Την αδυναμία του κράτους να θωρακιστεί απέναντι σε υπαλλήλους με πλαστά πτυχία, ακόμα κι αν έχουν αποδειχθεί προ ετών οι σχετικές ατασθαλίες και έχει ψηφιστεί νόμος για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειές τους, αποκαλύπτει η υπόθεση δύο αμαρτωλών σχολείων της Άρτας και των πτυχιούχων τους, σύμφωνα με δημοσίευμα της «Καθημερινής».
Τα δύο σχολεία –Τεχνικά Επαγγελματικά Εκπαιδευτήρια (ΤΕΕ) στον νομό Αρτας– λειτούργησαν πέρα από κάθε έννοια νομιμότητας και ηθικής μεταξύ 1999-2006, με τη συμμετοχή στο κύκλωμα εκπαιδευτικών, στελεχών και γονέων. Η βασική πρακτική τους ήταν να χορηγούν πτυχία με άριστα σε άφαντους μαθητές. Οι μαθητές αυτοί στη συνέχεια χρησιμοποιούσαν τους βαθμούς για να διοριστούν στο Δημόσιο ή να εξελιχθούν υπηρεσιακά. Το εξοργιστικό είναι ότι συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να το κάνουν, δέκα χρόνια αργότερα, αναδεικνύοντας περίτρανα τη χρεοκοπία της ελληνικής διοίκησης.
Κατόπιν καταγγελιών που έγιναν το 2004 και το 2006, τα δύο ΤΕΕ έκλεισαν (οριστικά το 2009). Σύμφωνα με νόμο που προώθησε η τότε υπουργός Παιδείας Μ. Γιαννάκου (3577/2007), τα πτυχία των σχολικών ετών 2004-2008 Τεχνικών Επαγγελματικών Εκπαιδευτηρίων «στα οποία έχουν επιβληθεί ή θα επιβληθούν οι πειθαρχικές κυρώσεις της αναστολής της άδειας λειτουργίας ή της άρσης της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας» θα θεωρούνταν άκυρα. Θα απαιτούνταν νέες εξετάσεις για τη χορήγηση των πτυχίων, ο τρόπος διεξαγωγής των οποίων θα καθοριζόταν από την ίδια την υπουργό.
Οι εξετάσεις αυτές δεν έγιναν ποτέ στην Αρτα (ενώ έγιναν, για παράδειγμα, στη Λάρισα, σύμφωνα με πηγές της ΟΙΕΛΕ, της ομοσπονδίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών). Οπως αναφέρεται σε έκθεση που μόλις ολοκλήρωσε το Σώμα Ελεγκτών-Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης, η οποία βρίσκεται στη διάθεση της «Καθημερινής», η υπουργική απόφαση που θα καθόριζε τον τρόπο διεξαγωγής των εξετάσεων δεν εκδόθηκε ποτέ. Η εντολή ελέγχου στο ΣΕΕΔΕ δόθηκε από το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης επί Κυριάκου Μητσοτάκη, αφού η ΟΙΕΛΕ έστειλε στο υπουργείο Παιδείας (για να ζητήσει κοινοποίηση στη συνέχεια το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης) CD με 2.000 ονόματα πτυχιούχων που είχαν λάβει παρανόμως τα πτυχία τους από τα δύο ΤΕΕ την περίοδο 2000-7.
Η έκθεση του ΣΕΕΔΔ αποκαλύπτει ότι «μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί 28 πράξεις ανάκλησης πτυχίων». Σύμφωνα με πληροφορίες της «Καθημερινής», οι «πτυχιούχοι» εξακολουθούν να διορίζονται, όχι απλά στη δημοτική αστυνομία και τη ΔΕΗ, αλλά πολλοί και σε νοσοκομεία. Μάλιστα κάποια –όπως το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, που έχει στο προσωπικό του διψήφιο αριθμό πτυχιούχων από τα δύο ΤΕΕ– έχουν θέσει υπηρεσιακά το ζήτημα της εγκυρότητας των πτυχίων. Παρά τις προσπάθειες του ΣΕΕΔΔ , με τη συνδρομή της υπηρεσίας που είναι αρμόδια για την απογραφή των δημοσίων υπαλλήλων, τα ελλιπή στοιχεία στο CD δεν επέτρεψαν τον ασφαλή εντοπισμό όλων των πτυχιούχων των δύο εκπαιδευτηρίων, οι οποίοι υπηρετούν σήμερα στο Δημόσιο (από τις διασταυρώσεις προέκυψαν τουλάχιστον 539 άτομα).
Η υπόθεση επανήλθε στην επιφάνεια με την απόφαση (κατά πλειοψηφία) του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, στις 30 Δεκεμβρίου, να κρίνει ως απαράδεκτες τις προσφυγές του Λέανδρου Ρακιντζή, γενικού επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, κατά των ποινών που επιβλήθηκαν από το πειθαρχικά συμβούλια σε εκπαιδευτικούς που είχαν εμπλοκή στην υπόθεση. Ο λόγος ήταν ότι η θητεία του έχει λήξει από τον Σεπτέμβριο του 2009 και δεν ανανεώθηκε. Το ζήτημα έχει παραπεμφθεί στην Ολομέλεια για την τελική ετυμηγορία. Πέρα από τις εκκρεμείς προσφυγές του γενικού επιθεωρητή, που παγώνουν και θα ακυρωθούν αν η Ολομέλεια συμφωνήσει με την απόφαση του Γ’ Τμήματος, εκφράζονται ανησυχίες για τη δυνατότητα αναδρομικών προσφυγών, από δημόσιους υπαλλήλους στους οποίους επιβλήθηκαν βαρύτερες ποινές εξαιτίας της δράσης του κ. Ρακιντζή κατά την περίοδο από τον Σεπτέμβριο του 2009 και μετά.
