Γράφει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Έχει συνήθως τεράστιο πολιτικό κόστος η μεταβολή στρατηγικής μετά από πολεμικές επιχειρήσεις, σοβαρή διπλωματική εμπλοκή ή ακόμη και εκλογές στο εσωτερικό. Όπως έχει συνήθως δυσβάστακτο κόστος η μεταβολή στρατηγικής σε επιχειρήσεις μη-μονοπωλιακού χαρακτήρα.
Πώς θα μειωθεί το κόστος; Πως αντιμετωπίζεται το πρόβλημα; Με την συμμετοχή του Άλλου, του αντιπολιτευομένου ή του διεκδικητή μεριδίου σε μια αγορά! Συμφωνείς άδηλα με τον Άλλον ή επιτρέπεις άρρητα στον Άλλον να κάνει αυτά που εσύ θα ήθελες να πράξεις για να διορθώσεις ένα σφάλμα στρατηγικού χαρακτήρα αλλά δεν μπορείς, καθώς τότε θα τιναζόταν στον αέρα η θέση σου στην διεθνή πολιτική, στην εσωτερική πολιτική ή στην αγορά.
Έτσι γράφτηκε η ιστορία την νεωτερικότητας, έτσι γράφεται και η πολιτική και οικονομική ιστορία κατά την μετάβαση στην μετανεωτερικότητα, διεθνώς. Δεν είναι η ιδεολογία, ο καπιταλισμός ή ο σοσιαλισμός, ούτε ασφαλώς η λεγόμενη από τους νεοφιλελεύθερους και ακροδεξιούς της Δύσης «σύγκρουση των πολιτισμών», που «γράφει» την ιστορία, ούτε πλέον η ταξική διαπάλη, αλλά η συγκυριακή χρησιμοποίηση του Άλλου, για να διορθώσεις επιλογές, οι οποίες οδηγούν σε αδιέξοδο: στρατηγικές δηλαδή που προδήλως ή καταδήλως δεν θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τον στόχο σου, δηλαδή τον ορισμό της ηγεμονικής άρθρωσης του συμφέροντός σου.
Στο πλαίσιο αυτό της διόρθωσης στρατηγικών επιλογών ή/και επιλογής στρατηγικής, συναίνεση δεν σημαίνει έγκριση ή αποδοχή, αλλά μέσα σε ένα περιβάλλον αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού – πολλές φορές πολεμικού χαρακτήρα – να δώσεις χώρο και ισχύ στον Άλλο, τον αντίπαλο, να κάνει την στρατηγικού χαρακτήρα δουλειά/επιχείρηση που δεν θα μπορούσες να κάνεις ποτέ εσύ, στο βαθμό που δεν επιθυμείς να διαταράξεις το γενικό στάτους σου, την ιδεολογικοπολιτική σου φυσιογνωμία, τις συμμαχίες σου ή την σχέση με τους πελάτες σου στην αγορά.
Το ζήτημα, αναγνώστη μου, σε μια τέτοια μορφή αναθεώρησης στρατηγικού χαρακτήρα είναι να βάλεις τον Άλλον στο παιχνίδι σου, δίνοντας ασφαλώς και σε αυτόν χώρο για να αποκομίσει πολιτικά ή οικονομικά κέρδη. Έτσι, αυτή την στιγμή πράττει η διοίκηση Ομπάμα στη Συρία και στην ευρύτερη περιοχή των συγκρούσεων, βάζοντας δυνατά στο παιχνίδι τον Πούτιν, έτσι προσπαθεί να κάνει και ο Αλέξης Τσίπρας με το μεγαλύτερο μέρος της αντιπολίτευσης και με το σύνολο της διαπλοκής. Παρόμοια ενεργούν σε ο, τι αφορά στο ελληνικό ζήτημα, Βερολίνο και ΔΝΤ, χρησιμοποιώντας τον Άλλο, όπως εμφανίστηκε και ορίστηκε να είναι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Όλοι οι παραπάνω παράγοντες έχουν ζωτική ανάγκη να αναθεωρήσουν την στρατηγική τους αυτή την περίοδο και αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει δίχως την ρυθμισμένη εμπλοκή του Άλλου στα συγκεκριμένα πεδία άρθρωσης του συμφέροντος. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα είχαμε αποσταθεροποίηση – εκ των έσω – και όχι απειλή αποσταθεροποίησης, ως μορφή αναθεώρησης του καθεστώτος ασφαλείας ενός πολιτικοοικονομικού συστήματος. Έχουμε, δηλαδή, αναθεώρηση της μορφής του «securitization» για να ικανοποιηθεί και να συγκαλυφθεί η μεταβολή της στρατηγικής μας στο συγκεκριμένο πεδίο που αναπτύσσεται η δράση μας.
