Γράφει η Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου
Ιστορικά, δεν βρισκόμαστε πρώτη φορά αντιμέτωποι με δημοψήφισμα που οδηγεί σε διακήρυξη της ανεξαρτησίας κάποιου έθνους – κράτους από κάποιο άλλο στο οποίο το πρώτο εντάσσεται. Η ανεξαρτησία, με θεμιτά ή/και αθέμιτα μέσα, αποτελούσε και αποτελεί βασικό παράγοντα αλλαγής των συνόρων, του πολιτικού παιχνιδιού και των σχέσεων των κρατών μεταξύ τους.
Τον τελευταίο καιρό, στα πλαίσια της δημόσιας πολιτικής και των μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας, έχουμε ακούσει προσφάτως όχι για μία, αλλά για δύο τέτοιες περιπτώσεις δημοψηφισμάτων. Το πρώτο αποτελεί η περίπτωση του Κουρδιστάν και το δεύτερο η περίπτωση της Καταλονίας.
Δημοψήφισμα για ανεξαρτησία του Κουρδιστάν
Παρά τις απειλές και προειδοποιήσεις και ενώ το δημοψήφισμα δεν είχε δεσμευτικό χαρακτήρα, η Βαγδάτη το είχε κηρύξει αντισυνταγματικό και η Άγκυρα απειλούσε και απειλεί με στρατιωτική επέμβαση, οι Κούρδοι του βορείου Ιράκ, βρέθηκαν μαζικά στις κάλπες, αρκετές ώρες πριν αυτές ανοίξουν το πρωί της Δευτέρας.
Το αποτέλεσμα ήταν η συντριπτική πλειοψηφία να ψηφίσει υπέρ της ανεξαρτησίας, με την αλυσιδωτή αντίδραση να επηρεάζει κυρίως το Ιράκ και να προκαλεί επιθετική αντιμετώπιση εκ μέρους του Τούρκου προέδρου. Ο τελευταίος θεωρεί πως το εν λόγω δημοψήφισμα δεν έχει καμία νομιμότητα και προσπαθεί πάση θυσία να εμποδίσει την οποιαδήποτε πρακτική εφαρμογή της δημόσιας απόφασης.
Από την άλλη, Ρωσία- την οποία αφορά και άμεσα η απόφαση-, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ηνωμένες Πολιτείες, δεν έχουν δηλώσει επίσημα την δυσαρέσκειά τους στο αποτέλεσμα χωρίς αυτό να σημαίνει πως μπορούν να θεωρηθούν υπέρμαχοί της. Στην χειρότερη, είναι παρατηρητές, και στην καλύτερη σιωπηροί υποστηρικτές.
Δημοψήφισμα για ανεξαρτησία της Καταλονίας
Κρίσιμη είναι η αναμονή για το δημοψήφισμα της Κυριακής στην Καταλονία, ενώ η όλη κατάσταση δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί τεταμένη. Και σε αυτή την περίπτωση, το κρίσιμο πρώτο ζήτημα προς επίλυση είναι το κατά πόσο μία υποθετική αποχώρηση των Καταλανών, ενέχει μέσα της την έννοια της νομιμότητας. Χαρακτηριστικό σημείο ως προς αυτή την διερώτηση στο εσωτερικό του κράτους αποτελεί το γεγονός πως το 2010 επιχειρήθηκε η αναγνώριση του «έθνους» των Καταλανών από το Συνταγματικό Δικαστήριο με τελική απάντηση των απόρριψη του αιτήματος. Τότε το ένα από τα εφτάμιση εκατομμύρια πληθυσμού βγήκε στους δρόμους προς διαμαρτυρία. Ακόμη και μειοψηφικό συναίσθημα εν προκειμένω, ο εθνικισμός μάλλον ενδυναμώθηκε με τα χρόνια.
Παρόλαυτα, θα πρέπει να παραμείνουμε αντικειμενικοί ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα. Ένα δημοψήφισμα, τέτοιου χαρακτήρα, δεν μπορεί να πυροδοτείται μόνο από συναισθήματα. Η ανεξαρτησία είναι σημαντικό ζήτημα, όχι μόνο, όμως, για την «πραγμάτωση» ενός έθνους. Οι λόγοι μπορούν να είναι ποικίλοι, για παράδειγμα, οικονομικοί.
Η Καταλονία είναι μία από τις ισχυρότερες, πλουσιότερες περιοχές της Ισπανίας. Παράγουν το 20% του πλούτου της χώρας παρά το γεγονός ότι αποτελούν το 16% των Ισπανών. Λιμάνια, αεροδρόμια και βιομηχανία κρίνονται απίστευτα ανταγωνιστικά όχι για την χώρα τους, αλλά για ολόκληρη την Μεσόγειο και όχι μόνο. Και παρά το γεγονός πως η Καταλονία έχει τη δική της Βουλή, για ζητήματα παιδείας και κοινωνικής πρόνοιας, καθώς διαθέτει και την δική της αστυνόμευση, γλώσσα, εθνικό ύμνο και σημαία, οι υπέρμαχοι της ανεξαρτησίας Καταλονίας επιζητούν στην πραγματικότητα σε μεγαλό βαθμό και οικονομική ανεξαρτησία.
Η περιοχή είναι υπερχρεωμένη με ισχυρισμούς εκ μέρους των κατοίκων πως για αυτό φταίει το ισπανικό σύστημα, καθώς με βάση αυτό «οι πλούσιες περιοχές δίνουν στις φτωχότερες».
