιλιάδες το «άνοιγμα» την πρώτη χρονιά, 82 χιλιάδες την επόμενη και μια 12ετία συνεχών μειώσεων, που έριξε τον συνολικό πληθυσμό κατά περισσότερα από 700.000 άτομα, κάτι που πλέον έχει «πιστοποιηθεί» και από την απογραφή του 2021.
Η δεύτερη δυναμική αφορούσε τη μετακίνηση πληθυσμού από την Ελλάδα προς τις άλλες χώρες, με στόχο την αναζήτηση καλύτερων όρων απασχόλησης.
Οι όροι αναστροφής του λεγόμενου «brain drain» δεν έχουν δια- μορφωθεί ακόμη, καθώς -παρά τις όποιες βελτιώσεις των τελευταίων ετών- η Ελλάδα εξακολουθεί να προσφέρει πολύ χαμηλότερες αποδοχές σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Είμαστε η μοναδική χώρα στην Ε.Ε. στην οποία ο μέσος ονομαστικός μισθός παραμένει σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με αυτά του 2009.
Aρνητικό αποτύπωμα
Το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά και η απώλεια εργατικού δυναμικού έχουν αποτυπωθεί σε μια σειρά από δημογραφικούς δείκτες με ιδιαίτερα έντονο τρόπο:
Η Ελλάδα υπολείπεται του μέσου όρου της Ε.Ε. όσον αφορά τις γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους. Από 10,7 που ήταν το 2008 έχει πλέον πέσει κάτω από 8,1. Τι σημαίνει στην πράξη; Ότι δύο κάτοικοι στους 1.000 που έκαναν παιδιά πριν από την οικονομική κρίση, τώρα δεν κάνουν. Ο αντίστοιχος μέσος όρος της Ε.Ε. είναι στο 9,1 και είναι υψηλότερος από την Ελλάδα, ενώ και η μείωση είναι μικρότερη (από τις 10,6 γεννήσεις ανά 1.000 άτομα, ο μέσος όρος της Ε.Ε. έχει πέσει στις 9,1 γεννήσεις).
Ο πληθυσμός ηλικίας άνω των 65 ετών έχει φτάσει να αντιστοιχεί περίπου στο 23% του συνόλου, όταν το 2002 ήταν μόλις 17,4%. Είμαστε σε χειρότερη θέση σε σχέση με την Ε.Ε. και στο συγκεκριμένο πεδίο. Το ποσοστό στην Ευρώπη διαμορφώνεται στο 21,2% για το 2022 από 16% το 2002.
Η μέση ηλικία του πληθυσμού της χώρας αυξήθηκε κατά μία 8ετία μέσα σε μια 20ετία. Από τα 38,3 έτη εκτινάχθηκε στα 46,1 έτη. Ο μέσος όρος της Ε.Ε. ανέβηκε από τα 38,7 έτη στα 44,4 έτη.
Ο δείκτης των γεννήσεων ανά μητέρα έχει πέσει στην Ελλάδα στο 1,43, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος διαμορφώνεται στο 1,53. Χώρες που μας ξεπέρασαν σε πληθυσμό τα τελευταία χρόνια, όπως η Σουηδία και το Βέλγιο, έχουν να επιδείξουν καλύτερες επιδόσεις με δείκτες της τάξεως του 1,67 και του 1,6 αντίστοιχα.
Πηγή: naftemporiki.gr