Διεξοδική ΕΔΕ
Αξίζει να παρατεθούν κάποια στοιχεία από τη διεξοδική ΕΔΕ που είχε διενεργηθεί για τα δύο ΤΕΕ, για να φανεί η έκταση της απάτης. Καθηγήτρια σε ένα εξ αυτών δήλωνε: «Θα έπρεπε το γραπτό να βαθμολογείται πάντα με είκοσι. Στην πρώτη εξεταστική που βαθμολόγησα αντικειμενικά τα πρώτα δέκα γραπτά, απειλήθηκα με απόλυση». Η ίδια εκπαιδευτικός ανέφερε ότι οι καθηγητές του Δημοσίου που ήταν μέλη ή επικεφαλής των εξεταστικών επιτροπών προέβαιναν σε «αλλοιώσεις βαθμών» αλλά και σε «αλλαγές ολόκληρου του γραπτού» σε εξετάσεις.
Τα πιο σημαντικά έγγραφα των εκπαιδευτηρίων, από το μητρώο μαθητών και το βιβλίο πράξεων του συλλόγου διδασκόντων ώς τους βαθμούς των τετραμήνων, ήταν γραμμένα «όχι με στυλό διαρκείας, αλλά με στυλό του οποίου τα αποτυπώματα διαγράφονται χωρίς ίχνος διαγραφής». Ενας από τους λόγους ήταν για να διευκολυνθεί εγγραφή μαθητών πέρα από το επιτρεπόμενο όριο.
Μαθητές με αδικαιολόγητες απουσίες, πολύ περισσότερες από το όριο των 64 (έως και 170) προάγονταν κανονικά ή έπαιρναν πτυχίο. Υπήρχαν πράξεις του συλλόγου διδασκόντων που αφορούσαν την προαγωγή των μαθητών με ημερομηνία Μαΐου – πριν δηλαδή από τη διενέργεια των εξετάσεων. Εργαζόμενοι στις σχολές κατέθεσαν μεταξύ άλλων ότι οι καθηγητές έδιναν τα θέματα των εξετάσεων στους μαθητές, ότι δεν υπήρχε πρωτόκολλο δικαιολόγησης απουσιών και άλλα εξίσου ανεκδιήγητα.
Οι προσφυγές
O Λ. Ρακιντζής είχε προσφύγει κατά των (μικρών) ποινών που είχαν επιβληθεί σε τέσσερις εκπαιδευτικούς του Δημοσίου, οι οποίοι είχαν εμπλακεί στην ασύδοτη λειτουργία των δύο εκπαιδευτηρίων. Οι ποινικές τους ευθύνες είχαν παραγραφεί ήδη από τον Δεκέμβριο του 2012, καθώς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αρτας έκρινε ότι το πλημμέλημα της πλαστογραφίας (στο οποίο είχε μετατραπεί η κατηγορία από κακούργημα) είχε παραγραφεί. Η βαρύτερη ποινή που επέβαλε το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο το 2011 ήταν η τρίμηνη παύση άνευ αποδοχών. Ο γενικός επιθεωρητής ζητούσε να επιβληθεί ποινή οριστικής παύσης ή υποβιβασμού. Δύο εκ των τεσσάρων έχουν συνταξιοδοτηθεί, ενώ ο ένας τέθηκε σε αυτοδίκαιη αργία και στη συνέχεια –για να αποτραπεί η επάνοδός του με τον νόμο Κατρούγκαλου– σε προσωρινή αναστολή άσκησης καθηκόντων, αγνώστου διάρκειας. Ο τέταρτος ασκεί κανονικά τα καθήκοντά του ως διευθυντής ΙΕΚ. Αν ο Ολομέλεια του δικαστηρίου επικυρώσει την ετυμηγορία του Γ΄ Τμήματος, εκτός από τους άμεσα ενδιαφερόμενους θα είναι θωρακισμένοι απέναντι στις προσφυγές του γενικού επιθεωρητή και όλοι οι υπόλοιποι πειθαρχικά ελεγχόμενοι υπάλληλοι που έχουν λάβει προκλητικά επιεική μεταχείριση.
«Είναι το πρώτο πράγμα που λέω κάθε φορά που συναντώ νέο υπουργό ή πρωθυπουργό», λέει στην «Καθημερινή» ο κ. Ρακιντζής. «Οτι η θητεία μου έχει λήξει και πρέπει είτε να μου την ανανεώσουν είτε να με αντικαταστήσουν. Το έχω πει και δημοσίως, πολλές φορές». Επί υπουργίας Μητσοτάκη διερευνήθηκε η δυνατότητα ανανέωσης της θητείας του γενικού επιθεωρητή. Ωστόσο ο νόμος δεν επέτρεπε αναδρομική ανανέωση τόσο μεγάλης χρονικής διάρκειας, ενώ αν γινόταν νέος διορισμός, η απόφαση θα είχε ως συνέπεια να ακυρωθούν οι προσφυγές του κ. Ρακιντζή από το 2010 ώς την αντικατάστασή του.