Πώς θα έλεγε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ομπάμα, πως έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα στην περιοχή – κινδυνεύοντας να χάσει εντελώς τον έλεγχο – ο Άσαντ αποτελεί στην συγκυρία κεφάλαιο που πρέπει να υποστηριχθεί; Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό δίχως τη συμμετοχή της ρωσικής κυβέρνησης στις πολεμικές επιχειρήσεις; Πώς θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίξει τον μονόδρομο που έχει χαράξει το Βερολίνο για την Ελλάδα, χωρίς να δώσει χώρο σε αυτούς που επιδιώκουν την άμεση και απόλυτη εφαρμογή των προνοιών του Τρίτου Μνημονίου, διότι, όπως λένε, έτσι θα έρθει πιο γρήγορα η ανάπτυξη; Αν και η εμπειρία των έξι προηγούμενων ετών, αν όχι η οικονομική θεωρία, θα έπρεπε να τους έχει διδάξει πως η στρατηγική των μνημονίων της συγκεκριμένης μεθοδολογίας του κουαρτέτου επιφέρει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που οι ίδιοι προσδοκούν και προπαγανδίζουν! Πώς θα μπορούσαν κάποιες επιχειρήσεις στην Ελλάδα – τις οποίες ευλόγως δεν θα αναφέρω – να μεταβάλουν εμπορική στρατηγική για να αντιμετωπίσουν τα νέα δεδομένα στην αγορά, χωρίς να δώσουν συγκυριακά χώρο σε κάποιους συγκεκριμένους αντιπάλους τους και έτσι να προκληθεί αναζωογόνηση του ανταγωνισμού χωρίς οι ίδιοι να εμφανιστούν ότι με δική τους πρωτοβουλία αλλάζουν τη σχέση τους με τους πελάτες τους;
Γιατί τα γράφω; Διότι δεν υπάρχει χειρότερη διαστροφή του πολιτικού φαινομένου και εν τέλει της λογικής, από την δημιουργία απολύτως ψευδών αναπαραστάσεων της πραγματικότητας. Όταν το ψέμα χαράσσει πολιτική, το κακό είναι μικρό. Όταν, ωστόσο, οι αναπαραστάσεις προστριβών, αντιπαλοτήτων κάθε μορφής ή συγκρούσεων και η προβολή αυτών δια των ΜΜΕ αποσκοπούν στην δημιουργία μίας απολύτως παραπλανητικής «mental picture», η οποία θα αποτελέσει τον κώδικα ερμηνείας και συμπεριφοράς της λεγόμενης κοινής γνώμης, τότε το κακό είναι μεγάλο και η ζημιά στην κοινωνία με όρους προοδευτικής ανάπτυξης, ανεπανόρθωτη.
Το πρόβλημα στην πολιτική και της πολιτικής ως φαινόμενο δεν ήταν ποτέ τα ψέματα, αλλά οι ψεύτικες «mental pictures», οι ψεύτικες αναπαραστάσεις του πραγματικού κόσμου και της πραγματικής οικονομίας, οι οποίες συνθέτουν την αντιληπτική μας δομή. Και απομυθοποίηση σημαίνει ερευνητική δημοσιογραφία και ερευνητική κριτική ανάλυση για να οριστεί ο καταστατικός χαρακτήρας του πραγματικού, απαλλαγμένος από το διαστροφικό ψεύδος αναπαραστάσεων, το οποίο ασφαλώς υποκρύπτει μία σημαντική μεταβολή στην στρατηγική του πολιτικού ή οικονομικού παράγοντα, την οποία επιμελώς επιδιώκει να κρύψει από το κοινό αναφοράς του.
Όταν, λοιπόν, αναγνώστη μου, αναφέρομαι στην ανάγκη σοβαρής αναθεώρησης και δραματικής αλλαγής με ποιοτικά και δημοκρατικά κριτήρια για τα ελληνικά ΜΜΕ και ιδιαίτερα για τα τηλεοπτικά κανάλια, καταλαβαίνεις πού το πάω, γιατί και τι εννοώ! Τα σημερινά κανάλια στην Ελλάδα είναι δομημένα έτσι, ούτως ώστε να κατασκευάζουν «στρατόπεδα» που φυλακίζουν τον τηλεθεατή, αντί να απελευθερώνουν την διάνοιά του και να αυξάνουν την κριτική του ικανότητα. Πρόκειται για πολιτισμικού χαρακτήρα παραμόρφωση του πολιτικού φαινομένου και αυτό νομίζω πως ήρθε η ώρα όσοι μπορούμε και όπως μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε, από τη στιγμή που δυστυχώς είναι ελάχιστοι εκείνοι από τις πολιτικές δυνάμεις που αντιλαμβάνονται το πρόβλημα και θα συμπορεύονταν, στο πλαίσιο ενός κινήματος ποιοτικής και δημοκρατικής αναβάθμισης των ΜΜΕ.