Η Ελλάδα περιλαμβάνεται σε λίστα με 92 χώρες που δοκιμάστηκαν από βαθιά και απότομη ύφεση την περίοδο 1960-2017. Τα χρόνια της κρίσης, από το 2009 έως σήμερα, το ΑΕΠ στην Ελλάδα κατακρημνίστηκε από τα 30.055 δολάρια το 2007 (το υψηλότερο προ κρίσης επίπεδο) στα 22.241 δολάρια, 26% χαμηλότερα.
Οι αναλυτές του ΔΝΤ εξέτασαν συνολικά 133 κρίσεις σε 92 κράτη (σε πολλά από αυτά έχουν σημειωθεί περισσότερες από μία κρίσεις) τα τελευταία 57 χρόνια. Πρόκειται για κρίσεις που είχαν ως αποτέλεσμα να χαθεί περισσότερο από 20% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Ξεχώρισαν την περίπτωση της χώρας μας, όπως φαίνεται από την ειδική αναφορά της έκθεσης: «Μια σειρά χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, έχουν υποστεί πολύ μεγάλες μειώσεις του κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους εξαιτίας της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης».
Η Ελλάδα είναι, άλλωστε, μαζί με την Κύπρο τα μοναδικά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιλαμβάνονται στη λίστα. Ωστόσο, η κυπριακή περίοδος κρίσης δεν αφορά τη μνημονιακή περιπέτεια, αλλά την περίοδο της τουρκικής εισβολής. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Μεγαλονήσου μειώθηκε κατά 33% το 1975, σε σύγκριση με την κορύφωσή του το 1973.
Παράλληλα, το ΔΝΤ αναθεωρεί προς τα πάνω την εκτίμησή του για την ανάπτυξη της οικονομίας της Ελλάδας και προβλέπει πλέον ανάπτυξη 2,4% για το 2019. Η πρόβλεψη αυτή είναι αναθεωρημένη επί τα βελτίω κατά +0,6%, καθώς τον Απρίλιο του 2018 το Ταμείο εκτιμούσε ότι η ανάπτυξη φέτος θα ανερχόταν στο 1,8%.
Η πρόβλεψη περιλαμβάνεται στην έκθεσή του ΔΝΤ για την Παγκόσμια Οικονομική Προοπτική (World Economic Outlook) που παρουσίασε σήμερα ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ταμείου Μορίς Όμπστφελντ στο πλαίσιο της Ετήσιας Συνόδου του οργανισμού στο Μπαλί της Ινδονησίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, η ελληνική οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί κατά 2% το τρέχον έτος και κατά 2,4% για το 2019. Σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, το Ταμείο εκτιμά ότι η άνοδος του ΑΕΠ θα κινηθεί στο 1,2% έναντι του 1,9% που είχε υπολογίσει στις εαρινές του προβλέψεις.
H νέα πρόβλεψη του Ταμείου είναι πιο κοντά σε εκείνη της ΕΕ καθώς η Κομισιόν εκτιμά πως η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 2,5% το 2019.
Πάντως για το 2023 το ΔΝΤ εκτιμά πως το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά μόλις 1,2% πρόβλεψη που δείχνει ότι το Ταμείο επιμένει στην θέση του πως η Ελλάδα θα μείνει μεσοπρόθεσμα εγκλωβισμένη σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Το ΔΝΤ εκτιμά επίσης πως η Ελλάδα τελεί ακόμη σε κλοιό αποπληθωριστικών πιέσεων. Το ΔΝΤ εκτιμά πως ο πληθωρισμός από 1,1% το 2017, θα ανέλθει σε μόλις στο 0,7% εφέτος, ενώ για το 2019 το Ταμείο προβλέπει αύξηση του πληθωρισμού κατά 1,2% σε μέσα επίπεδα, οριακά υψηλότερα από ότι προέβλεπε τον Απρίλιο (1,1%). Για το 2023 το ΔΝΤ εκτιμά πως ο πληθωρισμός στην Ελλάδα θα είναι στο 1,8%, θα κινείται οριακά χαμηλότερα από τα μέσα επίπεδα της ευρωζώνης (2,2%).
Για το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας, το ΔΝΤ προβλέπει πως θα διαμορφωθεί στο 0,8% του ΑΕΠ το τρέχον έτος, ενώ για το 2019 διαβλέπει αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, εκτιμώντας ότι θα κυμανθεί στο 0,4% του ΑΕΠ.
Το Ταμείο αναθεωρεί επί τα χείρω την πρόβλεψή του για την παγκόσμια ανάπτυξη, την οποία πλέον υποβιβάζει από το 3,9% στο 3,7% για την περίοδο 2018-2019.
Επιπλέον, η έκθεση του Ταμείου προβλέπει συνεχιζόμενη, σταδιακή μείωση της ανεργίας, Ειδικότερα, το ΔΝΤ υπολογίζει ότι το τρέχον έτος το ποσοστό της ανεργίας θα μειωθεί κατά 1,6% από το 2017 (21,5%) και θα κυμανθεί στο 19,9%, ενώ το 2019 εκτιμά ότι το ποσοστό θα μειωθεί περισσότερο στο 18,1%.
Αναφορά και στην Ελλάδα γίνεται και για τις δημογραφικές πιέσεις στην οικονομία από τις επιπτώσεις της υπογεννητικότητας.
Για το θέμα της υπογεννητικότητας, οι συντάκτες της έκθεσης υπογραμμίζουν ότι σε κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υπέστησαν διπλή ύφεση, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, ο δείκτης γεννητικότητας μειώθηκε από το 1,5% το 2008 στο 1,3% το 2016. Ο συγκεκριμένος δείκτης θεωρείται σημαντικός επειδή το ΔΝΤ εκτιμά ότι τα συνεχιζόμενα χαμηλά ποσοστά γεννητικότητας θα επηρεάσουν μελλοντικά την εισροή εργατικού δυναμικού και έτσι να εξασθενήσουν την αναπτυξιακή πορεία μιας οικονομίας σε μακροπρόθεσμο επίπεδο.