«Με βάση τα στοιχεία της πρόσφατης απογραφής (2021) το 50% του πληθυσμού της χώρας μας είναι συγκεντρωμένο στο 4,3% της επικράτειας και το 80% στο 25,2% (τo 1951 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 13,4% και 55,5%). Ταυτόχρονα το 2021 σε επίπεδο των Δημοτικών Ενοτήτων, 277 από τις 6.138 (δηλ. το μόλις το 4,5% του συνόλου τους) συγκεντρώνουν 80% του πληθυσμού, ενώ 23 από αυτές παρουσιάζουν πυκνότητες άνω των 10.000 ατόμων/τ.χλμ. και 4 που υπερβαίνουν τις 20.000 άτομα/τ.χ. (το 1951, στο αντίστοιχο επίπεδο, 2.179 από τους 5.795 ΟΤΑ -το 37% του συνόλου- συγκέντρωναν το 80% του πληθυσμού και μόλις 8 είχαν πυκνότητες άνω των 10.000 ατόμων/τ.χλμ». Πρόκειται για κάποια από τα στοιχεία και συμπεράσματα που αναφέρονται στο 46ο τεύχος της σειράς «Δημογραφικά Νέα» με θέμα «Δημογραφικές ανισότητες και Εθνικό Σχέδιο Δράσης», ένα ψηφιακό δελτίο του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Παν. Θεσσαλίας.
Η εξαιρετικά άνιση κατανομή στον χώρο και η έντονη αστικοποίηση είναι μια μόνον όψη των υφιστάμενων ανισοτήτων. Οι συγγραφείς του άρθρου (οι καθηγητές Βύρων Κοτζαμάνης και ο Βασίλης Παππάς που συνεργάζονται στο πλαίσιο του χρηματοδοτούμενου από το ΕΛΙΔΕΚ ερευνητικού Προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα», δίνουν ακόμη τρία παραδείγματα των δημογραφικών ανισοτήτων: την έντονα διαφοροποιημένη ανάμεσα στις δυο τελευταίες απογραφές μεταβολή του πληθυσμού, τα εξαιρετικά διαφοροποιημένα φυσικά ισοζυγία (λόγος γεννήσεων προς θανάτους) στην προ της επιδημίας περίοδο, καθώς και τις σημαντικές αποκλίσεις των νομών από τον εθνικό μέσο όρο ως προς τη δημογραφική γήρανση.
Ειδικότερα, οι δυο συγγραφείς αναλύοντας τα στοιχεία των τελευταίων απογραφών επικεντρώνονται στις μεταβολές του ανάμεσα στο 2001 και το 2021 τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Αναφέρουν στη μελέτη τους ότι ενώ πληθυσμός μειώθηκε κατά 3,1% σε εθνικό επίπεδο οι αποκλίσεις από τον μέσο αυτό όρο είναι συνταρακτικές καθώς σε επίπεδο Δημοτικών Ενοτήτων (Δ.Ε) το εύρος των μεταβολών κυμαίνεται από -33% έως +19%. Παραθέτουν δε για να αναδείξουν τις σημαντικές χωρικές διαφοροποιήσεις και κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία καθώς στο 62,5% των Δ.Ε η μείωση ήταν μεγαλύτερη του 5%, σε μια στις δυο (493/1034) μεγαλύτερη του 10% και στο ένα πέμπτο (1/5) μεγαλύτερη ακόμη και του 20%! Εξετάζοντας οι ίδιοι στη συνέχεια το φυσικό ισοζύγιο στην προ της COVID-19 εξαετία (2014-2019) αναφέρουν ότι, ενώ σε εθνικό επίπεδο αντιστοιχούσαν 1,3 θάνατοι ανά γέννηση, στις Δημοτικές Ενότητες είχαμε από 0,5 έως και περισσότερους από 16: στο 38% των Δ.Ε είχαμε περισσότερους από 3 θανάτους/γέννηση, στο ένα τέταρτο (1/4) περισσότερους από 4 και στο 18% περισσότερους και από 5 θανάτους ανά γέννηση! Σημαντικά ανισότητες καταγράφονται όμως, και στη γήρανση του πληθυσμού. Οι ερευνητές στηριζόμενοι στις εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ σε επίπεδο νομού για το 2020, διαπιστώνουν ότι, ενώ σε εθνικό επίπεδο το ποσοστό των 65 ετών και άνω ανέρχεται 22,5% και αυτό των 85 ετών και άνω στο 3,6 %, εντούτοις, κάτω από τους εθνικούς αυτούς μέσους όρους υποκρύπτονται και εδώ σημαντικές διαφοροποιήσεις: ενώ σε