Σχέση μεταξύ δημοψηφισμάτων
Με την πρώτη ματιά, τα δύο δημοψηφίσματα φαίνεται να έχουν μεγάλες διαφορές. Ως προς την περιοχή και την κουλτούρα των λαών που τα επιλέγουν, ως προς το τι έχει να αντιμετωπίσει η κάθε περιοχή αναλόγως τις επιλογές της και ως προς τις διαδικασίες και τα γεγονότα που οδήγησαν ιστορικά και πολιτικά στην επιλογή μια δευτέρου βαθμού ψηφοφορίας, αυτή του δημοψηφίσματος.
Πρακτικά, όμως, οι ρίζες του ζητήματος είναι κοινές. Πρώτα από όλα, πίσω από την απόφαση κρύβεται η έννοια του εθνικισμού. Οι επιδιώξεις των επί μέρους περιοχών κρίνονται από την ομάδα που κατοικεί σε αυτές, διαφορετικές σε σχέση με αυτές μίας διαφορετικής ομάδας στα πλαίσια του ίδιου κράτους. Οι Κούρδοι αισθάνονται καταπιεσμένοι κυρίως από άποψη κουλτούρας και πιστεύω, οι Καταλανοί πολιτισμικά και οικονομικά.
Τι σχέση έχει το Brexit
Είναι γεγονός πως και το Brexit, το δημοψήφισμα δηλαδή για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί μία μεγαλύτερη ιδέα από την ανεξαρτησία επιμέρους κομματιού – κάποιου κράτους- από το όλον. Αν δούμε το ζήτημα διευρυντικά, δεν μοιάζει το Brexit η μεγαλογραφία αυτού που συμβαίνει στις μικρότερες περιοχές της Ισπανίας και του Ιράκ; Οι βάσεις του εθνικισμού και των ιδιαίτερων αισθημάτων των κρατών προς μία διαφορετική κατεύθυνση από το «όλον» είναι κοινές.
Άλλωστε, το πολιτικό αυτό συμβάν που μας κυνηγάει παραπάνω από έναν χρόνο αδιαμφισβήτητα άλλαξε το διεθνές διπλωματικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο όχι μόνο πρακτικά αλλά και ουσιαστικά. Οι πολιτικές εξελίξεις που θα μπορούσε να πυροδοτεί τώρα ή μελλοντικά δεν έχουν όριο. Γιατί κάτι τόσο προφανές, λοιπόν, όπως τα εθνικά δημοψηφίσματα, για τα οποία έχουμε αρχίσει να ακούμε ολοένα και περισσότερο, να μην είναι αποτελέσμα, της γενικότερης ιδέας του Brexit;
Μόδα ή κοινωνικό κίνημα;
Η παραπάνω ιδέα πως το Brexit θα μπορούσε να κρύβεται πίσω από τα εθνικά δημοψηφίσματα ανεξαρτησίας θολώνει λίγο τον δρόμο προς την σωστή απάντηση.
Οι κοινωνιολόγοι ορίζουν ως κοινωνικό κίνημα την δυναμική, οργανωμένη προσπάθεια, μεγάλου αριθμού ατόμων, είτε να προωθήσουν είτε να αποτρέψουν είδος κοινωνικής αλλαγής. Και ακριβώς οι προϋποθέσεις αυτού του ορισμού φαίνεται να εκπληρώνονται σε όλες τις περιπτώσεις δημοψηφισμάτων που προαναφέρθηκαν. Το ζήτημα είναι πως ο ορισμός αυτός πρόκειται για κάτι πολύ αφηρημένο. Πρακτικά, τα πάντα θα μπορούσαν να είναι ένα κοινωνικό κίνημα εφόσον το επιθυμεί ή δεν το επιθυμεί μεγάλος αριθμός ατόμων.
Και ο ορισμός της μόδας ως κοινωνικής συνήθειας αναφορικά με τα ανθρώπινα ζητήματα επιμέρους επιλογών όπως ο τρόπος ζωής σε όλες του τις εκφάνσεις, μάλλον δεν δίνει περισσότερο φως στο ζήτημα από τον ορισμό των κοινωνικών κινημάτων.
Σίγουρα έχουμε να κάνουμε με κάποιας μορφής κοινωνικού κινήματος. Και μοιάζει αρκετά πιθανό, η μέθοδος να ξεπατικώνεται από την μία περιοχή του κόσμου στην άλλη, μιας και μοιάζει η πιο αποτελεσματική αυτή την στιγμή, σε μία εποχή που η φωνή του απλού κόσμου φαίνεται να έχει μπει σε πολλές περιπτώσεις στο mute και μία ομάδα από ελίτ να αποφασίζει τι θα έπρεπε να επιλέξουν οι απλοί άνθρωποι, όπως πολύ σωστά εκφράζει στο βιβλίο του ο Διευθύνων Σύμβουλος της New York Times, Mark Thompson.
Πρέπει να ακούμε περισσότερο, υποστηρίζει ο ίδιος. Και αυτό προς κάθε μεριά: από τους «πάνω» στους «κάτω», από τους «δεξιούς» στους «αριστερούς», από τους «φανατικούς» στους «μετριοπαθείς», και αντίθετα. Τα δημοψηφίσματα αυτά ίσως να είναι ένα καλό παράδειγμα για αυτή την διαδικασία και μία καλή προπόνηση. Σίγουρα, με την σωστή αντιμετώπιση, μόνο σοφότερους μπορούν να μας κάνουν τα αποτελέσματά τους.