εθνικό επίπεδο οι 65 και άνω αποτελούν το 22,5%, 10 νομοί «προπορεύονται» έχοντας το 28% ενώ σε δύο από αυτούς η αναλογία υπερβαίνει ακόμη και το 30% (το ποσοστό δηλ. των 65 και άνω στους δυο αυτούς νομούς είναι ήδη το 2020 υψηλότερο και από το αναμενόμενο σε εθνικό επίπεδο το 2050, δηλαδή μετά από τριάντα χρόνια). Η εξέταση τέλος του ειδικού βάρους των 85 ετών και άνω στους 65 ετών και άνω αναδεικνύει κατ’ αυτούς μια άλλη διάσταση, αυτήν της «γήρανσης μέσα στη γήρανση» καθώς αν το 2020, σε εθνικό επίπεδο αντιστοιχούν λίγο λιγότερα από 16 άτομα ηλικίας 85+ σε 100 άτομα ηλικίας 65+, σε 15 νομούς με πληθυσμό που εγγίζει συνολικά το ένα εκατομμύριο το 2020 (το 9% του συνολικού στο 25,5% της επιφάνειας) αντιστοιχούν περισσότερα από 18, σε τέσσερεις δε από αυτούς (Λακωνία, Αρκαδία, Φωκίδα και Ευρυτανία) περισσότερα από 20. Οι τέσσερεις αυτοί νομοί αναφέρουν οι δυο συγγραφείς, έχουν ήδη υπερβεί 30 χρόνια νωρίτερα την αναμενομένη αναλογία σε εθνικό επίπεδο για το 2050, ενώ άλλοι 11 αναμένεται να την ξεπεράσουν πολύ σύντομα. Οδεύουμε, επομένως, προς έναν εκρηκτικό συνδυασμό «γήρανσης» και «υπεργηρίας» σε περισσοτέρους από 1 στους 4 νομούς της χώρας μας, με αποτέλεσμα σύντομα (πολύ πριν από το 2050) να έχουμε μια ομάδα νομών όπου το 1/3 του πληθυσμού τους θα είναι 65 ετών και άνω, ενώ ταυτόχρονα το 1/4 εξ αυτών θα είναι «υπέργηροι». Μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Κοτζαμάνης, τονίζει:
«Η συζήτηση γύρω από το “ δημογραφικό” επικεντρώνεται συνήθως στις εξελίξεις σε εθνικό επίπεδο και ελάχιστα μας προβληματίζουν οι σημαντικές, σε χαμηλότερα επίπεδα, αποκλίσεις από τους εθνικούς μέσους όρους. Ένα “ Εθνικό Σχέδιο για το Δημογραφικό” όμως, δεν θα πρέπει να λάβει υπόψη μόνον το σύνολο των συνιστωσών του, αλλά και τις σημαντικές χωρικές διαφοροποιήσεις.
Ανεξάρτητα από το πόσο θα μειωθεί έως το 2050 ο πληθυσμός μας (από 5% έως 10%, αναλόγως κυρίως του μεταναστευτικού ισοζυγίου, με σχεδόν το 1/3 να είναι 65 ετών και άνω), τα ποσοστά μείωσης θα είναι πολύ υψηλότερα σε ένα μεγάλο τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας από αυτά των μητροπολιτικών περιοχών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, καθώς και των άλλων μεγάλων αστικών κέντρων (και, προφανώς, και από αυτά του βορείου τμήματος της Κρήτης και των νησιών του Νοτίου Αιγαίου). Αυτό θα οδηγήσει, αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, στην περαιτέρω πληθυσμιακή συρρίκνωση ενός μεγάλου τμήματος της επικράτειας και στην επιτάχυνση της γήρανσής του (σε ποσοστά δηλ. ηλικιωμένων πολύ υψηλότερα του μέσου εθνικού όρου). Η οποιαδήποτε δε ανόρθωση της γονιμότητας (η αύξηση δηλαδή του μέσου αριθμού παιδιών στις νεότερες γενεές), ακόμη και αν επιτευχθεί, δεν θα αποτρέψει τη ταχύτατη μείωση του πληθυσμού πληθώρας δήμων, καθώς η απουσία νέων δεν θα επιτρέψει να ανακοπεί η μείωση των γεννήσεων και η αυξανόμενη γήρανση την αύξηση των θανάτων. Θα έχουμε έτσι όλο και περισσότερους θανάτους ανά γέννηση, και κανένα μεταναστευτικό ισοζύγιο, όσο θετικό και αν είναι, δεν πρόκειται να ανακόψει την φθίνουσα πορεία πολλών δήμων της χώρας μας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικοδομική, κοινωνική και εδαφική μας συνοχή».